Είναι γνωστό ότι μετά τις εκτεταμένες πυρκαγιές, όπως αυτές που βιώσαμε στη χώρα μας το τελευταίο δεκαήμερο, οι μεγάλες καμένες εκτάσεις δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα νερά των έντονων βροχών, με αποτέλεσμα η πιθανότητα εκδήλωσης καταστροφικών πλημμυρών να μεγαλώνει με παράλληλη μεταφορά φερτών υλικών στις χαμηλές περιοχές που με τη σειρά τους προκαλούν καταστροφές και δυσχεραίνουν την έξοδο των πλημμυρικών νερών στη θάλασσα (ή άλλο τελικό αποδέκτη).
Με το κάψιμο μιας περιοχής το έδαφος γίνεται υδροφοβικό (δεν συγκρατεί το νερό της βροχής), με αποτέλεσμα η ίδια ποσότητα βροχής να δημιουργεί πολλαπλάσιο όγκο που απορρέει επιφανειακά και αντίστοιχα μεγαλύτερο πλημμυρικό όγκο. Επίσης το καμένο έδαφος χάνει τη συνοχή του και μεταφέρεται ευκολότερα στις χαμηλές περιοχές.
Τα φαινόμενα αυτά τα είδαμε στο παρελθόν μετά τις μεγάλες πυρκαγιές των προηγούμενων χρόνων και με σχετική βεβαιότητα τα αναμένουμε και για τα επόμενα χρόνια για αυτές τις περιοχές.
Εδώ ακριβώς αρχίζει η ευθύνη για το τι κάνουμε άμεσα και τι σε μεσοπρόθεσμο ή στρατηγικό επίπεδο.
Για να είμαστε χρήσιμοι πρέπει να τονίσουμε εξ αρχής ότι οτιδήποτε σχεδιαστεί και υλοποιηθεί άμεσα δεν πρέπει να γίνει υπό το κράτος πανικού και φόβου. Ολα όσα πρέπει να γίνουν θα πρέπει να προκύπτουν από μια ανάλυση σκοπιμότητας και απόδειξης (ίσως με όρους προσομοίωσης των συνθηκών που θα διαμορφωθούν). Και επειδή πάντα πρέπει να σεβόμαστε το δημόσιο χρήμα, αυτά που θα πρέπει να γίνουν να είναι ιεραρχημένα, να εκτελούνται κατά σειρά προτεραιότητας και να είναι αποδοτικά.
Στην κατεύθυνση των πλημμυρών προκύπτει αβίαστα η ανάγκη προστασίας των οικισμών αλλά και των γεωργικών εκτάσεων των χαμηλών και παράκτιων ζωνών που απειλούνται λόγω των καμένων εκτάσεων. Πιο επιστημονικά, πρέπει να συγκρατήσουμε την πλημμυρική διακινδύνευση (flood risk) που έχει αυξηθεί λόγω των πυρκαγιών. Δεν λύνουμε σήμερα προβλήματα αντιπλημμυρικού σχεδιασμού που υπάρχουν από δεκαετίες και τα οποία είναι ίσως απαραίτητα αλλά απαιτούν άλλους χρόνους και υπέρμετρα μεγάλα ποσά για την υλοποίησή τους. Εδώ άμεσα αγωνιζόμαστε να κρατήσουμε το ρίσκο των πλημμυρών στο προηγούμενο τουλάχιστον επίπεδο.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα φαινόμενα αυτά της μεγέθυνσης των πλημμυρών λόγω των καμένων περιοχών είναι ιδιαίτερα έντονα για 3-4 χρόνια με τάση επανόδου σε κανονικότερα επίπεδα στα επόμενα χρόνια.
Η όποια προσπάθεια είναι επίσης εγκλωβισμένη από τον πολύ μικρό χρόνο που διαθέτουμε μέχρι τις βροχές του χειμώνα που έρχεται και ίσως του επόμενου.
