«Προσπαθώ σε όλες μου τις ιστορίες να μεταφέρω το αίσθημα της πραγματικής ζωής, όχι μόνο για να την απεικονίσω – ή να τη σχολιάσω – αλλά για να τη ζωντανέψω. Ετσι, όταν διαβάζετε κάτι δικό μου, βιώνετε την αληθινή εμπειρία. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί εάν δεν συνυπάρχει με το όμορφο και το κακό και το άσχημο. Αν όλα ήταν όμορφα, δεν θα μπορούσατε να τα πιστέψετε. Επειδή τα πράγματα δεν είναι έτσι. Μόνο παρουσιάζοντας και τις δύο πλευρές, τις τρεις διαστάσεις και, αν είναι δυνατόν, και τις τέσσερις, μπορείτε να γράψετε με τον τρόπο που θέλω εγώ».

Απόσπασμα από ένα γράμμα του Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ στον πατέρα του. Το διαβάζει ο Τζεφ Ντάνιελς στην πρώτη σκηνή του ντοκιμαντέρ «Χέμινγκγουεϊ» των Ken Burns and Lynn Novick, μιας έξοχης δουλειάς που καταδύεται με απαράμιλλο τρόπο στα έγκατα της ψυχής του νομπελίστα συγγραφέα. Δεν θυμάμαι να έχω δει ένα τόσο ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ για συγγραφέα στη ζωή μου. Ο «Papa» της αμερικανικής λογοτεχνίας, έχοντας ζήσει εμπειρίες για πολλαπλές ζωές, υποφέροντας από ποικίλες ψυχικές ασθένειες (από διπολική διαταραχή έως κατάθλιψη), δεν άντεξε και αφαίρεσε ο ίδιος της ζωή του λίγο πριν κλείσει τα εξήντα δύο. Τέσσερα μέλη της οικογένειάς του είχαν αυτοκτονήσει πριν από αυτόν, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του. Η εγγονή του Μάργκο θα ακολουθούσε.

Τους γονείς μας δεν τους διαλέγουμε. Οταν ο Χέμινγκγουεϊ ήταν μικρός, η μητέρα του Γκρέις, που δεν έπαυε να του υπενθυμίζει ότι θυσίασε μια καριέρα τραγουδίστριας της όπερας για να μεγαλώσει τα παιδιά της, τον έντυνε με γυναικεία ρούχα και τον φώναζε Ερνεστίνα. Εκείνος, αργότερα, θα τη φώναζε «σκρόφα».

Οι συγγραφείς είναι περίεργα πλάσματα: από τη μια έχουμε περιπτώσεις όπως του Χέμινγκγουεϊ και του Μπάιρον, ανθρώπων δηλαδή που έζησαν στα όρια, υπήρξαν κυνηγοί, πότες, τυχοδιώκτες, ηδονιστές, τα έκαναν όλα στο έπακρο και πραγματικά απορείς πότε έβρισκαν τον χρόνο να γράφουν, και από την άλλη τους «βιβλιοσκώληκες», με παραδείγματα όπως του Καβάφη που έμενε έγκλειστος στον μικρόκοσμό του ή του Κάφκα που δεν εξέδωσε κανένα έργο όσο ζούσε.

Ο Χέμινγκγουεϊ έζησε μια αφάνταστα περιπετειώδη ζωή. Κατά τη διάρκειά της υποδύθηκε διάφορους ρόλους τους οποίους συναντάμε και στα βιβλία του. Εν αρχή ην ο πόλεμος. Το 1918 κατατάχθηκε ως εθελοντής στον Ιταλικό Ερυθρό Σταυρό. Οι εμπειρίες απο τα χαρακώματα του πολέμου, ο έρωτας με τη νοσοκόμα Agnes και η ερωτική απογοήτευση έστησαν τον φέροντα οργανισμό της περσόνας του στωικού, περιπετειώδους, μάτσο ανδρός. Τότε ήταν δημοσιογράφος. Κάποια στιγμή μάλιστα, 23 μόλις ετών, έφτασε στην Αδριανούπολη, όπου κατέγραψε συγκλονιστικά το δράμα των ελλήνων προσφύγων και του εξαθλιωμένου, ηττημένου ελληνικού στρατού.

