Οι συναντήσεις ελλήνων πολιτικών με ρώσους αξιωματούχους συνιστούν, παραδοσιακά, μία πρόκληση. Και η πρόκληση καθίσταται μεγαλύτερη όταν η συνάντηση γίνεται με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, τον επί μία 20ετία ηγέτη της μετασοβιετικής Ρωσίας. Από αυτή την άποψη, η συνάντηση του έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Πούτιν σήμερα, Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου, στο θέρετρο του Σότσι στη Μαύρη Θάλασσα έχει ιδιαίτερη σημασία. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι ελληνορωσικές σχέσεις διήλθαν μία πολύ δύσκολη περίοδο από το 2017 και μετά, με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών, τις απελάσεις ρώσων διπλωματών από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, την υπόθεση του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ουκρανίας, αλλά και την εμβάθυνση της συνεργασίας Μόσχας – Αγκυρας.

Προσπάθεια ομαλοποίησης

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επεδίωξε, σχεδόν από την αρχή της θητείας της, να αποκαταστήσει τους διαύλους επικοινωνίας με τη Μόσχα. Χρειάστηκαν πολλές παρασκηνιακές επαφές αλλά και συναντήσεις του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια με τον πολύπειρο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας Σεργκέι Λαβρόφ, ώστε η ατμόσφαιρα να μαλακώσει.

Στη Μόσχα, οι μάλλον αμετροεπείς ανακοινώσεις του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών επί Νίκου Κοτζιά (που είχαν οδηγήσει τον Αλέξη Τσίπρα να επισκεφθεί τη ρωσική πρωτεύουσα για να ηρεμήσει τα πράγματα) δεν ήταν εύκολο να ξεχαστούν.

Η προσπάθεια ομαλοποίησης δεν σήμαινε φυσικά ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα έπαυε να ακολουθεί μια φιλοδυτική πορεία. Αυτό που επιθυμούσε ήταν μια ειλικρινή σχέση στην οποία κάθε πλευρά να γνωρίζει τα όρια της άλλης, με δεδομένη φυσικά την ιστορική σχέση τους, αλλά και τη θέση της ως μονίμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

Τα θέματα που θα απασχολήσουν

Είναι σαφές ότι η συνάντηση Μητσοτάκη – Πούτιν λαμβάνει χώρα σε ένα διττό πλαίσιο. Το πρώτο είναι αναμφίβολα η σύσφιγξη των σχέσεων Μόσχας – Αγκυρας σε σειρά τομέων και μετώπων, αλλά και η επιβάρυνση των σχέσεων Δύσης – Ρωσίας με αφορμή το Ουκρανικό Ζήτημα, αλλά επίσης την ενεργειακή κρίση και τα γεγονότα με τους μετανάστες στα σύνορα Λευκορωσίας – Πολωνίας – Λιθουανίας. Οι δύο άνδρες αναμένεται να συναντηθούν τετ α τετ για περισσότερη από μία ώρα και σύμφωνα με τον σχεδιασμό θα υπάρξουν κοινές δηλώσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου, η συμπεριφορά της Τουρκίας και η άποψη της Ρωσίας περί του Δικαίου της Θάλασσας (που κινείται κοντά στην ελληνική θέση ότι τα προβλήματα πρέπει να λύνονται με διαπραγματεύσεις και διάλογο), αλλά επίσης η ενέργεια θα κυριαρχήσουν.

Η Αθήνα πάντως, αν και μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, είναι μία χώρα που επιμένει ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας με τη Μόσχα οφείλουν να παραμένουν ανοικτοί. Αυτό συνιστά πολύ σημαντικό σημείο σε μία περίοδο που η ένταση γύρω από την Ουκρανία αλλά και στη Μαύρη Θάλασσα έχει οξυνθεί επικίνδυνα. Δεν θα πρέπει πάντως να υπάρχουν αυταπάτες περί της ανησυχίας της Μόσχας για τη διεύρυνση του αμερικανικού στρατιωτικού αποτυπώματος στο ελληνικό έδαφος και ιδιαίτερα στην Αλεξανδρούπολη – κοντά στη Μαύρη Θάλασσα.

