Πάνω από τη λεωφόρο ΝΑΤΟ, τον Ασπρόπυργο, μόλις μισή ώρα από την Ομόνοια, τα φώτα της πόλης σταματούν και τη θέση τους παίρνουν οι λάμπες από τα εργοστάσια.

Λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από την «καρδιά» του κέντρου, το ρεύμα και το νερό παύουν να είναι για όλους δημόσιο αγαθό.

Πίσω από ένα παλιό εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, εκεί που θεωρείς πως σταματά ο δρόμος, βρίσκεται ο καταυλισμός του Σοφού.

Είναι λίγο μετά τις 6μιση το απόγευμα και ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει, φωτίζοντας ακόμα ίσα ίσα για όσους τρέχουν να μαζέψουν τα τελευταία ξύλα για να ανάψουν μια φωτιά να ζεσταθούν ή για να έχουν κάποιο φωτισμό.

Ο ήχος από τις γεννήτριες που χρησιμοποιούν οι -πιο τυχεροί- Ρομά για να έχουν ηλεκτρισμό καλύπτει τα πάντα, ακόμα και τις φωνές των παιδιών που συνεχίζουν να παίζουν με τους φίλους τους.
Τέτοια ώρα συνήθως τα παιδιά διαβάζουν και ετοιμάζονται για την αυριανή μέρα στο σχολείο, όμως όχι για τα παιδιά του Σοφού.

Μια σπασμένη καρέκλα για προσάναμμα

Είχε πριν λίγες ώρες μόλις βρέξει και ο καταυλισμός ήταν βυθισμένος στις λάσπες. Τα κομμάτια τσιμέντου που αποτελούν τη βάση των «κατοικιών» ήταν το μόνο που εμπόδιζε το χώμα να εισχωρήσει στα σπίτια.

Κάποια κομμάτια ξύλα και νάιλον αποτελούν τα κύρια «οικοδομικά υλικά» υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένα τα περισσότερα σπίτια.

Δύο κομμάτια από πλατιά και λεπτά φύλα μελαμίνης σκεπάζουν την οροφές, τα οποία από την έντονη βροχόπτωση έχουν μουλιάσει και η υγρασία ένα εμφανής, με αποτέλεσμα κάθε έξι τουλάχιστον μήνες να θέλουν άλλαγμα.

Μια σόμπα φτιαγμένη με λαμαρίνες στη μέση του κτίσματος επιχειρεί να ζεστάνει τουλάχιστον 10 άτομα μέσα σε αυτό. Λίγο μπροστά της ένα κομμάτι από μια σπασμένη καρέκλα η οποία στα επόμενα λεπτά θα πεταχτεί στη φωτιά.

«Η καρέκλα έχει σπάσει και για να μην την πετάξουμε τη βάζουμε κομμάτια κομμάτι μέσα, βάζουμε δυο ξύλα να πάρει φωτιά, να ζεσταθούμε όλοι».

Πάνω σε αυτήν, μια τσίγκινη νταμιτζάνα με νερό, για να ζεσταθεί και να πλυθούν.

Ένα λεπτό καλώδιο τους συνδέει με τον ηλεκτρισμό, συνδεδεμένο από την μια άκρη με μια μπαταρία και από την άλλη με μια γεννήτρια κάποιου γείτονα από την οποία δανείζονται ρεύμα.

Το νερό αποτελεί πολύτιμο αγαθό για τους Ρομά που ζουν τους καταυλισμούς της Αθήνας. Σηκώνονται το πρωί και τραβάνε μέχρι την αγορά με τα πόδια για να αγοράσουν νερό, καθώς ο δήμος Ασπροπύργου δεν έχει μεριμνήσει για αυτό.

Δημόσια παιδεία για όλους;

Τα παιδιά του καταυλισμό του Σοφού δεν πάνε όλα σχολεία. Και αυτό όχι γιατί δεν θέλουν ή δεν μπορούν, αλλά γιατί οι αντικειμενικές συνθήκες και ο ρατσισμός το κάνουν πολύ δύσκολο για αυτά.

«Τα περισσότερα παιδιά δεν πάνε στο σχολείο, γιατί οι περισσότεροι κάνουν παράπονα. Τσακώνονται, τα βαράνε, τα βρίζουνε και μετά τα παιδιά μας φοβούνται. Δεν έχουμε ένα σχολείο εδώ δικό μας να πάνε τα παιδιά».

«Αρχικά δεν έχουν νερό να πλυθούν τα παιδιά. Δεν έχουμε νερό να κάνουν μπάνιο, δεν έχουμε νερό να πλύνουμε τα ρούχα τους. Πώς θα πάνε σχολείο;».

«Το κράτος δεν μας θέλει. Καλά είναι έτσι να φάμε μια φασολάδα και μια μακαρονάδα» λέει η μαμά μιας οικογένειας».

«Η ζωή των παιδιών εδώ πέρα είναι άσχημη» αναφέρει ένας πατέρας. «Μας έχουνε κάνει για τα σκουπίδια. Ο λαός δεν το βλέπει αυτό το πράγμα να βάλει στη σειρά τα παιδάκια; Ένα ζεστό φαγητό, κάτι. Τώρα τα παιδάκια αυτά τον χειμώνα θα βρέχει, θα τρέχουν λάσπες, αλλά θα πρέπει να κοιμηθεί μέσα σε αυτή τη κουβέρτα».

Κρύβουν την καταγωγή τους γιατί φοβούνται

«Ξεκινάς από το -1.000, το μείον 100, να βιώνεις ρατσισμό και κακουχίες, να ζεις στο περιθώριο και μόλις φτάνεις στο 0 να έχει κουραστεί. Πόσα παιδιά δεν αποκαλύπτουν την καταγωγή τους όταν πιάνουν μια δουλειά και ακούνε τους γύρω τους να μιλάνε υποτιμητικά για τους Ρομά και να μην μπορούν να πούνε τίποτα;» μου λέει ο πρόεδρος της Ελλάν Πασσέ, Βασίλης Πάντζος.

Σύμφωνα με τον ίδιο ο πληθυσμός των Ρομά αυξάνεται περίπου 15% κάθε χρόνο, τονίζοντας πως είναι αδήριτη ανάγκη να παρθούν άμεσα για τους καταυλισμούς και τους κατοίκους τους, να δοθούν άδειες να χτιστούν σπίτια και να αναγνωριστούν οι Ρομά ως δημότες του Ασπροπύργου.

«Έλληνες είμαστε. Εδώ μεγαλώσαμε. Δεν ήρθαμε τώρα τα τελευταία χρόνια. Έχουμε συμβάλλει στην ανάπτυξη της μουσικής, είμαστε τεχνίτες εργάτες γης, στις λαϊκές αγορές», αναφέρει.

«Αν έχεις πέντε παιδιά που πεινάνε και δεν σε παίρνει κανείς στη δουλειά γιατί είσαι τσιγγάνα, δεν ξέρεις και γράμματα, χώρισες κιόλας γιατί παντρεύτηκες μικρή, δεν θα μπεις στο σουπερμάρκετ να κλέψεις ή να πάρεις πάνε ή γάλα για το παιδί σου; Αφού ζητιανεύεις, ψάχνεις δουλειά και κανένας δεν σε βοηθάει;».

Σε δύο περιπτώσεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων διαπίστωσε ότι η Ελλάδα παραβιάζει τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη με την πολιτική της έναντι των Ρομά στον τομέα της στέγασης.
Ο πληθυσμός των Ρομά στην Ελλάδα πιστεύεται ότι ανέρχεται σύμφωνα με το κράτος στους 110.000, ενώ γύρω στους 200.000-300.000 ανθρώπους σύμφωνα με άλλους φορείς.

«Ούτε νεκρούς δεν μας θέλουν»

Το πένθος είναι εμφανής στον κάθε έναν στον καταυλισμό.

Το σκοτάδι έχει σκεπάσει τα πάντα και το φως των εργοστασίων του Ασπροπύργου στο βάθος φωτίζουν από μακριά τον καταυλισμό.

Τα κτίσματα με τις λάμπες από τις γεννήτριες και τις φωτιές φαίνονται σαν μικρές πυγολαμπίδες.

Σε ένα από αυτά και η οικογένεια του Νίκου Σαμπάνη, του 18χρονου Ρομά που σκοτώθηκε από αστυνομικά στο Πέραμα, έπειτα από καταδίωξη.

