Η συζήτηση για την οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία – αν και η πανδημία δεν είναι ακόμη παρελθόν – συνδέεται άρρηκτα με την επιστροφή στην ασφαλή κατανάλωση, η οποία προϋποθέτει τόνωση της εμπιστοσύνης του καταναλωτή που κλονίσθηκε τα τελευταία δύο χρόνια, σε κάποιους τομείς περισσότερο, λόγω των έκτακτων συνθηκών, π.χ. μη επιστροφή προκαταβολών ή αξίας εισιτηρίων σε χρήμα.

Η «χρυσή» ευκαιρία είναι να αντιμετωπιστούν, κατά την επανεκκίνηση, κενά στην προστασία του καταναλωτή, τα οποία βγήκαν στην επιφάνεια κατά την έξαρση της πανδημίας: Μεταξύ αυτών, η μαζική διαμόρφωση στοχευμένων καταναλωτικών προφίλ, η συλλογή προσωπικών δεδομένων μέσα από παραπλανητικές ή επιθετικές πρακτικές, αυτοματοποιημένες (μέσω αδιαφανούς αλγορίθμου), αθέμιτες παρεμβάσεις στην κατάταξη προϊόντων ή υπηρεσιών από μηχανές αναζήτησης, αλλοίωση κριτικών και σχολίων για την προώθηση προϊόντων ή υπηρεσιών.

Αυτό που διαπιστώνουμε στο ευρωπαϊκό δίκαιο της προστασίας του καταναλωτή είναι ότι το θεσμικό πλαίσιο «τρέχει», ανεπιτυχώς, πίσω από τις τεχνολογικές εξελίξεις: Τα τελευταία δύο χρόνια τέθηκαν σε ισχύ δύο Οδηγίες (2019/2161 και 2019/770) για την ψηφιακή αγορά και, πριν ακόμη ενσωματωθούν στις εθνικές έννομες τάξεις, έχουν ανακοινωθεί νέοι κανόνες (Πρόταση Κανονισμού για την Ψηφιακή Αγορά και τις Ψηφιακές Υπηρεσίες, για την τεχνητή νοημοσύνη και Νέο Θεματολόγιο για τους Καταναλωτές).

Η πανδημία κατέδειξε την ανάγκη πληρέστερης προστασίας του καταναλωτή, ο οποίος μειονεκτεί περισσότερο στο ψηφιακό περιβάλλον, πολύ περισσότερο όταν είναι ευάλωτος. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος απαιτούνται:

1. Συγκεκριμένοι κανόνες διαφάνειας στη λειτουργία των ισχυρών παραγόντων της ψηφιακής αγοράς και εποπτεία στην εφαρμογή τους: Των μηχανών αναζήτησης, των επιγραμμικών πλατφορμών, π.χ. Amazon και των αλγορίθμων, των ψηφιακών διαμεσολαβητών.

2. Θέσπιση σαφών υποχρεώσεων των επιγραμμικών αγορών έναντι των καταναλωτών, λογοδοσία τους και ευθύνη, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, συνήθως, καταναλωτές δεν είναι αντισυμβαλλόμενοί τους: Δεν είναι ανεκτή η άντληση άμεσων ή έμμεσων οφελών από τις πλατφόρμες χωρίς θεμελίωση ευθύνης, όπου παραβιάζεται η καταναλωτική νομοθεσία.

3. Στοχευμένη ενίσχυση της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία έχουν πλέον αναγνωρισθεί ως νόμιμη αντιπαροχή σε ψηφιακές συμβάσεις. Το γεγονός αυτό οδήγησε, αρκετά συχνά, σε ανεξέλεγκτη οικονομική αξιοποίηση καταναλωτικών προφίλ στην υπηρεσία της άμεσης ή έμμεσης διαφήμισης, κατά τρόπο αντίθετο προς τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του καταναλωτή.

Ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται, επίσης, η ενίσχυση του ρόλου της εξωδικαστικής επίλυσης των σχετικών διαφορών, με ψηφιακές διαδικασίες, αλλά και η δημιουργία ενός δικτύου διαρκούς συνεργασίας των φορέων εξωδικαστικής επίλυσης με τα αρμόδια εποπτικά όργανα και τις εμπλεκόμενες Ανεξάρτητες Αρχές, π.χ. Συνήγορος του Καταναλωτή, Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Επιτροπή Ανταγωνισμού και τη Γενική Γραμματεία καταναλωτή, ιδίως τη Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου της Αγοράς.

Και, βεβαίως, απαιτείται επαναξιολόγηση των βασικών αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου της προστασίας του καταναλωτή: Η προστασία των δικαιωμάτων του καταναλωτή πρέπει να έχει την αυτοτελή θέση που της αρμόζει και όχι να αποκτά σημασία, όταν η προσβολή τους συνιστά παράλληλα περιορισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού.

 Η κυρία Αθηνά Ι. Κοντογιάννη είναι
λέκτορας της Νομικής Σχολής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, τέως αναπληρώτρια Συνηγόρου Καταναλωτή.