Πρώτη συνάντηση τον Μάιο του 2016

Οι κ.κ. Μητσοτάκης και Πούτιν είχαν συναντηθεί και τον Μάιο του 2016, όταν ο ρώσος πρόεδρος είχε επισκεφθεί την Αθήνα και ο σημερινός Πρωθυπουργός ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο κ. Πούτιν επρόκειτο επίσης να επισκεφθεί την Αθήνα στις 25 Μαρτίου 2021 για την επέτειο των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά η επίσκεψη ματαιώθηκε λόγω της πανδημίας. Είχε προηγηθεί όμως η συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον ρώσο ομόλογό του Μιχαήλ Μισούστιν στα τέλη Ιανουαρίου στο Μέγαρο Μαξίμου, όταν και αποφασίστηκε η επανενεργοποίηση της Μεικτής Διυπουργικής Επιτροπής Ελλάδας – Ρωσίας, αλλά και νωρίτερα – τον Οκτώβριο του 2020 – εκείνη με τον κ. Λαβρόφ.

Συνεργασία σε ενέργεια, τουρισμό και βιομηχανία

Η αλλαγή του αρχικού σχεδιασμού για πραγματοποίηση της επίσκεψης Μητσοτάκη στη Μόσχα αναβάθμισε πολύ εκείνη του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη στις 29-30 Νοεμβρίου στη ρωσική πρωτεύουσα. Ο κ. Βαρβιτσιώτης συμπροέδρευσε με τον ρώσο υπουργό Μεταφορών Βιτάλι Σαβέλιεφ της 13ης Συνόδου της Μεικτής Διυπουργικής Επιτροπής για την Οικονομική, Βιομηχανική, Επιστημονική και Τεχνολογική Συνεργασία. Η επίσκεψη του κ. Βαρβιτσιώτη, ο οποίος συναντήθηκε και με τον υφυπουργό Εξωτερικών Αλεξάντρ Γκρουσκό, είχε όχι μόνο τεχνικό, αλλά και πολιτικό χαρακτήρα. Ουσιαστικά, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών ανέλαβε να προετοιμάσει το έδαφος πριν από την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στο Σότσι.
Στον πυρήνα των αποτελεσμάτων της επίσκεψης Βαρβιτσιώτη βρίσκεται το πολυσέλιδο Πρωτόκολλο που υπεγράφη μεταξύ των δύο συμπροέδρων της Μεικτής Διϋπουργικής Επιτροπής. Σύμφωνα με το κείμενο του Πρωτοκόλλου, σημείων του οποίου «Το Βήμα» έγινε κοινωνός, οι δύο πλευρές τόνισαν τη σημασία της ανάπτυξης της διμερούς συνεργασίας σε σειρά τομέων, από τη βιομηχανία και την ενέργεια ως τις επενδύσεις και τον τουρισμό. Συμφώνησαν επίσης να συνεχίσουν τη συνεργασία τους στην αξιοποίηση της αεροπορίας ειδικού σκοπού για την καταπολέμηση φυσικών και ανθρωπογενών πυρκαγιών (υπενθυμίζεται η ρωσική συνδρομή στην κατάσβεση των τεράστιων πυρκαγιών σε Εύβοια και Αττική). Υπεγράφησαν τέσσερα Μνημόνια (για αποτροπή περιστατικών στη θάλασσα πέραν των ορίων της αιγιαλίτιδας ζώνης, για ανάπτυξη και εκμετάλλευση εγκαταστάσεων λέιζερ, για τεχνική συνεργασία στον τομέα της φορολογικής διοίκησης και για συνεργασία στον τουρισμό).
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην αναγνώριση ότι ο ρόλος του φυσικού αερίου ως μεταβατικού καυσίμου με το χαμηλότερο «αποτύπωμα άνθρακα» θα αυξηθεί στο προσεχές μέλλον, ενώ θα εξεταστούν οι δυνατότητες ανάπτυξης της ενέργειας από υδρογόνο. Στο πλαίσιο της ενέργειας, δεν θα μπορούσε παρά να αναγνωριστεί ο ρόλος της Gazprom ως αξιόπιστου και στρατηγικού προμηθευτή φυσικού αερίου για την Ελλάδα (και ιδιαίτερα τη ΔΕΠΑ). Καλούνται δε οι εμπορικές εταιρείες των δύο χωρών να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή και δίκαιη συμφωνία για μακροπρόθεσμες προμήθειες φυσικού αερίου με έμφαση στο 2022. Σημειώνεται ότι περίπου το 45% του αερίου και σχεδόν το 10% του αργού πετρελαίου που εισάγει η χώρα μας προέρχεται από τη Ρωσία. Επίσης, στο κείμενο καταγράφεται με τον πλέον επίσημο τρόπο το ενδιαφέρον ρωσικών εταιρειών για συμμετοχή σε έργα κατασκευής και εκσυγχρονισμού ενεργειακών εγκαταστάσεων, για την εξερεύνηση γεωθερμικών πόρων, για κατασκευή και ανακατασκευή εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας.