Η Μασουμέ Γουλαμί είναι αναγνωρίσιμη στο Αφγανιστάν. Παρουσίαζε επί επτά χρόνια δελτία ειδήσεων σε κανάλι στην Καμπούλ. Οταν η αφγανική πρωτεύουσα έπεσε στα χέρια των Ταλιμπάν στις 15 Αυγούστου, η Μασουμέ δεν ξαναπήγε στη δουλειά. Είναι δημοσιογράφος, γυναίκα και σιίτισσα – και τα τρία ασυγχώρητα για τους Ταλιμπάν. «Ακόμη και πριν να έρθουν οι Ταλιμπάν, δεχόμουν απειλές για τη ζωή μου» λέει στο «Βήμα», που τη συνάντησε την Τετάρτη σε ξενοδοχείο στην Αθήνα.

Η 29χρονη Μασουμέ, που ήρθε στην Ελλάδα με τα τρία παιδιά της (12, 7 και 3 ετών), ξέρει από δυσκολίες. «Οι γυναίκες δημοσιογράφοι έχουν πολλά προβλήματα στο Αφγανιστάν. Στον άνδρα μου δεν άρεσε η δουλειά μου, γι’ αυτό χωρίσαμε. Η θέση μου έγινε ακόμη χειρότερη, χωρισμένη με τρία παιδιά» λέει.

Με την αγωνία του θανάτου

Μόλις κατέλαβαν οι Ταλιμπάν την Καμπούλ, η ζωή της κατέρρευσε. Κλείστηκε στο σπίτι με τα παιδιά. Τις λίγες φορές που αναγκάστηκε να βγει έξω για να αγοράσει τρόφιμα φόρεσε μπούρκα για να μην την αναγνωρίσουν. Αντιλήφθηκε ότι γύρω της στην Καμπούλ υπήρχαν οπαδοί των Ταλιμπάν που κρατούσαν χαμηλό προφίλ και όταν η πόλη έπεσε φανερώθηκαν. Φοβόταν ότι ανά πάσα στιγμή κάποιος από αυτούς θα υποδείκνυε το σπίτι της και θα τη δολοφονούσαν.

Απελπισμένη, επικοινώνησε με τη Διεθνή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (IFJ). Αρχικά αρνήθηκαν να τη βοηθήσουν, όμως, αφού επαλήθευσαν τα στοιχεία της, επανήλθαν για να τη φυγαδεύσουν από τη χώρα επειδή διέτρεχε κίνδυνο. Ο σύνδεσμός της ήταν κάποιος «Τζέρεμι».

Τον ίδιο σύνδεσμο είχε και η Σάρα Τουργκάν, επίσης δημοσιογράφος, την οποία συνάντησε «Το Βήμα» στην Αθήνα όπου βρίσκεται με τον άνδρα της, μηχανικό, και την πεντάχρονη κόρη τους. Η 31χρονη Σάρα, που κατάγεται από το Γκαζνί, νότια της Καμπούλ, ήταν παιδί την πρώτη φορά που κατείχαν οι Ταλιμπάν το Αφγανιστάν (1996-2001). Οι γονείς της, γιατροί και οι δύο, πήραν την οικογένεια και εγκαταστάθηκαν στο Πακιστάν. Οταν επέστρεψαν στο Αφγανιστάν, η Σάρα σπούδασε Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Χεράτ.

Για περίπου 10 χρόνια εργάστηκε στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο και σε εφημερίδα, πραγματοποιώντας ρεπορτάζ για τα εγκλήματα των Ταλιμπάν. Οι απειλές κατά της ζωής της ήταν τόσες που αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Οταν οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την Καμπούλ τον Αύγουστο, η Σάρα κρύφτηκε. Οι Ταλιμπάν έψαχναν σπίτι-σπίτι και αν την έβρισκαν θα τη σκότωναν καθώς και εκείνη έχει διαπράξει «τριπλό έγκλημα»: γυναίκα, δημοσιογράφος και σιίτισσα.

Η οδύσσεια της φυγής

Κάποια στιγμή, τόσο η Μασουμέ όσο και η Σάρα έλαβαν το πολυπόθητο μέιλ από την IFJ με έναν κωδικό και έναν αριθμό τηλεφώνου.

Η Μασουμέ, φορώντας μπούρκα, και τα τρία παιδιά της ταξίδεψαν με δημόσια λεωφορεία μέχρι το Μαζάρ-ι-Σαρίφ, μια πόλη στο Βόρειο Αφγανιστάν, για να αναχωρήσουν από το εκεί αεροδρόμιο από τη χώρα γιατί ήταν αδύνατον από το αεροδρόμιο της Καμπούλ.

Στο αεροδρόμιο του Μαζάρ οι Ταλιμπάν την παρενόχλησαν. «Πού είναι ο άνδρας σου;» τη ρωτούσαν, της άνοιξαν τις βαλίτσες και πέταξαν τα ρούχα της και των παιδιών της, επιτρέποντάς τους να πάρουν μόνο δυο αλλαξιές ο καθένας σε μια σακούλα.

