Το καλοκαίρι του 1968 ήταν θερμό στο Μεξικό. Αυξανόμενη κοινωνική δυσθυμία και ο απόηχος του γαλλικού Μάη, της Ανοιξης της Πράγας και της κατάληψης του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης είχαν εκθρέψει ένα γιγάντιο φοιτητικό κίνημα που τον Ιούλιο και τον Αύγουστο κατέβαζε στους δρόμους της Πόλης του Μεξικού έως και 500.000 φοιτητές, οι οποίοι αποδοκίμαζαν τον πρόεδρο της χώρας με το σύνθημα «Ντίας Ορδάς, φαφλατάς!». Εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων που θα ξεκινούσαν στις 12 Οκτωβρίου, το διεφθαρμένο καθεστώς τού μόνιμα στην εξουσία από το 1929 Επαναστατικού Θεσμικού Κόμματος έστειλε στρατιωτικές μονάδες να καταλάβουν το Αυτόνομο Εθνικό Πανεπιστήμιο. Στις 2 Οκτωβρίου, μόλις αποσύρθηκαν οι δυνάμεις, 10.000 φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο Τλατελόλκο, στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών, φωνάζοντας: «Δεν θέλουμε Ολυμπιάδα, θέλουμε Επανάσταση». Περικυκλώθηκαν από 5.000 στρατιώτες και 200 ελαφρά τανκς.

Ο απολογισμός της σφαγής που ακολούθησε δεν έγινε ποτέ γνωστός με ακρίβεια. Λέγεται ότι οι νεκροί ήταν 200-400 και, σύμφωνα με όσα γράφει ο 19χρονος τότε συγγραφέας Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο στο βιβλίο του «’68. Μεξικό» (εκδ. Αγρα), τα πτώματά τους ρίχθηκαν στον Κόλπο του Μεξικού από στρατιωτικά αεροπλάνα. Αθλητικογράφοι όπως ο Τζον Ρόντα του «Guardian» που βρίσκονταν ήδη εκεί θα θυμούνταν το κροτάλισμα των όπλων και τον ήχο των σφαιρών τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν την κρατική τρομοκρατία θα διαδεχόταν στο Μόναχο η ομηρεία και η στυγερή δολοφονία έντεκα μελών της ισραηλινής αθλητικής αποστολής από την παλαιστινιακή οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης» στη θλιβερότερη στιγμή της ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων, για να ακολουθήσει, σαν μακρινός απόηχος, η έκρηξη της βόμβας στο Ολυμπιακό Πάρκο της Ατλάντα το 1996.

Αν και η τρομοκρατία υπήρξε ένα φάσμα που πλανιόταν τακτικά πάνω από τις μεταπολεμικές Ολυμπιάδες (βασκική τρομοκρατία στη Βαρκελώνη του 1992, ισλαμική τρομοκρατία στην Αθήνα του 2004 και στο Λονδίνο του 2012), μόνο εκείνες του Μονάχου το 1972 και της Ατλάντα το 1996 βρέθηκαν πράγματι αντιμέτωπες με επιθέσεις
– διαφορετικής αιτιολογίας, στόχων και τάξης μεγέθους. Η επίθεση στο Ολυμπιακό Χωριό του Μονάχου ήταν το αντίστοιχο της 11ης Σεπτεμβρίου: κάτι το αδιανόητο προηγουμένως, που όμως με απλό σχεδιασμό διέρρηξε πλήθος χαλαρών πρωτοκόλλων ασφαλείας. Η βόμβα στο Ολυμπιακό Πάρκο της Εκατονταετηρίδας ήταν η ερασιτεχνική απόπειρα ενός μοναχικού δεξιού εξτρεμιστή ενάντια στον «παγκόσμιο σοσιαλισμό» και στη στάση της κυβέρνησης των ΗΠΑ στο ζήτημα των αμβλώσεων. Και οι δύο έδειξαν ότι οι εκτιμήσεις των δυνάμεων ασφαλείας για τις πιθανές απειλές ενάντια σε ένα μεγάλο πλήθος αθλητών και θεατών ήταν από λανθασμένες έως ανύπαρκτες – ιδιαίτερα στην περίπτωση του 1972, περίοδο που η αραβοϊσραηλινή σύγκρουση βρισκόταν σε πλήρη ανάφλεξη ήδη από την εποχή του Πολέμου των Εξι Ημερών το 1967.

