Το θεσμικοπολιτικό δίλημμα που σύντομα θα αντιμετωπίσει η χώρα μας – ή να ακυρώσει την επόμενη λαϊκή ετυμηγορία, που θα καταγραφεί με αναλογικό σύστημα, ή να αναζητήσει συμμαχικές κυβερνήσεις – τροφοδοτεί έναν γόνιμο διάλογο. Ωστόσο με το άρθρο του στο «Βήμα» της 21/10, με το οποίο ο φίλος Δ. Ψυχογιός αντικρούει τα εναντίον των συγκυβερνήσεων επιχειρήματα που διατύπωσα στη ίδια εφημερίδα μία εβδομάδα νωρίτερα, με έφερε σε δύσκολη θέση. Οχι για την – καλοδεχούμενη – αντιγνωμία. Αλλά επειδή, αν προτάξω στην ανταπάντησή μου το ότι τον θαύμαζα – για το ήθος της γραφίδας του – πριν ακόμη τον γνωρίσω, θα θεωρηθεί «εξοφλητική φιλοφρόνηση», ανταπόδοση των εξαιρετικά κολακευτικών για μένα χαρακτηρισμών του.

Επί της ουσίας, όμως, φοβάμαι πως αλλού μεν αγνόησε, παρανόησε ή υποβάθμισε την επιχειρηματολογία μου, αλλού δε «πρωτογενώς» εμφανίζει πλεονεκτήματα των συγκυβερνήσεων μάλλον φανταστικά. Ειδικότερα:

ΠΡΩΤΟΝ. Θεωρεί πραγματολογικό λάθος μου τον ισχυρισμό «πως στην Ευρώπη του 20ού αιώνα δεν αναφέρεται κατάρρευση ή ανατροπή δημοκρατίας εκεί όπου υπήρχε μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία και αυτοδύναμη κυβέρνηση…». Και αυτό διότι το 1909 στην Ελλάδα ανετράπη η κυβέρνηση Θεοτόκη. Εν προκειμένω δεν θα πω πως χρησιμοποίησα τον όρο «Ευρώπη», ως συχνά συμβαίνει, σε αντιδιαστολή προς την Ελλάδα. Ούτε πως αναφερόμουν σε δημοκρατίες με εκλογές όπου συγκρούονταν κόμματα – ενώ έως το 1926, οπότε είχαμε για πρώτη φορά εκλογές με ψηφοδέλτιο, στη χώρα μας στήνονταν προσωποπαγείς κάλπες, χωριστές για κάθε βουλευτή, άρα αυτά που ονομάζονταν «ενιαία κόμματα» στην πραγματικότητα ήταν χαλαρές συνομοσπονδίες τοπαρχών και τοπικών κομμάτων (το τρικουπικό / θεοτοκικό κόμμα λίγο λιγότερο, είναι αλήθεια).

Ομως το Κίνημα του 1909, τύπου προνουνσιαμέντου όπου ο στρατός δεν καταλαμβάνει την εξουσία, δεν οδήγησε σε διάλυση αλλά σε ποδηγέτηση του κοινοβουλίου. Παρήγαγε ένα ολιγόμηνο υβριδικό καθεστώς μεταξύ δικτατορίας και δημοκρατίας και συντομότατα η εξουσία επεστράφη στον λαό και τους πολιτικούς. Ακόμη όμως και αν θεωρήσουμε πως εγκαθιδρύθηκε δικτατορία, υπάρχει μεγαλύτερο επιχείρημα υπέρ της διασύνδεσης μεταξύ της απουσίας μονοκομματικών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών και του εύτρωτου της δημοκρατίας από αυτό; Το γεγονός δηλαδή πως μιλάμε για έναν αιώνα με αναρίθμητες καταρρεύσεις δημοκρατιών στην ήπειρό μας και για να βρούμε ΜΙΑ περίπτωση που αυτό να συνέβη με μονοκομματική κυβέρνηση, πρέπει να πάμε σε ένα μικρό βασίλειο στην άκρη της βαλκανικής στις αρχές του αιώνα; (Τούτου δοθέντος, φυσικά και δεν ισχυρίζομαι πως οι συγκυβερνήσεις – δηλαδή τα αναλογικά συστήματα που τις παράγουν – οδηγούν νομοτελειακά σε δικτατορίες. Για να καταρρεύσει μια δημοκρατία χρειάζονται πρόσφορες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, όπως στον Μεσοπόλεμο, όταν ο Π. Βαλερί έγραψε «στην εποχή μας η τυραννία έγινε μεταδοτική, όπως ήταν άλλοτε η ελευθερία». Αλλά δεν είναι καταφανής η θετική συσχέτιση;)

ΔΕΥΤΕΡΟΝ. Ουδεμία απάντηση δίνει στην παρατήρησή μου πως στις σύγχρονες «αναλογικές δημοκρατίες» ή υπάρχουν κυβερνήσεις κοινοβουλευτικής μειοψηφίας με ανοχή τμήματος της αντιπολίτευσης – «αρνητικός κοινοβουλευτισμός» – ή ακολουθούν πολύμηνες μετεκλογικές διαπραγματεύσεις. Στην Ελλάδα το μεν ένα αποκλείεται από την πολιτική κουλτούρα (φρικτή η μοναδική εμπειρία, του 1932), το δε άλλο από το Σύνταγμα.

ΤΡΙΤΟΝ. Ουδόλως προβληματίζεται από το ότι συχνά οι «αναλογικές δημοκρατίες» είτε οδηγούν σε αδόκητες, ετερόκλητες, έως «παρά φύσιν» συγκυβερνήσεις (κυβέρνηση Τζαννετάκη, κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου) είτε με την ίδια λαϊκή ετυμηγορία δίνουν κυβερνητικά σχήματα τελείως αντίθετου ιδεολογικού προσανατολισμού. Π.χ. στη Γαλλία η ίδια Βουλή έδωσε τις κυβερνήσεις Πινέ και Μαντές – Φρανς ή Λεό Μπλουμ και Πετέν, παρ’ ημίν δε με την ίδια λαϊκή ψήφο το 1950 πρωθυπούργευσαν ο κομμουνιστοφάγος Σοφ. Βενιζέλος και ο συμφιλιωτής Ν. Πλαστήρας. Αλλά και ουδεμία αναφορά κάνει στην εθνική ιστορική μας εμπειρία, που ανέδειξα, για το εξαιρετικά βραχύβιο των συγκυβερνητικών σχημάτων και τη συνακόλουθη ακυβερνησία ή έστω πολιτική ρευστότητα (που αποτρέπει επενδύσεις).

Αντιθέτως ο φίλος συνάδελφος εστιάζει στον παραλογισμό του πλειοψηφικού μπόνους που παρέχεται στη χώρα μας. Ουδείς ωστόσο έχει όσο εγώ – σε πλήθος συγγραμμάτων – αναδείξει τις δυσλειτουργίες των πλειοψηφικών λογικών, ιδιαίτερα όταν αυτές δεν αφορούν μονοεδρικές περιφέρειες αλλά την επικράτεια, κάτι που ευνοεί την ακραία πόλωση. Παγίως υποστηρίζω – εκτός βέβαια αν υιοθετήσουμε παραλλαγή του γερμανικού συστήματος που έχει άλλα πλεονεκτήματα – την ανάγκη ενός αναλογικού συστήματος πλειοψηφικής κλίσεως («disrepresentative proportional system, systeme proportionnel a vocation majoritaire ή a faible proportionnalite»), ικανού να αποτυπώνει, χωρίς πλειοψηφικά δώρα, – και – τη διαφορά μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων.

Το πιο εκπληκτικό όμως είναι πως ο Δημήτρης Ψυχογιός συνδέει – με ποια λογική άραγε; – την «πλειοψηφική δημοκρατία» που είχαμε το μεγαλύτερο μέρος της Μεταπολίτευσης με την οικογενειοκρατία, την κυριαρχία τριών οικογενειών. Λες και συμβαίνει κάτι τέτοιο στη ΜΒ, όπου επίσης έχουν πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό… Λες και στις αναλογικές βουλές του 1946 και του 1950 δεν είχαμε πλήθος γόνων (Τσαλδάρηδες, Θεοτόκηδες, Βενιζέλους, όλοι αυτοί πρωθυπούργευσαν στην περίοδο 1946-1951, Κανελλόπουλους και άλλους ων ουκ έστιν αριθμός…).

Τέλος, σε σχέση με τις αναφορές του στη Βουλή του 1926 υπήρξε ακριβώς η αδυναμία της να παραγάγει βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα η οποία οδήγησε στην επάνοδο του – αυτοχαρακτηρισθέντος «κοινοβουλευτικού δικτάτορα» – Ελ. Βενιζέλου.

Συμπέρασμα: Καλές οι θεωρίες περί ισοδυναμίας της ψήφου, αλλά πολύ συχνά στρώνουν τον δρόμο προς την κόλαση.

*Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.