Τη Σάρα, που τόλμησε να βγει με μαντίλα (όχι μπούρκα) για να καλύψει πορεία στην Καμπούλ μετά την κατάληψή της το καλοκαίρι, οι Ταλιμπάν τη χτύπησαν και της έσπασαν το κινητό. Κάποια στιγμή ήρθε το πολυαναμενόμενο τηλεφώνημα για να φύγει και εκείνη, μαζί με την οικογένειά της, για το Μαζάρ-ι-Σαρίφ. «Δεν φύγαμε επειδή είχαμε δυσκολίες. Με τα προβλήματα παλεύαμε και πριν από τους Ταλιμπάν. Φύγαμε επειδή απειλούσαν τη ζωή μας» λέει η Σάρα.

Ο άνδρας και η κόρη της είχαν διαβατήριο, της ίδιας είχε λήξει. Πήγε πολλές φορές να το ανανεώσει στην Καμπούλ, αλλά οι Ταλιμπάν την έδιωχναν. Ωσπου μια φορά πέτυχε έναν υπάλληλο από το προηγούμενο καθεστώς που δέχθηκε να βάλει μια υπογραφή και να το προχωρήσει. Ομως το τηλεφώνημα για να φύγει από τη χώρα ήρθε πριν από το νέο διαβατήριο. Η Σάρα δεν κατάλαβε ποτέ πώς κατάφερε να μπει στο αεροπλάνο για την Τιφλίδα, δεν πρόσεξαν οι Ταλιμπάν ότι το διαβατήριό της είχε λήξει ή μέτρησε περισσότερο η βίζα που διέθετε;

Από τη Γεωργία οι δύο δημοσιογράφοι επιβιβάστηκαν σε ένα αεροπλάνο για την Αθήνα που μετέφερε και άλλες γυναίκες που είχαν απεγκλωβιστεί από το Αφγανιστάν. Και οι δύο λυπούνται όσους έμειναν πίσω και ανησυχούν για τους γονείς και τους υπόλοιπους συγγενείς τους που βρίσκονται στο Αφγανιστάν. Καμιά τους δεν θέλει να μείνει στην Ελλάδα, ελπίζουν να εγκατασταθούν στον Καναδά ή στις ΗΠΑ.

Διεθνής αλυσίδα βοήθειας και αλληλεγγύηςΔιεθνής αλυσίδα βοήθειας και αλληλεγγύης

«Ζητούμε από τον κόσμο να μην αναγνωρίσει την κυβέρνηση των Ταλιμπάν. Το Αφγανιστάν έχει πέσει στα χέρια ανθρώπων που το μόνο που ξέρουν είναι να καταστρέφουν» λέει η Σάρα. Δίπλα της, η πεντάχρονη κόρη της δεν αφήνει από τα χέρια της μια ροζ ομπρέλα με ήρωες της Disney που της αγόρασε η ΕΣΗΕΑ, η οποία έχει αναλάβει τις δύο δημοσιογράφους και τις οικογένειές τους για έξι μήνες, έως ότου ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για την αναχώρησή τους.

Η Μαρία Συρεγγέλα, υφυπουργός Εργασίας αρμόδια για θέματα οικογενειακής πολιτικής και ισότητας των φύλων, περιγράφει στο «Βήμα» τις δυσκολίες της επιχείρησης απεγκλωβισμού από το Αφγανιστάν. «Η πρώτη απόπειρα έγινε την ημέρα που πραγματοποιήθηκε η τρομοκρατική επίθεση στο αεροδρόμιο της Καμπούλ» λέει. Τελικά, με διάφορους τρόπους και με διαφορετικές πτήσεις συγκεντρώθηκαν στην Τιφλίδα Αφγανές που κατείχαν θέσεις ευθύνης και κινδύνευε η ζωή τους και από εκεί ήρθαν στην Ελλάδα. «Φιλοξενούμε τη νεότερη βουλευτίνα του Αφγανιστάν, την πρώην υπουργό Εργασίας, δικαστίνες που τις κυνηγούσαν οι κρατούμενοι που είχαν καταδικάσει και απελευθέρωσαν οι Ταλιμπάν» προσθέτει η κυρία Συρεγγέλα.

Πολύ ενεργή συμμετοχή στην επιχείρηση είχε «Η Μέλισσα», το δίκτυο μεταναστριών στην Ελλάδα. «Μόλις οι Ταλιμπάν κατέλαβαν το Αφγανιστάν, πήραμε την πρωτοβουλία να ζητήσουμε από το ΥΠΕΞ να έρθουν στην Αθήνα 150 γυναίκες με προφίλ που κινδύνευαν» λέει στο «Βήμα» η Ναντίνα Χριστοπούλου, ανθρωπολόγος και συνιδρύτρια του δικτύου «Η Μέλισσα». «Βρήκαμε ανταπόκριση και πήρε μορφή μια διεθνής αλυσίδα στην οποία συμμετείχαν κυβερνήσεις και οργανώσεις», όπως της Χίλαρι Κλίντον στις ΗΠΑ και της βαρόνης Χελένα Κένεντι στη Βρετανία.

«Η προσπάθεια δεν έγινε μόνο για τη διάσωση ευάλωτων γυναικών, αλλά και για τη διάσωση του έργου που έχουν επιτελέσει για τη δημιουργία μιας δημοκρατικής χώρας. Οι γυναίκες αυτές εκτέθηκαν με κίνδυνο της ζωής τους και η διεθνής προσπάθεια και αλληλεγγύη για τον απεγκλωβισμό τους ήταν πρωτοφανής» τονίζει η κυρία Χριστοπούλου.