O Μαύρος Σεπτέμβριος του Μονάχου

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Μονάχου αποτελούσαν για τη Δυτική Γερμανία συνειδητή προσπάθεια να σβηστεί η μνήμη της Ναζιστικής Ολυμπιάδας του 1936. Δεν ήταν εύκολο. Το Ολυμπιακό Χωριό είχε ανοικοδομηθεί περίπου δέκα χιλιόμετρα μακριά από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, στην περιοχή του παλαιού αεροδρομίου Ομπερβίζενφελντ, όπου ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Νέβιλ Τσάμπερλεν είχε προσγειωθεί τον Σεπτέμβριο του 1938 για να συνομολογήσει με τον Χίτλερ τη Συμφωνία του Μονάχου που ακρωτηρίαζε την Τσεχοσλοβακία στο απόγειο της πολιτικής κατευνασμού του Φύρερ. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ίδια περιοχή, είχαν απορριφθεί 10 εκατ. κυβικά μέτρα μπάζων προερχόμενων από τις καταστροφικές αεροπορικές επιδρομές των Συμμάχων. «Βλέπετε ότι είναι πολλά αυτά που προσπαθούμε επιτέλους να θάψουμε για πάντα με τους Αγώνες του 1972», παρατηρούσε ένα μέλος της γερμανικής οργανωτικής επιτροπής στον ανταποκριτή του «Guardian» Πίτερ Χάρβεϊ πριν από την τελετή έναρξης. Η κατ’ εξοχήν ειρηνική διοργάνωση διέφερε από αυτή του Μεξικού, όπου μετά τη σφαγή του Τλατελόλκο χιλιάδες ένοπλοι στρατιώτες περιπολούσαν γύρω από το Ολυμπιακό Χωριό. Επιλογή των Δυτικογερμανών ήταν να συστήσουν μικρή, άοπλη δύναμη ασφαλείας ενδεδυμένη με γαλάζιες στολές – σχετικές δημοσκοπήσεις είχαν δείξει ότι επρόκειτο για την πιο «απολίτικη» απόχρωση. Ως αποτέλεσμα, ο χώρος δεν φυλασσόταν πολύ καλύτερα από ξέφραγο αμπέλι: ξενύχτηδες αθλητές, όπως κάποια μέλη της ολλανδικής ποδηλατικής ομάδας που μίλησαν την ημέρα της επίθεσης στον Σίρλεϊ Πόβιτς της «Washington Post», έλεγαν ότι δεν τους στάθηκε διόλου δύσκολο να πετάξουν πάνω από το ύψους δύο μέτρων συρματόπλεγμα τα ολυμπιακά τους ποδήλατα και να σκαρφαλώσουν για να μπουν μέσα ένα βράδυ που επέστρεψαν τις μικρές ώρες αφότου είχαν κλείσει οι πύλες.

Αυτός ακριβώς ήταν και ο τρόπος με τον οποίο εισχώρησαν στο Ολυμπιακό Χωριό οκτώ μέλη της παλαιστινιακής τρομοκρατικής οργάνωσης «Μαύρος Σεπτέμβρης» τα ξημερώματα της 5ης Σεπτεμβρίου 1972. Δύο εναερίτες της τηλεφωνικής εταιρείας είδαν κάποια άτομα με αθλητική περιβολή και αθλητικούς σάκους να πηδούν πάνω από το συρματόπλεγμα, αλλά υπέθεσαν ότι επρόκειτο για μία ακόμη παρέα που γύριζε από λαθραία νυχτερινή διασκέδαση. Σύμφωνα με όσα έγραφε το περιοδικό «Time» στις 18 Σεπτεμβρίου 1972, οι τρομοκράτες γνώριζαν τον χώρο όντας μεταξύ των 30.000 εργαζομένων του Ολυμπιακού Χωριού. Κατευθύνθηκαν στο κτίριο της Κονολιστράσε 31 όπου διέμεναν τα μέλη της ανδρικής ισραηλινής αποστολής. Εισβάλλοντας στα διαμερίσματα, συνάντησαν αντίσταση από τον προπονητή της ομάδας άρσης βαρών Μοσέ Βάινμπεργκ και τον αρσιβαρίστα Γιοσέφ Ρομάνο, τους οποίους και σκότωσαν. Συνέλαβαν 9 ομήρους, ενώ τα υπόλοιπα μέλη κατόρθωσαν να διαφύγουν. Στις 6 το πρωί είχε ειδοποιηθεί η Aστυνομία, 600 αστυνομικοί απέκλεισαν την πρόσβαση στο κτίριο και άρχισε μια επίπονη διαδικασία διαπραγματεύσεων. Μέτρο της πρωτοφανούς για τα δεδομένα του γερμανικού κράτους κατάστασης ήταν το γεγονός ότι αφενός των συζητήσεων με τους τρομοκράτες ηγήθηκαν αυτοπροσώπως ανώτατοι αξιωματούχοι (ο αρχηγός της Αστυνομίας του Μονάχου Μάνφρεντ Σράιμπερ, ο υπουργός Εσωτερικών του κρατιδίου της Βαυαρίας Μπρούνο Μερκ και ο ομοσπονδιακός υπουργός Εσωτερικών Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ), αφετέρου οι Αγώνες συνεχίστηκαν έως το απόγευμα χωρίς διακοπή παρά το αιματηρό γεγονός. Οι τρομοκράτες απαίτησαν την απελευθέρωση 234 Παλαιστινίων που κρατούνταν σε ισραηλινές φυλακές, καθώς και εκείνη των συλληφθέντων αρχηγών της γερμανικής τρομοκρατικής οργάνωσης RAF («Φράξια Κόκκινος Στρατός»), Αντρέας Μπάαντερ και Ούλρικε Μάινχοφ, απειλώντας να αρχίσουν να εκτελούν τους αιχμαλώτους. Η ισραηλινή πρωθυπουργός Γκόλντα Μέιρ, έπειτα από επικοινωνία με τον γερμανό καγκελάριο Βίλι Μπραντ, απέρριψε το αίτημα. Εμενε ο δρόμος της καθυστέρησης και της επέμβασης των δυνάμεων ασφαλείας.