Το κλίμα βαρύ. Η μητέρα του, η Μαρία με τα μάτια δακρυσμένα και ανέκφραστη, προσπαθεί να καταλάβει γιατί της στέρησαν τον γιο της. Στο πλευρό της η νύφη της Τασία, να της δίνει δύναμη μαζί με τα μικρά της εγγόνια.

Ο Νίκος δεν μπόρεσε να ταφεί στον Ασπρόπυργο, καθώς ο δήμος δεν αναγνωρίζει τους Ρομά ως δημότες του. Το μόνο που ζήτησαν από τον δήμαρχο, ήταν να στείλει μια μπουλντόζα να ισιώσει ο δρόμος ώστε να μπορέσουν να περάσουν με τη σορό του γιου τους.

«Πήραμε τον δήμο να μας φτιάξει τον δρόμο εδώ, έστω 500 μέτρα διαδρομή. Περιμέναμε ώρες μέχρι που τελικά μας βοήθησαν κάποια παιδιά ξένα. Ο δήμος Ασπροπύργου ούτε νεκρούς δεν μας θέλει» λέει με ψυχραιμία ο πατέρας του 18χρονου.

«Κοιμόμαστε, ξυπνάμε, σκεφτόμαστε τον Νίκο. Κλαίμε, όμως λίγο κουράγιο μας δίνουν τα παιδιά. Η δικαιοσύνη είναι το μόνο που θέλουμε. Να μπούνε μέσα αυτά τα 7 άτομα».

«Να βγει όλη η αλήθεια, να ξαναπεράσουν εισαγγελέα, όχι με τα ψέματα τους να βγούνε έξω. Και σκοτώσανε και τους αφήσανε έξω;» ξεσπά η μητέρα του. «Εναν σκύλο σκοτώνουνε και μπαίνουν μέσα για 10 χρόνια και εδώ που έφυγε ολόκληρη ψυχή, που άφησε τρία παιδιά πίσω και μια έγκυο γυναίκα, τους άφησαν να γυρίσουν πάλι πίσω στη δουλεία τους; Γιατί; Για να σκοτώσουν κι άλλα παιδιά;».

«Όπως θα σαπίσει ο Νίκος στο χώμα, να σαπίσουν κι αυτή στη φυλακή» λέει εξαγριωμένη η θεία του Νίκου.

«Το βράδυ ο γιος του έκλαιγε, τον ζητούσε»

«Κάθε λίγο και λιγάκι είμαστε με το δάκρυ στο μάτι» λέει ο πατέρας του Νίκου. «Το βράδυ κοιμήθηκε ο γιος του και ξύπνησε κλαίγοντας γιατί ζητούσε τον μπαμπά του. Θα έρθει του έλεγα, είναι στη δουλεία. Όλη τη νύχτα ο μικρός φώναζε τον πατέρα του», λέει ο πατέρας του με δάκρια στα μάτια.

Μια εικόνα του Νίκου περνάει από χέρι σε χέρι.

Ο πατέρα του στο κινητό του έχει αποθηκευμένο ακόμα ένα βίντεο του Νίκου που δουλεύει στο μηχανουργείο και φωνάζει στη γλώσσα του «πεινάω».

«Εγώ τι θα πάρω αγκαλιά;»

«Ο γιος μου δεν ήταν κλέφτης» λέει η μάνα με τα μάτια της να αδυνατούν να στεγνώσουν. «Ζούσε με τα παιδιά του και δεν οδηγούσε καν. Αυτό του το χρεώσανε. Θα μπορούσαν να τον πιάσουν και να τον βάλουν φυλακή, όχι να τον σκοτώσουν εν ψυχρώ. Ο νόμος είναι νόμος. Θέλω δικαιοσύνη μόνο για τον Νίκο».

«Όταν αφέθηκε ελεύθερος ο αστυνομικός η μητέρα του τού είπε ‘’έλα παιδάκι μου να σε πάρω αγκαλιά’’. Εγώ τι θα πάρω αγκαλιά; Την φωτογραφία του; Ένα συγγνώμη δεν ζητήσαν από τον Νίκο».

«Δεν ήταν αλήτης. Είχε τα παιδιά του, δούλευε ακόμα και για 5 ευρώ για να τα ταΐσει, να πάρει ένα γάλα. Τον φάγανε μπαμπέσικα. Να πάει ένας φυλακή, να ηρεμήσει η ψυχούλα του».