Συνεπώς απαιτείται ο σχεδιασμός να χαρακτηρίζεται από τις εξής παραμέτρους:
– Βελτίωση των συνθηκών απορροής με στόχο τα επίπεδα των προηγούμενων χρόνων.
– Προτεραιοποίηση των έργων και των μέτρων.
– Σχετικά μικρό κόστος ανά επέμβαση γιατί ο χώρος αναφοράς είναι τεράστιος.
– Μικρός χρόνος υλοποίησης.
Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά τα μόνα έργα που μπορούν ρεαλιστικά να σχεδιασθούν, να υλοποιηθούν και να αποδώσουν είναι τα μικρά έργα ελέγχου και ρύθμισης των πλημμυρικών ροών (check dams) και άλλα μικρά συνοδευτικά έργα προστασίας και συγκράτησης των φερτών υλικών που προκύπτουν από την προσομοίωση ολόκληρων των λεκανών απορροής. Τα έργα αυτά είναι υδραυλικά έργα που κατασκευάζονται στις κοίτες των ρεμάτων και ρυθμίζουν τις ροές σημαντικών κλάδων του υδρογραφικού δικτύου ενώ παράλληλα συγκρατούν τα φερτά υλικά και τα αντικείμενα που μεταφέρουν τα πλημμυρικά νερά. Κατασκευάζονται με υλικά φιλικά προς το περιβάλλον (πέτρα, συρματοκιβώτια κ.λπ.) και ελέγχονται για την υδραυλική τους απόδοση, την προσαρμογή τους στο περιβάλλον και την ευστάθειά τους (π.χ. έλεγχοι για ολίσθηση και ανατροπή).
Για να δώσουμε μια ιδέα για το κόστος κατασκευής αναφέρω την περίπτωση των ρεμάτων των Χανίων, Κερίτη, Ταυρωνίτη, Κλαδισό και Τυφλό στα οποία σχεδιάστηκαν (οριστική μελέτη με τεύχη δημοπράτησης) 8 συνολικά τέτοια μικρά έργα συνολικού προϋπολογισμού κατασκευής με ΦΠΑ 630 χιλιάδες ευρώ. Αυτό πρακτικά σημαίνει πραγματικό κόστος για τα 8 έργα περί τις 300 χιλιάδες ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη τα σημερινά δεδομένα των εκπτώσεων από τις εργοληπτικές κατασκευαστικές εταιρείες.
Τα έργα αυτά ρύθμισης και ελέγχου δεν πρέπει να συγχέονται με τα δασοτεχνικά έργα (κορμοδέματα, κλαδοπλέγματα, ξηλοφράγματα κ.λπ.) που γίνονται στις καμένες επιφάνειες και τις μικρές μισγάγγειες και έχουν κύριο στόχο τη συγκράτηση του εδαφικού υλικού. Είναι δηλαδή αντιδιαβρωτικά έργα που ελάχιστα συμβάλλουν στη μείωση των πλημμυρικών ροών. Σε κάθε περίπτωση, λόγω των τεράστιων εκτάσεων που έχουν καεί, τέτοιου είδους δασοτεχνικά έργα ξεφεύγουν από κάθε συνετό προϋπολογισμό και χρόνο, με αποτέλεσμα να μπορούν να υλοποιηθούν μόνο σε μικρές «κομβικές εκτάσεις».
Ολα τα παραπάνω μπορούν να υλοποιηθούν έγκαιρα με συστηματικότητα και έλεγχο της αποτελεσματικότητας ώστε να εξασφαλίζεται η σκοπιμότητα της κατασκευής των. Τέλος, προϋπόθεση για να ισχύουν τα παραπάνω είναι η παράκαμψη των πάσης φύσεως γραφειοκρατικών διαδικασιών που όπως είναι γνωστό αυξάνουν υπέρμετρα τον χρόνο υλοποίησης κάθε έργου στη χώρα μας.
Ο κ. Γιώργος Τσακίρης είναι ομότιμος καθηγητής Υδραυλικών και Εγγειοβελτιωτικών Εργων στο ΕΜΠ.