Την ημέρα που ο ιταλός συγγραφέας Αντόνιο Μορέσκο παραχωρούσε συνέντευξη στο «Βήμα» με αφορμή Το Τραγούδι των Δέντρων, το νέο βιβλίο του από τις εκδόσεις Καστανιώτη (σε μετάφραση Μαρίας Φραγκούλη), ο πρωθυπουργός της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι, δήλωνε ότι οι πολίτες πρέπει να αρχίσουν να ξανασκέφτονται το μέλλον. Με την πανδημία ακόμη σε έξαρση τότε στην Ιταλία, η παρότρυνση του Ντράγκι έγινε η αφετηρία για την τηλεφωνική συνομιλία μας με τον Αντόνιο Μορέσκο. Η ζεστή φωνή του συγγραφέα δεν φέρνει στον νου λιακάδες της Ρώμης (ο ίδιος έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στη Βόρεια Ιταλία, στη Μάντοβα και στο Μιλάνο), απηχεί όμως το πάθος και τη σοφία ενός βαθιά σκεπτόμενου ανθρώπου.

Αντόνιο Μορέσκο
Το τραγούδι των δέντρων
Μετάφραση Μαρία Φραγκούλη.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2020,
σελ. 178, τιμή 14 ευρώ

Πώς βλέπετε το μέλλον μετά την πανδημία;

«Και καλό και κακό. Η λογική μου λέει κακό, οι άνθρωποι μοιάζουν να μην κατανοούν ότι μόνον ενωμένοι θα νικήσουν την πανδημία. Από την άλλη πλευρά, η θέλησή μου λέει να βλέπω το μέλλον θετικά. Το βέβαιο είναι ότι το μέλλον εξαρτάται από εμάς. Βλέπουμε ανθρώπους που ποντάρουν στον φόβο των άλλων, δημαγωγούς που ψεύδονται για ψηφοθηρικούς λόγους. Υπάρχουν ωστόσο μηχανισμοί που κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση, της αλληλεγγύης. Η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ενωση τόσο μεγάλων κονδυλίων για την αντιμετώπιση της πανδημίας ήταν κάτι αδιανόητο δύο χρόνια πριν. Παράλληλα, η ιστορία της διανομής των εμβολίων, η στάση της Μεγάλης Βρετανίας, δείχνουν ότι οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι όλοι ναυαγοί του ιδίου σκάφους. Στην Ιταλία, όπως και αλλού, η χώρα κρατήθηκε όρθια χάρη στην αυταπάρνηση των ανθρώπων, υγειονομικών και μη».

 

Αποδειχθήκατε προφητικός, μιλάτε από χρόνια για τις συνέπειες της δράσης του ανθρώπου στην επιβίωση του είδους.

«Ξανακοιτώντας όσα έγραφα πριν από είκοσι χρόνια, διαπιστώνω ότι για μένα από τότε ήταν ξεκάθαρα τα πράγματα, ότι προβλήματα όπως η πανδημία, η καταστροφή της φύσης ήταν μπροστά μας. Στην Κραυγή (2018) πραγματεύομαι τους μηχανισμούς, διανοητικούς και πολιτισμικούς, που μας οδήγησαν στη ρήξη με τη φύση και την καταστροφή της. Το Τραγούδι των Δέντρων μιλάει για την ανάγκη μιας βαθιάς μεταμόρφωσης των ανθρώπων ώστε να καταφέρουμε να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο».

 

Συλλάβατε την ιδέα του βιβλίου με την πανδημία;

«Ενάμιση μήνα πριν από την πανδημία μού πρότειναν να γράψω ένα βιβλίο για τα δέντρα. Επεξεργαζόμουν την ιδέα, όμως το βιβλίο που προέκυψε είναι διαφορετικό. Η πανδημία με βρήκε απομονωμένο στη Μάντοβα, τη γενέθλια πόλη μου, στην οποία δεν είχα ζήσει εδώ και δεκαετίες, σε ένα άγνωστο σπίτι που μου παραχώρησαν φίλοι. Βρέθηκα μόνος, πρόσωπο με πρόσωπο με την πανδημία και το ζήτημα της επικοινωνίας με τη φύση έλαβε άλλες διαστάσεις. Οι συνθήκες καθόρισαν εν πολλοίς και το γράψιμο, όπως και ο ήχος ενός πιάνου που άκουγα που προσέδωσε έναν μουσικό τόνο στο βιβλίο».