Ο Χέμινγκγουεϊ έφτασε στην κορυφή της αμερικανικής λογοτεχνίας μόλις στα τριάντα του χρόνια. Το στυλ γραφής του – επαναστατικό για την εποχή του – έπεσε σαν βόμβα στο λογοτεχνικό κατεστημένο. Εμοιαζε σαν να γράφει κάποιος που δεν είχε διαβάσει τίποτα πριν, κάποιος που επαναπροσδιόριζε το τι είναι λογοτεχνία. Είχαν χρειαστεί βέβαια οι συμβουλές της Γερτρούδης Στάιν, την εποχή που έμενε στο Παρίσι και υποδυόταν τον πένητα, έναν από τους ρόλους που πρόβαλλε προς τα έξω καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο νεαρός Ερνεστ εντυπωσιάστηκε από τη διαρκή χρήση του ενεστώτα και τη σταθερή επανάληψη καίριων φράσεων που δημιουργούσαν νοήματα ισχυρότερα από τις ίδιες τις λέξεις. Επρεπε να καθαρίσει την πρόζα του από καθετί περιττό. Η Στάιν συνόψισε τις συμβουλές της με τη φράση: «Πήξε το γάλα». Κάτι που έκανε στην εντέλεια ο Αμερικανός και η πρόζα του εκτοξεύτηκε στην κορυφή.

Το «Hemingway» γυριζόταν επί επτά χρόνια. Οταν άρχισε, το #MeΤοο δεν υπήρχε και όρους όπως toxic masculinity (τοξική αρρενωπότητα) και gender fluidity (ρευστόφυλο) δεν συναντούσε κανείς σε κανένα λεξικό. Επιπροσθέτως, το στίγμα της ψυχικής νόσου και της εξάρτησης ήταν πιο ισχυρό από σήμερα.

Το ντοκιμαντέρ αποδομεί το «ολόγραμμα» (το «Αβαταρ»), όπως τιτλοφορείται το δεύτερο από τα τρία μέρη, που έστησε ο Χέμινγκγουεϊ για τον εαυτό του. Η μυθολογία του – γυναικάς, απόμακρος, οπορτουνιστής, πότης, κυνηγός – υπέστη διαρκείς μεταστάσεις κατά τη διάρκεια του βίου του και επεκτείνεται διαρκώς.

Ενα πρόσφατο άρθρο του «New Yorker» για το ντοκιμαντέρ τελειώνει με την εξής παράγραφο: «Αραγε η περίφημη μυώδης πεζογραφία του Χέμινγκγουεϊ γεννήθηκε από θαυμασμό για τις sui generis προτάσεις και παραγράφους μιας μεσήλικης λεσβίας; Τελικά η απορρόφηση της επιρροής της Στάιν και η αναγνώριση της έλξης της ήταν ένας τρόπος να πάρει αυτό που πάντα ήθελε: να είναι ένα κορίτσι ερωτευμένο με μια ισχυρή γυναίκα».

Οριακή τοποθέτηση, ασυζητητί. Διαβάζοντάς τη, αναρωτήθηκα εάν πλέον οι συγγράφεις με την πολυπλοκότητα του Χέμινγκγουεϊ θα κρίνονται σήμερα με παρόμοια εργαλεία. Από την άλλη, η μεγάλη ιρλανδή συγγραφέας Εντνα Ο’ Μπράιεν, που πλησιάζει τα 90, μιλάει για το πόσο παρεξηγημένος είναι ο Χέμινγκγουεϊ από το φεμινιστικό κίνημα. Μας προτρέπει να κοιτάξουμε κάτω από το παγόβουνο – όπως θα έλεγε και ο συγγραφέας -, όπου θα βρούμε την ενσυναίσθηση και την κατανόησή του για τις γυναίκες.

Πράγματι, εάν κάποιος θέλει να ανασύρει το τραύμα του συγγραφέα, βρίσκει ένα μεγάλο μέρος στη μητέρα του, την Γκρέις. Είναι άραγε η Γερτρούδη Στάιν μια άλλη Γκρέις; Η Γκρέις που τον έντυνε με φορέματα, αυτόν τον βασιλιά του «machismo», τον κατά συρροήν σύζυγο, τον πότη, τον κυνηγό, τον πολεμιστή, τον ταξιδευτή, τον λάτρη των ταυρομαχιών, τον κακοποιητή των συντρόφων του, τον αδιάφορο πατέρα, τον μεγάλο συγγραφέα; Εναν άνθρωπο, που όπως είπε η πρώτη του γυναίκα Χάντλεϊ, «είχε τόσες πλευρές ώστε αψηφούσε τη γεωμετρία»;

Διαβάζοντας αυτά, αλλά και βλέποντας το ντοκιμαντέρ, αρχίζεις και σκέφτεσαι πού βρίσκεται ο συγγραφέας. Και μετά συνειδητοποιείς πως είναι μέσα σε όλα, είναι η φωνή που αναδύθηκε από την πάλη με το τραύμα, όχι το επιφανειακό που έκανε σημαία όταν εικοσάχρονος γύρισε από την Ιταλία, έχοντας βγάλει 237 θραύσματα όλμων από το πόδι, αλλά την εσωτερική, την άγνωστη πληγή.

 

Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.