Την ομηρική «Ιλιάδα» από την πλευρά του Εκτορα επέλεξε να αφηγηθεί ο Δημήτρης Λάλος με την παράσταση «Εκτορος κάθαρσις». Πρόκειται για μια «νέα» ραψωδία, με ατόφιο υλικό από τον Ομηρο στη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, όπου αποκαλύπεται ο τραγικός ήρωας της Τροίας. Το κείμενο και σε μια ξεχωριστή συνομιλία με τη μουσική – επί σκηνής ο μουσικός Αλέξης Κωτσόπουλος ζωντανεύει τον Τρωικό Πόλεμο και μαζί όλες τις αρετές του «παρεξηγημένου», ίσως, Εκτορα, όπως λέει ο ίδιος.

Ο 42χρονος Δημήτρης Λάλος – Βραβείο Χορν 2012 – μετρά πολλά χρόνια στο θέατρο, ξεκινώντας από το Επί Κολωνώ της Ελένης Σκόττη. Και αν το ευρύ κοινό τον γνώρισε πρόσφατα από την τηλεόραση, ο ίδιος ξέρει πως η επιτυχία ήρθε ύστερα από σκληρή δουλειά γι’ αυτόν και την απολαμβάνει χωρίς να νιώθει πως κινδυνεύει να χάσει τον δρόμο του.

 

Πώς γεννήθηκε η ιδέα της παράστασης;

«Η πρώτη μου επαφή με τον Ομηρο ήταν στο σχολείο. Ο δάσκαλός μου Ανδρόνης Ανδρόνικος μου εμφύσησε την αγάπη για τον ποιητή και πίστεψε σε εμένα. Στην «Ιλιάδα», θυμάμαι, έβγαινε πάντα εκτός ύλης, μας έκανε να δούμε εικόνες, να ονειρευτούμε το έπος. Παρεμπιπτόντως το καλοκαίρι πήγα και τον βρήκα σ’ ένα χωριό όπου ζει. Είχα να τον δω 25 χρόνια – μια συγκινητική στιγμή και για τους δυο μας.

Πάντα είχα μια ιδιαίτερη λατρεία στον Ομηρο. Οταν έπαιζα με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στο Επί Κολωνώ, την εποχή που το Εθνικό παρουσίαζε τους μονολόγους με τις ραψωδίες της «Ιλιάδας» και εκείνη έκανε τη ραψωδία Μ, γνώρισα τη μετάφραση του Μαρωνίτη και τον ίδιο. Μου δώρισε το βιβλίο – πάνε 9 χρόνια.

Ετσι ξεκίνησα την προσωπική μου ανάγνωση και αναζήτηση, το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα. Εκανα μετά κάποια μαθήματα στα εργαστήρια του θεάτρου για τον τρόπο που διαβάζεται η ραψωδία. Γιατί προσπαθώ να εφαρμόσω μια συγκεκριμένη τεχνική στο διάβασμα, για το πώς ρέει ο λόγος, χωρίς να τονίζω, να αφηγούμαι, χωρίς να υπογραμμίζω ή να διευκρινίζω. Δούλεψα αρκετά χρόνια αυτή την τεχνική και μελέτησα τον τρόπο που μπορώ να τη μεταφέρω στο κοινό».

Και πού καταλήξατε;

«Με την έρευνά μου σε σχέση με το τι σημαίνει εγγράμματος και προφορικός λόγος κατέληξα στο τι σημαίνει πρωτεύον γεγονός: Είναι ο προφορικός λόγος που υπάρχει τριάντα χιλιάδες χρόνια, ενώ ο γραπτός μόλις έξι χιλιάδες – πρώτα αρχίσαμε να μιλάμε και μετά να γράφουμε.

Πηγαίνοντας πίσω, προσπάθησα να εξαλείψω το χάσμα για έναν ηθοποιό που παίρνει ένα κείμενο, πρέπει να το μάθει και να κάνει το δευτερεύον πρωτεύον. Με τη ραψωδία, την πρώτη καταγεγραμμένη μορφή σοβαρού θεάτρου που έχει φτάσει ως εμάς, αντιλήφθηκα ότι ήταν ο δάσκαλος, ο ραψωδός, που την ήξερε απ’ έξω και την έλεγε. Και για να γίνεις ραψωδός έπρεπε να καθίσεις δίπλα του και να τον ακούς, ώστε να εντυπωθεί μέσα σου.

Το τόλμημα και η προσπάθειά μου ήταν να φέρω μια ραψωδία στο θέατρο όπως ακριβώς είναι, έτσι ώστε όλη η δουλειά να γίνει μέσα στο κεφάλι του θεατή. Οσα πλούσια κι αν είναι μια παραγωγή για να αναπαραστήσει τις μάχες, ποτέ δεν φτάνει όσα φαντάζεσαι μέσα στο κεφάλι σου. Εκεί βρίσκεται η τέλεια αναπαραγωγή. Με τα λιγότερα κάνεις πραγματικά τα περισσότερα. Αυτή είναι η δύναμη της ραψωδίας».

