Κατά το τελευταίο δίμηνο η πυξίδα της διεθνούς ενεργειακής πολιτικής της χώρας μας έχει εστιαστεί στην Αίγυπτο. Με την ετερογενή ισραηλινή κυβέρνηση συνασπισμού να βρίσκεται ακόμη σε αναζήτηση βηματισμού, η Αθήνα επικεντρώνει τις προσπάθειές της στο να δημιουργήσει ένα ευρύτερο πλέγμα ενεργειακών συνεργασιών εδραιώνοντας με τον τρόπο αυτόν και τα γεωπολιτικά οφέλη που προκύπτουν από την υπογραφή της μερικής συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ του Ιουλίου 2020.

Αυτή η συμφωνία οριοθέτησης σε συνδυασμό με την εμβάθυνση των συμμαχιών μας και το νέο εξοπλιστικό μας πρόγραμμα έχουν ανακόψει – τουλάχιστον προς ώρας – τον βηματισμό του τουρκικού αναθεωρητισμού. Ωστόσο για να συνεχίσει αυτή η συμφωνία να αποτελεί ενεργό ανάχωμα στον τουρκικό επεκτατισμό, θα πρέπει να αποκτήσει πρακτικό περιεχόμενο ως προς την ενάσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων που μας κατοχυρώνονται στη βάση του ΔΔΘ.

Μέχρι στιγμής, στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή νοτίως της Κρήτης η μόνη ενάσκηση αυτών των δικαιωμάτων επιχειρείται από το σκάφος «NatGeo» και τη ΔΕΠΑ Διεθνών στο πλαίσιο διενέργειας της Detailed Marine Survey (DMS) για τον αγωγό East Med και από τις πετρελαϊκές εταιρείες (ΕΛΠΕ, Total, Exxon) που κατέχουν τα σχετικά δικαιώματα εξερεύνησης υδρογονανθράκων. Η δυνητική κατασκευή υποδομών παραγωγής υπεράκτιων ΑΠΕ και η προοπτική πόντισης καλωδίων και αγωγών φυσικού αερίου/Η2 που θα διατρέχουν την ελληνοαιγυπτιακή ΑΟΖ πολλαπλασιάζουν και ενδυναμώνουν τις επιλογές ενάσκησης αυτών των δικαιωμάτων.

Ειδικότερα, το ενδεχόμενο κατασκευής δύο διασυνοριακών δικτύων μεταφοράς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και δυναμικών μειγμάτων ΦΑ και υδρογόνου δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα προοπτική. Η προοπτική αυτή καθιστά αμφότερες τις επιλογές δικτύων οικονομικά βιώσιμες και επενδυτικά επιλέξιμες τόσο από διεθνείς πιστωτικούς οίκους όσο και – υπό προϋποθέσεις – την ΕΕ αλλά και την ενεργειακή βιομηχανία της Ελλάδος και της Αιγύπτου που μπορεί και πρέπει να πρωταγωνιστήσει στην υλοποίησή τους.

Τόσο ο EastMed όσο και ο ελληνο-αιγυπτιακός διασυνδετήριος αγωγός που θα συναντηθούν στην Κρήτη για να αποφύγουν τον κίνδυνο να καταστούν «stranded assets» και να συμβαδίσουν με την πορεία της ενεργειακής μετάβασης που το φυσικό αέριο μπορεί να επιταχύνει, πρέπει να καταστούν εξ υπαρχής προσβάσιμοι στο Υδρογόνο ασχέτως του τύπου παραγωγής του, ακόμη και αν για τα πρώτα 5 χρόνια της λειτουργίας τους δεν μεταφέρουν καθόλου Η2.

Η δυναμική της ενέργειας ως καταλύτη εμβάθυνσης της στρατηγικής μας σχέσης με την Αίγυπτο έχει επιβεβαιωθεί σε πολλαπλά επίπεδα. Το κρίσιμο ωστόσο ζητούμενο παραμένει. Πώς μετατρέπονται αυτά τα Συμφωνητικά σε Υποδομές;

Το πρώτο απαραίτητο συστατικό της απάντησης είναι η υπομονή και η διακομματική συναίνεση. Εάν θυμηθούμε την ιστορία του ΤΑΡ, το έργο συμφωνήθηκε επί κυβέρνησης Σαμαρά τον Ιούνιο του 2013, άρχισε να υλοποιείται επί κυβέρνησης Τσίπρα και ολοκληρώθηκε επί κυβέρνησης Μητσοτάκη το 2020.

Το δεύτερο συστατικό είναι η έμφαση στην εντοπιότητα, τη δυνατότητα σοβαρών κρατικών ενεργειακών φορέων να εμπλακούν από την αρχή με κοινό σχεδιασμό στη διαδικασία υλοποίησης των δύο διασυνδετικών υποδομών στο πλαίσιο ενός στρατηγικού πλάνου ΣΔΙΤ. Αυτή η παράμετρος έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία για την αιγυπτιακή πλευρά την οποία θα πρέπει να καταστήσουμε κοινωνό και συμμέτοχο επενδυτικών έργων που θα υλοποιηθούν μέσα από περιοχές γεωπολιτικού ρίσκου.

