Η κατάρρευση των καθεστώτων του λεγόμενου πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας προκάλεσαν και στη χώρα μας το αυξημένο ενδιαφέρον των εκδοτών για τη λογοτεχνία των γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών. Σε ό,τι αφορά την ποίηση, είχαν ως τότε σποραδικά μεταφραστεί κάποια ποιήματα, ενώ από τους πεζογράφους πρώτης γραμμής οι μόνοι που ήταν γνωστοί ήταν πρωτίστως ο Ιβο Αντριτς (κατά κύριο λόγο εξαιτίας του βραβείου Νομπέλ με το οποίο τιμήθηκε το 1961) και δευτερευόντως ο Μέσα Σελίμοβιτς και ο Ντανίλο Κις.

Και ενώ κυκλοφόρησαν και μυθιστορήματα νεότερων συγγραφέων, όπως της Κροάτισσας Ντουμπράφκα Ούγκρεσιτς και των Σέρβων Αλεξάνταρ Γκατάλιτσα, Βλαντισλάβ Μπάγιατς και της Βίντα Ογκνένιοβιτς, ο μείζων συγγραφέας της Κροατίας Μίροσλαβ Κρίλεζα (1893-1981), ποιητής, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και λεξικογράφος, παρέμενε ως σήμερα αμετάφραστος και για το μεγάλο κοινό παντελώς άγνωστος.

Επιστροφή στον γενέθλιο τόπο

Μίροσλαβ Κρίλεζα

Η επιστροφή του Φίλιπ Λατίνοβιτς

Μετάφραση Ισμήνη Ραντούλοβιτς.

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2021, σελ. 290, τιμή 15 ευρώ

Η έκδοση του μυθιστορήματος του Κρίλεζα Η επιστροφή του Φίλιπ Λατίνοβιτς (1932) έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό. Πρόκειται για βιβλίο βαθύτατα ευρωπαϊκό και απολύτως μοντέρνο. Με την Επιστροφή του Φίλιπ Λατίνοβιτς η κροατική πεζογραφία ενηλικιώνεται. Πολλοί μάλιστα πιστεύουν πως είναι το δυναμικό της ξεκίνημα. Ο Σαρτρ είχε πει πως αν είχε προλάβει να το διαβάσει, δεν θα είχε γράψει τη δική του Ναυτία. Βέβαια, ο Σαρτρ είπε κατά καιρούς πολλά και διάφορα. Oμως, όποιος διαβάσει και τα δύο μυθιστορήματα θα διαπιστώσει πως η μόνη ομοιότητά τους είναι πως αμφότερα είναι εξίσου σημαντικά.

Ο κεντρικός ήρωας, ο ζωγράφος Φίλιπ Λατίνοβιτς, ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας αποφασίζει να επιστρέψει στον γενέθλιο τόπο του, σε μια πόλη της Παννονίας, για να συναντήσει ξανά τη μητέρα του Ρεγγίνα και να συμφιλιωθεί μαζί της. Εκείνη τον είχε διώξει παλαιότερα από το σπίτι, όταν ο Φίλιπ της είχε κλέψει ένα σεβαστό χρηματικό ποσό που το σπατάλησε σε ποτά και γυναίκες. Η νέα σχέση μητέρας και γιου ωστόσο είναι συμβατική. Αυτός αντιπαθεί τον νέο της εραστή και εκείνη νοιάζεται μόνο για τα αρώματα και τις συναναστροφές με την καλή κοινωνία της πόλης.

Ποια καλή κοινωνία; Είναι ένας κόσμος διεφθαρμένος που έχει βυθιστεί σε βαθιά παρακμή. Και μέσα από αυτή την κοινωνία ο Κρίλεζα αποσπά τους αντιπροσωπευτικότερους χαρακτήρες του: την Ξένια Ράνταγι (αλλιώς Μπόμποτσκα ή Μπόμπα). Η Μπόμπα είναι ευγενούς καταγωγής και συνδέεται ερωτικά με τον πρώην δικηγόρο Βλαντίμιρ Μπαλοτσάνσκι, που για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της καταστρέφεται οικονομικά, μπλέκει σε απάτες, πλαστογραφεί επιταγές και φυλακίζεται. Oμως ο πρώην δικηγόρος δεν είναι ο μόνος εραστής της Μπόμπα. Είναι κι ο Λατίνοβιτς, καθώς και άλλοι, όπως κατά τα φαινόμενα εραστής της υπήρξε και ο ελληνικής καταγωγής Σεργκέι Κιρίλοβιτς Κιριάλες, δερματολόγος, δόκτωρ Φιλοσοφίας και πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Και βέβαια από τις σελίδες του μυθιστορήματος περνάει και η «Αυτού Εξοχότης» ο περιφερειακός επίτροπος Σίλβιε Λίπαχ, εραστής της μητέρας τού Λατίνοβιτς. Στο τελευταίο κεφάλαιο εκείνος την πιέζει να του πει ποιος επιτέλους είναι ο πατέρας του και αυτή του δίνει μια φωτογραφία του λέγοντας: «Ορίστε, λοιπόν, η φωτογραφία του πατέρα σου». Στη φωτογραφία ποζάρει «σ’ ένα κιγκλίδωμα ο ανώτατος περιφερειακός επίτροπος με την επίσημη στολή του». Ο δρ Λίπαχ ήταν ο πατέρας του ζωγράφου. Αυτό δεν είναι το μόνο δράμα με το οποίο ολοκληρώνεται τούτο το θαυμάσιο μυθιστόρημα – και δεν είναι σωστό να αποκαλύψω το τέλος, που προκαλεί σοκ στον αναγνώστη.