Στις 5 το απόγευμα οι τρομοκράτες διαφοροποίησαν τα αιτήματά τους, ζητώντας ένα αεροπλάνο για να κατευθυνθούν στην Αίγυπτο. Ο Γκένσερ συμφώνησε, γνωρίζοντας ότι η Αστυνομία επεξεργαζόταν σχέδιο απελευθέρωσης των ομήρων στο αεροδρόμιο, ζήτησε όμως (όπως και έγινε) να δει πρώτα ο ίδιος τους ομήρους. Στις 10.26 το βράδυ δύο ελικόπτερα μετέφεραν τρομοκράτες και ομήρους στην αεροπορική βάση Φιρστενφέλντμπρουκ, όπου ένα Boeing 727 της Lufthansa ανέμενε στον αεροδιάδρομο. Την τελευταία στιγμή, οι Αραβες διατύπωσαν το τελικό τους αίτημα: πλήρωμα οκτώ ατόμων στο οποίο θα αποκάλυπταν τον οριστικό προορισμό μετά την απογείωση. Στις 10.35, όμως, πέντε ελεύθεροι σκοπευτές της Αστυνομίας και 500 στρατιώτες που είχαν αναπτυχθεί γύρω από τον αεροδιάδρομο άνοιξαν πυρ. Αντί μιας αστραπιαίας επέμβασης ακολούθησε ανταλλαγή πυρών διάρκειας μιας ώρας, κατά την οποία οι τρομοκράτες σκότωσαν τους ομήρους ρίχνοντας μια χειροβομβίδα στο ένα ελικόπτερο και πυροβολώντας όσους βρίσκονταν στο άλλο. Πέντε τρομοκράτες σκοτώθηκαν επίσης, ενώ τρεις παραδόθηκαν. Στην πραγματικότητα, το σχέδιο δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας. Οι σκοπευτές της Αστυνομίας δεν είχαν λάβει επίσημη εκπαίδευση, ούτε και γνώριζαν να χρησιμοποιούν σκόπευτρα με υπέρυθρες ακτίνες. Βασίστηκαν στην απλή εκδοχή τους, η οποία αποδείχθηκε άχρηστη, αρχικά λόγω των εκτυφλωτικών προβολέων του αεροδρομίου και στη συνέχεια λόγω του σκότους που επικράτησε όταν αυτοί καταστράφηκαν από τις ανεξέλεγκτες ριπές. Στις 6 Σεπτεμβρίου ο κόσμος θα ξυπνούσε με την είδηση της «σφαγής του Μονάχου» και 80.000 θεατές θα προσέρχονταν στο Ολυμπιακό Στάδιο για να παρακολουθήσουν, αντί αγωνισμάτων, μια επιμνημόσυνη δέηση και τον πρόεδρο της Δυτικής Γερμανίας Γκούσταβ Χάινεμαν να δηλώνει: «Στεκόμαστε αβοήθητοι ενώπιον μιας πραγματικά ποταπής πράξης».