 

Πώς επιλέξατε τον Εκτορα;

«Μέσα εκεί γεννήθηκε η αγάπη μου για τον Εκτορα. Ξέρετε, ο Αχιλλέας είναι στην πρώτη ραψωδία, μετά θυμώνει και λείπει για 16 ραψωδίες… Σε αυτές τις 16 λοιπόν πρωταγωνιστής είναι ο Εκτορας. Η σχέση με τη γυναίκα του, τον πατέρα και τη μάνα του, με τον αδελφό του, τους συμπολεμιστές του, με την τιμή του, με την πατρίδα του. Ενα από τα στοιχεία του είναι το σέβας, ο σεβασμός, πράγματα που σήμερα τίθενται υπό κρίση. Και τελειώνει με τον θάνατο και την καύση του. Είναι ο ήρωας, γιος, πατέρας, σύζυγος, αδελφός, πολεμιστής.

Εδώ τον χορταίνεις τον Εκτορα. Κάπως ένιωσα ότι είναι παρεξηγημένος ήρωας – ο Τρώας, ο κακός, ο ξένος, ο μη Ελλην, δεν είναι ο Αχιλλέας, είναι ο βάρβαρος. Οχι. Αν δεν υπήρχε ο Εκτορας, δεν θα υπήρχαν όλοι οι άλλοι.

Σκεφτόμουν πώς να το κάνω θέατρο. Ηρθε το «Ολη η Ελλάδα ένας πολιτισμός» και έτσι το αποφάσισα (σ.σ. πρωτοπαρουσιάστηκε το περασμένο καλοκαίρι στη Μήλο). Η παράσταση έχει να κάνει και με τον ψυχισμό μας και πώς το επικοινωνούμε και μεταξύ μας – ο μουσικός κι εγώ.

Εδώ ο σκοπός ταυτίζεται με το μέσο. Σκοπός λοιπόν είναι η ευδαιμονία που λέει και ο Αριστοτέλης. Σκοπός εδώ είναι να ακουστεί ο Ομηρος και το μέσο είναι ο Ομηρος. Για εμένα αυτό αποκτά μια αρετή, νιώθω ότι κάνω κάτι σωστό».

 

Κεφάλαιο «τηλεόραση»: Η αρχή έγινε πέρυσι με τον «Σιωπηλό δρόμο» στο Mega. Εφέτος ο Μαθιός στον «Σασμό»…

«Η τηλεόραση ήρθε να συμπληρώσει αυτά που κάνω στο θέατρο αλλά και στον κινηματογράφο, με την υποκριτική του οποίου ασχολούμαι κάπου είκοσι χρόνια. Εχω δημιουργήσει μια τεχνική.

Τώρα αυτό που συμβαίνει με τον «Σασμό» στον Alpha και τον Μαθιό είναι κάτι πρωτόγνωρο. Νομίζω ότι το κοινό αντιλαμβάνεται πως υπάρχει δουλειά πίσω από αυτή την ιστορία.

Προσωπικά είναι σαν έχω κάνει διατριβή πάνω στους αρνητικούς ήρωες (σ.σ. «Ροντβάιλερ», «Λα Τσούνγκα»). Βρίσκω στους ανθρώπους αυτούς την ευαισθησία τους και αντιλαμβάνομαι πάντα ότι λόγω της υπερβολικής ευαισθησίας έγιναν τόσο σκληροί. Οι τηλεθεατές ακόμα δεν πιστεύουν ότι ο Μαθιός είναι φονιάς. Αν μπει φυλακή ο Μαθιός, νομίζω πως θα έρθει όλος ο κόσμος να τον υπερασπιστεί. Και εγώ παίζω πάντα με αυτή την αντίφαση».

 

Δηλαδή;

«Θεωρώ ότι όλοι οι θεατές είναι πανέξυπνοι, ξέρουν, καταλαβαίνουν. Δεν νιώθω την ανάγκη να τους περιγράψω κάτι. Κάνω όπως θα έκανα εγώ. Η κινηματογραφική υποκριτική αγγίζει πάρα πολύ το στανισλαφσκικό παίξιμο, ένα παίξιμο στο οποίο είχα κάνει πολλή δουλειά με την Ελένη Σκόττη. Το μαγικό «εάν»: «Εάν» εγώ ήμουν αυτός, «εάν» εγώ ήμουν ο δολοφόνος, δεν θα το καταλάβαινες. Είναι ένα κράμα ανάμεσα σε εμένα και εκείνον, δεν προσποιούμαι έναν χαρακτήρα, δεν τον ψάχνω».

Tempus Verum-Εν Αθήναις: «Εκτορος κάθαρσις», κάθε Σάββατο & Κυριακή (20.00) & από 29/11 κάθε Δευτέρα & Τρίτη, «Νιζίνσκι» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λάλου