Ασφαλώς και είναι θετικό το μήνυμα από τις Βρυξέλλες ότι μετά την κατ’ ιδίαν συνάντηση του έλληνα πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη με τον τούρκο πρόεδρο Τ. Ερντογάν «έσπασε ο πάγος» στις σχέσεις των δύο χωρών. Και πως υπήρξε δέσμευση και από τις δύο πλευρές, και ειδικά από τον τούρκο πρόεδρο, ότι δεν θα ξαναζήσουμε, εφέτος τουλάχιστον, τις εντάσεις του περασμένου χρόνου – κάποιες από τις οποίες έφεραν Ελλάδα και Τουρκία πολύ κοντά στη σύγκρουση.

Ομως, όσοι ασχολούνται με τη διπλωματία, αλλά και όσοι παρατηρούν διαχρονικά το τέλμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, διατυπώνουν ζωηρές αμφιβολίες για το κατά πόσον αυτές οι ευοίωνες προβλέψεις θα επαληθευτούν. Κυρίως γιατί δεν τους διαφεύγει η μεγάλη εικόνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, εδώ και πέντε σχεδόν δεκαετίες, μετά την εισβολή του «Αττίλα» στην Κύπρο. Τι απεικονίζεται σε αυτή τη μεγάλη εικόνα; Οτι υπάρχει ένας (η Τουρκία) που απαιτεί πιεστικά παραχωρήσεις και υπάρχει και ο δεύτερος (η Ελλάδα), ο οποίος δεν αναγνωρίζει ότι έχουν βάση αυτές οι απαιτήσεις. Διερωτάται λοιπόν κανείς τι είδους διάλογος μπορεί να εξελιχθεί ανάμεσα στα δύο μέρη. Η Τουρκία απαιτεί συνολική διευθέτηση  προβλημάτων, που κατά τη στρατηγική της υφίστανται με την Ελλάδα, και η Ελλάδα από την άλλη πλευρά δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει πεδίο συζήτησης για κανένα άλλο θέμα με τη γειτονική χώρα, παρά μόνο η υφαλοκρηπίδα. Μία (αριθμός 1) διαφορά, και αυτή με τη συναίνεση των δύο πλευρών να παραπεμφθεί προς επίλυση στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Τι είδους διάλογος λοιπόν μπορεί να γίνει; Υπάρχει ποτέ περίπτωση να αποδεχθεί ελληνική κυβέρνηση, έλληνας πρωθυπουργός, ότι με την Τουρκία υπάρχουν περισσότερες της μιας διαφορές; Η γνώμη μου είναι πως όχι. Γιατί αποδεχόμενος κανείς αυτή τη θέση, στην ουσία δίνει το πράσινο φως στην άλλη πλευρά να θέσει διεκδικήσεις οι οποίες έως τώρα δεν είχε αποδεχθεί καν ότι υπάρχουν.

Και κάθε φορά που ετίθεντο, η σταθερή μας απάντηση ήταν πως η Τουρκία «προκαλεί εντάσεις» και «δημιουργεί ανύπαρκτα θέματα, εκ του μη όντος».

Κατά τη γνώμη μου, ακόμη και στη θεωρητική περίπτωση της αποδοχής της άποψης ότι «και η Τουρκία έχει κάποια δικαιώματα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο», αυτό δεν πρόκειται να εξομαλύνει τις σχέσεις των δύο χωρών. Απλώς θα τους ανοίξει την όρεξη να απαιτούν περισσότερα. Ο αναθεωρητισμός που έχει τα τελευταία χρόνια κυριαρχήσει ως αντίληψη και ως πρακτική στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, και που εκδηλώνεται με κάθε τρόπο τα τελευταία χρόνια, θα  επιδράσει καταλυτικά. Θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, και τότε οι κρίσεις θα είναι αλλεπάλληλες και ισχυρές.

Συμφέρει κανέναν αυτό; Η απάντηση είναι όχι. Αρα αν αφαιρέσει κανείς το θετικό της εκατέρωθεν δέσμευσης για ένα «ήσυχο καλοκαίρι», τα υπόλοιπα που αφορούν τη συνάντηση των κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν μπορούν να καταταγούν στην κατηγορία «να ‘χαμε να λέγαμε», κατά τη λαϊκότροπη έκφραση. Ούτε επιδραστική επίπτωση μπορεί να έχουν στον πυρήνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ούτε δημιουργούν αισιοδοξία ότι αυτές θα οδηγηθούν ποτέ σε υπήνεμο λιμάνι…