O μοναχικός λύκος της Ατλάντα

Εκ των υστέρων, θα έλεγε κανείς ότι 24 χρόνια αργότερα οι αμερικανικές αρχές υπήρξαν εξίσου κοντόφθαλμες με τις γερμανικές ως προς την ανάγνωση του κινδύνου. Η ανατίναξη του Oμοσπονδιακού Kτιρίου Αlfred P. Murrah της Οκλαχόμα Σίτι στις 19 Απριλίου 1995 με 168 νεκρούς και πάνω από 680 τραυματίες ήταν κάτι παραπάνω από ισχυρή προειδοποίηση για την ύπαρξη εκτεταμένων δικτύων δυνητικής ακροδεξιάς τρομοκρατίας.
Ο τότε 30χρονος δράστης, Ερικ Ρούντολφ, ξυλουργός και πρώην επαγγελματίας στρατιώτης που είχε αποταχθεί από την 101η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία για χρήση μαριχουάνας το 1989, ήταν οπωσδήποτε η προσωποποίηση του εφιάλτη κάθε υπηρεσίας ασφαλείας: ένας «μοναχικός λύκος» με γνώσεις κατασκευής αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών. Το βράδυ της 27ης Ιουλίου 1996 τοποθέτησε μια βόμβα με καρφιά στο Πάρκο της Εκατονταετηρίδας στην Ατλάντα, κοντά στο σημείο της συναυλίας του σόουλ συγκροτήματος Jack Mack and the Heart Attack. Επρόκειτο για ιδιαίτερα πολυσύχναστο χώρο, με αποτέλεσμα το σακίδιο με τα εκρηκτικά να ανακαλυφθεί από τον Ρίτσαρντ Τζούελ, μέλος της ομάδας ασφαλείας του πάρκου, ο οποίος κάλεσε τους πυροτεχνουργούς. Δεκαοκτώ λεπτά πριν από την έκρηξη, ο Ρούντολφ φέρεται να προειδοποίησε τηλεφωνικά για την ύπαρξη της βόμβας. Η εκκένωση του πάρκου είχε μόλις αρχίσει, όταν η βόμβα εξερράγη σκοτώνοντας τη 44χρονη Αλις Χόθορν και τραυματίζοντας άλλα 111 άτομα (ένας τούρκος cameraman άφησε την τελευταία του πνοή στο σημείο από καρδιακή προσβολή). Για περίπου έναν χρόνο μετά την επίθεση οι αμερικανικές αρχές βρίσκονταν στο σκοτάδι ως προς την ταυτότητα του δράστη – ελλείψει υπόπτων, μάλιστα, κατηγόρησαν τον Τζούελ ως υπεύθυνο. Στα ίχνη του Ρούντολφ βρέθηκαν μόνο έπειτα από δύο άλλες βομβιστικές επιθέσεις στην περιοχή της Ατλάντα στις αρχές του 1997: η συνδεσμολογία των μηχανισμών σε μια κλινική αμβλώσεων και ένα γκέι νάιτκλαμπ ήταν πανομοιότυπη με εκείνη του Ολυμπιακού Πάρκου. Το FBI τον επικήρυξε για 1 εκατομμύριο δολάρια, εκείνος όμως συνέχισε να διαφεύγει τη σύλληψη έως το 2003. Δύο χρόνια αργότερα, καταδικάστηκε σε ισόβια χωρίς δυνατότητα αναστολής, ποινή την οποία εκτίει μέχρι σήμερα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας Φλόρανς στο Κολοράντο.

Η σφαγή του Μονάχου, η βία της Ατλάντα και η σκιά της 11ης Σεπτεμβρίου άλλαξαν πλήρως τη συλλογιστική γύρω από την προστασία των αθλητών και των θεατών των μεγάλων διοργανώσεων. Τα 227 εκατομμύρια δολάρια τα οποία δαπανήθηκαν, σύμφωνα με το Associated Press. για την ασφάλεια το 1996, υπολείπονται κατά πολύ των 1,2 δισεκατομμυρίων που ήταν ο προϋπολογισμός της Αθήνας το 2004 και αποτελούν έκτοτε τη βάση αντίστοιχων προβλέψεων. Οι Αγώνες του Τόκιο προβλέπεται να επιβαρυνθούν με ένα πρόσθετο ποσό ύψους 900 εκατομμυρίων δολαρίων εξαιτίας των μέτρων κατά του κορωνοϊού. Για πρώτη φορά έπειτα από πολλές δεκαετίες ο φόβος του τρομοκρατικού χτυπήματος δείχνει να υποχωρεί έχοντας αντικατασταθεί από τον πιο υπόκωφο φόβο της ασθένειας.