Το τρίτο συστατικό σχετίζεται με τη συμβατότητα των έργων αυτών με τη στρατηγική αναγκαιότητα της ενεργειακής μετάβασης. Η αξία του καλωδίου ηλεκτρισμού είναι αυταπόδεικτη ενώ η ab initio συμβατότητα πρόσμειξης ΦΑ με πράσινο Η2 για τον αγωγό ΦΑ/Η2 θα διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη χρήση του δικτύου που θα κατασκευασθεί με προδιαγραφές Η2.

Το τέταρτο συστατικό σχετίζεται με τη συμπληρωματικότητά τους σε ό,τι αφορά υφιστάμενες αλλά και σχεδιαζόμενες υποδομές. Το ελληνοαιγυπτιακό καλώδιο δεν ανταγωνίζεται το καλώδιο EuroAsia που έχει διαφορετική φιλοσοφία και δυναμικότητα μεταφοράς, ενώ ο ελληνοαιγυπτιακός αγωγός μπορεί να «κουμπώσει» πάνω στον EastMed στην Κρήτη διπλασιάζοντας τη δυναμικότητά του από το συγκεκριμένο σημείο.

Ενας ελληνοαιγυπτιακός αγωγός δεν ανταγωνίζεται επίσης τον λεγόμενο «εικονικό αγωγό», δηλαδή την εξαγωγή ΥΦΑ που άλλωστε ήδη λειτουργεί από το 2005 μέσω των τερματικών σε Idku και Damietta. Οι όποιες δυνητικές επεκτάσεις αυτού του εικονικού αγωγού είναι πολύ πιο μακροπρόθεσμες, καθώς η Αίγυπτος διαθέτει ήδη μεγάλη δυναμικότητα υγροποίησης έως 17,5 ΔΚΜ/Ε, από την οποία χρησιμοποιήθηκαν το 2019 μόνο 4,5 ΔΚΜ/Ε και το 2020 μόνο 1,8 ΔΚΜ/Ε! (BP Statistical Review of World Energy 2021, σελ. 44).

Οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες αυξήσεις του εξαγώγιμου δυναμικού της περιοχής από το Ισραήλ και την Κύπρο μπορούν να καλυφθούν ως το 2025/26 μέσα από την υφιστάμενη δυναμικότητα υγροποίησης. Πέραν των 17,5 ΔΚΜ/Ε ωστόσο χρειάζονται νέες υποδομές που θα απαιτήσουν μετά το 2026 έναν συνδυασμό τερματικού και αγωγού ΦΑ/Η2.

Η Αίγυπτος ωστόσο δεν μπορεί να υγροποιήσει τα πάντα, ούτε μπορεί να διατηρήσει τον ρόλο του περιφερειακού κόμβου μόνο με ΥΦΑ χωρίς να μπορεί να παράσχει ασφάλεια τροφοδοσίας σε μακροπρόθεσμη βάση προς έναν και μόνο τελικό πελάτη/πελάτες. Η αξία αυτής της μακροπρόθεσμης κάλυψης/παροχής ΦΑ έχει αναδειχθεί ξανά από την ενεργειακή κρίση. Πέραν αυτού, οι αγορές ΦΑ προς ανατολάς της Αιγύπτου έχουν κλείσει σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές ΦΑ με αγωγό. Η μόνη περιοχή δυνητικής αύξησης είναι στα δυτικά της Αιγύπτου στη Νοτιοανατολική και Κεντρική Ευρώπη που χρειάζεται έναν στοχευμένο αγωγό για να ελαττώσει την τεράστια εισαγωγική της εξάρτηση από τη Ρωσία και τη σχεδόν ολοκληρωτική διαμετακομιστική της εξάρτηση από την Τουρκία.

Το κόστος ενός αγωγού 500 χλμ. έως την Κρήτη που θα δένει στο μελλοντικό ελληνικό δίκτυο έως την Πελοπόννησο είναι ανταγωνιστικό συγκριτικά με ένα καινούργιο τερματικό υγροποίησης ή ένα νέο τρένο υγροποίησης την τρέχουσα δεκαετία και θα είναι ακόμη πιο ανταγωνιστικό την περίοδο 2030-2040 ως μέσο μεταφοράς πράσινου Η2 συγκριτικά με το κόστος παραγωγής/μεταφοράς και μετατροπής της πράσινης αμμωνίας που θα παράγεται στην Αίγυπτο.

Σε τελική ανάλυση, πέραν των όποιων επιμέρους εμπορικών υπολογισμών, σε τι ακριβώς θα ωφελήσει την Ελλάδα και την έμπρακτη κατοχύρωση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων εντός της ΑΟΖ της, εάν τελικά δεν υπάρξει διασυνδετικός αγωγός και η Αίγυπτος υγροποιήσει τα πάντα; Τι γεωπολιτικό μήνυμα άραγε θα δώσει μια τέτοια επιλογή στην Τουρκία και τη φιλοτουρκική πτέρυγα της Λιβύης που πιθανότατα θα βγει ενισχυμένη από τις επερχόμενες εκλογές της 24ης Δεκεμβρίου; Πόσο πιο υψηλό θα καταστεί σε αυτό το σενάριο το ενδεχόμενο υλοποίησης άλλων αμιγώς ανανεώσιμων έργων ενεργειακής διασύνδεσης με την Αίγυπτο;

*Ο κ. Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής & Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.