Τα κατάλοιπα της μεσαίας τάξης

Η αφήγηση είναι περίπλοκη και η πυκνότητα του βιβλίου αξιοθαύμαστη, γιατί μολονότι παρελαύνουν πολλά πρόσωπα και αναρίθμητα τοπωνύμια δεν δυσκολεύεσαι στην ανάγνωση. Οι περιγραφές των τόπων είναι θαυμάσιες, ενώ και ο κάθε χαρακτήρας χρωματίζεται από τα γνωρίσματα μιας εποχής όπου έχει χαθεί κάθε ηθική αναστολή και ο κυνισμός έχει διαφθείρει τους πάντες – πλην του Φίλιπ Λατίνοβιτς.

Βρισκόμαστε λίγο μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει καταρρεύσει η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και η ανάκληση του παρελθόντος επιτείνει περισσότερο την παρακμή στην οποία έχουν βυθιστεί τα εξοφλημένα κατάλοιπα μιας μεσαίας τάξης που δεν διαθέτει πλέον καμιά συνείδηση. Ο Φίλιπ, έχοντας περάσει κάποια χρόνια μακριά από τον γενέθλιο τόπο του, νιώθει πως δεν διαθέτει πλέον δημιουργικές δυνάμεις. Και ο κυριότερος λόγος της επιστροφής του οφείλεται στην ελπίδα του να τις ανακτήσει. Οσο περνούν οι ημέρες, εν τούτοις, αντιλαμβάνεται ότι η προσπάθειά του είναι μάταιη.

Με ποιους θα συζητήσει για ζωγραφική και για τέχνη; Με τον εσμό των διεφθαρμένων που τον περιβάλλει; Με τη μητέρα του που της κάνει το πορτρέτο και εκείνης δεν της αρέσει γιατί δεν είναι ο εαυτός της – ή μήπως αυτό που ο γιος της αποτύπωσε στον πίνακα ήταν ό,τι η ίδια δεν μπορούσε να αποδεχθεί; Ή με τον αγνωστικιστή και είρωνα δόκτορα Κιριάλες, που κάποια μέρα έπεσε μπροστά σ’ ένα τρένο και σκοτώθηκε; Οχι όμως γιατί ήταν αυτοκτόνος, αλλά επειδή για τον ίδιο τα πάντα είχαν χάσει το νόημά τους – αν είχαν ποτέ. Ή με τον χυδαίο και τραγικό Μπαλοτσάνσκι, που λέει πως όταν πήγε στην κηδεία της γυναίκας του (η οποία αυτοκτόνησε) και περπατούσε πίσω από τη σορό της, μύριζε το άρωμα της ερωμένης του στο μαντίλι του και τη σκεφτόταν γυμνή; Διαβάζοντας κανείς μυθιστορήματα σαν κι αυτό καταλαβαίνει γιατί διαλύθηκε η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, στην οποία ανήκε και μεγάλο μέρος της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Ενα μυθιστόρημα αυτής της αξίας απαιτεί και μια μεταφράστρια πρώτης γραμμής. Το ελληνικό κείμενο είναι πραγματικό κέντημα και η έμπειρη μεταφράστρια Ισμήνη Ραντούλοβιτς έκανε σπουδαία δουλειά. Στο τέλος πρόσθεσε και 112 σημειώσεις, απολύτως απαραίτητες για ένα τέτοιο βιβλίο όπου η ατμόσφαιρα της εποχής παίζει εξίσου σπουδαίο ρόλο με τους αλησμόνητους χαρακτήρες που έπλασε αυτός ο κορυφαίος συγγραφέας.