Αναφέρεστε στην παιδική σας ηλικία στη Μάντοβα ως το «μαύρο κουτί» της ζωής σας. Ηταν τόσο οδυνηρή εμπειρία;

«Πράγματι, υπήρξε εξαιρετικά δύσκολη. Ηταν μια εποχή δραματική, βγαλμένη σαν από μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Γι’ αυτό στα είκοσί μου, έφυγα, έκανα ένα άλμα στο κενό, πήγα στο Μιλάνο, άφραγκος, έζησα στον 13ο όροφο μιας πολυκατοικίας χωρίς ηλεκτρικό, με κεριά. Μέχρι τα τριάντα μου είχα βυθιστεί στην πολιτική, στην ακροαριστερά, με υπερβολικό τρόπο, όπως αργότερα βυθίστηκα με πάθος στη λογοτεχνία. Σε αυτή τη δεκαετία συνάντησα πολλούς ανθρώπους που δεν θα είχα συναντήσει υπό άλλες συνθήκες. Δούλεψα ως εργάτης, αχθοφόρος, μέρα και νύχτα, ήταν πολύ διδακτική εμπειρία για μένα. Οταν κάνει κανείς δουλειές που δεν έχει φανταστεί, γνωρίζει ανθρώπους φρικτούς και θαυμάσιους, βρίσκεται πολύ κοντά στην αληθινή ζωή και κατά συνέπεια στην ανθρώπινη ψυχή».

«Βρέθηκα μόνος, πρόσωπο με πρόσωπο με την πανδημία και το ζήτημα της επικοινωνίας με τη φύση έλαβε άλλες διαστάσεις»

Παράλληλα γράφατε;

«Εκείνη τη δεκαετία δεν έγραψα τίποτε, θεωρούσα τη γραφή αδυναμία, την οποία έπρεπε να ξεπεράσω. Εφηβος είχα γράψει ποιήματα, διηγήματα, ήταν το καταφύγιό μου από τις τεράστιες δυσκολίες στο σχολείο. Στα τριάντα μου, μετά τις απογοητεύσεις της πολιτικής, ξαναβρήκα τη λογοτεχνία και έκτοτε δεν την εγκατέλειψα ποτέ».

Δυσκολευτήκατε να εκδώσετε τα βιβλία σας;

«Επί 15 χρόνια όλοι οι εκδότες τα απέρριπταν. Κατά τύχη, στο Τορίνο, είδε το χειρόγραφό μου ο εκδότης Τζούλιο Μπολάτι, το δεξί χέρι του Τζούλιο Εϊνάουντι (ιδρυτή του ομώνυμου εκδοτικού οίκου), ο οποίος ενθουσιάστηκε με το βιβλίο μου με τίτλο Παρανομία και το εξέδωσε ανοίγοντάς μου τον δρόμο. Ημουν 45 ετών».

 

Σας έλεγαν ότι είστε δύσκολος συγγραφέας;

«Είμαι αυτοδίδακτος, δεν ανήκα σε λογοτεχνικούς ή εκδοτικούς κύκλους που με πολέμησαν δημιουργώντας τον μύθο του «δύσκολου συγγραφέα»: μερικές φορές μιλώ για δύσκολα θέματα, όμως δεν μπορούμε να μιλάμε πάντα για ευχάριστα ή εύκολα θέματα. Δεν χρησιμοποιώ δύσκολη γλώσσα, φαίνεται, νομίζω, και από τα δύο βιβλία μου στα ελληνικά».

Πώς εξηγείτε ότι είστε ιδιαίτερα αγαπητός στη νεότερη γενιά αναγνωστών;

«Η μεγάλη τύχη στη ζωή μου ήταν ότι οι νεότερης ηλικίας αναγνώστες αγάπησαν τα βιβλία μου παρότι δεν έγραφα για να αρέσω στη γενιά τους. Το γεγονός με συγκίνησε και με έσωσε ως συγγραφέα. Φοιτητές αφιέρωναν τις πτυχιακές τους εργασίες στο έργο μου και οι καθηγητές τους δεν ήξεραν ούτε ποιος είμαι!».

Για το Φωτάκι, το προηγούμενο βιβλίο σας στα ελληνικά, έχετε πει ότι είναι ένα είδος πνευματικής διαθήκης, «σε περίπτωση που τα τινάζατε». Γιατί;

«Αφηγούμαι την ιστορία ενός παιδιού, του παιδιού που όλοι φέρουμε εντός μας. Ηταν ένας τρόπος να συνδέσω τα δύο κομμάτια της ζωής μου, της παιδικής ηλικίας και της ενήλικης ζωής. Προσπάθησα να προσεγγίσω μια πληγή της ζωής μου, εξ ου και ο χαρακτήρας της διαθήκης».

Το Τραγούδι των Δέντρων προκαλεί στον αναγνώστη ένα αίσθημα ηρεμίας και ανάτασης, παρά τον τόνο της επικείμενης Αποκάλυψης, ο οποίος παραπέμπει και στο τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν «A Ηard Rain’s a-Gonna Fall» που αναφέρεται στον πυρηνικό όλεθρο.

«Χαίρομαι που το εκλαμβάνετε έτσι, χαίρομαι και για τον συσχετισμό με τον Ντίλαν. Το βιβλίο αυτό ήταν η σχεδία μου κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Και πράγματι δεν θα ήθελα τα βιβλία μου να προκαλούν στους αναγνώστες αίσθημα απογοήτευσης. Αυτή άλλωστε είναι και η ιστορία της ζωής μου: έδωσα μάχη για να γίνω συγγραφέας και δεν το έβαλα κάτω».