Κατά παράδοση τα προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης διακηρύσσουν και περιγράφουν την αναγκαιότητα διατήρησης του ουδέτερου ρόλου  της μακροοικονομικής πολιτικής.

Δηλαδή, διακηρύσσουν την ουδετερότητα της δημοσιονομικής πολιτικής, της νομισματικής πολιτικής, της εισοδηματικής πολιτικής στη διαμόρφωση πολιτικών οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης.

Έτσι, τα προγράμματα οικονομικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη των εθνικών οικονομιών,  μετά την αρχική  «διακήρυξη» της  ουδετερότητας της μακροοικονομικής πολιτικής », επικεντρώνονται στην περιγραφή των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε μικροοικονομικό επίπεδο δηλαδή, σε μεταρρυθμίσεις που ορίζονται καθοριστικές για την ανάπτυξη του κάθε οικονομικού κλάδου ξεχωριστά.

Οι τρέχουσες συνθήκες όμως, απαιτούν μακροοικονομικές παρεμβάσεις  που θα επηρεάσουν θετικά το  σύνολο των κλάδων της οικονομίας και όχι προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης που θα επικεντρώνονται σε εξειδικευμένες μεταρρυθμίσεις στους επιμέρους κλάδους της εγχώριας οικονομίας.

Η οικονομική κρίση του 2008-2009 δημιούργησε παγκόσμια οικονομική ανισορροπία.

Η οικονομική κρίση του 2008 – 2009 αν και προκλήθηκε στις ΗΠΑ από τις κερδοσκοπικές συναλλαγές στις επισφάλειες των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων (subprime mortgage loans), γρήγορα ξεπεράστηκε στην Βόρεια Αμερική λόγω της αποτελεσματικής αντιμετώπισης  της κρίσης, με τη συντονισμένη παρέμβαση της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας και της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ. Στην Ευρώπη, η κρίση άργησε να κατανοηθεί για να αντιμετωπιστεί από τους βραδυκίνητους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τα κράτη μέλη της ευρωζώνης αλλά τελικά, εν μέρει, αντιμετωπίστηκε . Σε όλες τις περιπτώσεις όμως, η κρίση άφησε σημαντικές οικονομικές ανισορροπίες  πίσω της, στο σύνολο των οικονομιών των αναπτυγμένων κρατών. Για πολλούς αναλυτές η «ανισορροπία» έχει πλέον παγιωθεί στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ και αποτελεί το νέο οικονομικό παράδειγμα το οποίο διακρίνεται: για το χαμηλό πληθωρισμό,  το χαμηλά αν όχι αρνητικά τραπεζικά επιτόκια, τους χαμηλούς ρυθμούς ετήσιας οικονομικής ανάπτυξης, το υψηλό και συνεχώς αυξανόμενο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος και τον  παρεμβατικό ρόλο των κεντρικών τραπεζών στην οικονομία με τη διάθεση χρήματος για τη στήριξη των κρατικών προϋπολογισμών και των ισολογισμών των επιχειρήσεων. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι το μέγεθος της αξίας του ισολογισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας  που από τα 700 δις Ευρώ  τo έτος 2001,  έτος που δημιουργήθηκε το Ευρώ, αυξήθηκε στα  7 τρις  Ευρώ το έτος  2020 (στοιχεία: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα 2021) και θα αυξηθεί περαιτέρω καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα δεσμεύτηκε να συνεχίσει να αγοράζει κρατικά και ιδιωτικά ομόλογα και το έτος 2022. Παρόμοια είναι η εξέλιξη και των ισολογισμών της Αμερικάνικης Κεντρικής Τράπεζας, της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας, της Ιαπωνίας, της Ελβετίας, του Καναδά κλπ. .

Η νέα οικονομική κρίση λόγω της πανδημίας μεγεθύνει τις οικονομικές ανισορροπίες του 2009.

Η ζωτικότητα της οικονομίας εξαρτάται από τις συνεχόμενη κίνηση του κεφαλαίου, της εργασίας, των προϊόντων, των υπηρεσιών  και του χρήματος. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που πραγματοποιούν αυτές τις κινήσεις αλλά τώρα σχεδόν το σύνολο των ανθρώπων μένουν σπίτι  για την προστασία της ζωής τους, κάτι που οδηγεί σε  συρρίκνωση των οικονομιών.

Η διάρκεια της πανδημίας είναι αυτή που θα καθορίσει και το μέγεθος της παγκόσμιας οικονομικής συρρίκνωσης . Παγκόσμια προτεραιότητα πλέον είναι ο σχεδιασμός αποτελεσματικής υγειονομικής πολιτικής που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την παρούσα πανδημία αλλά και μελλοντικές πανδημίες που είναι σίγουρο πλέον ότι θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια (ήδη η παγκόσμια κοινότητα αντιμετωπίζει μια έκρηξη μεταλλάξεων του ιού Covid19). Σε αυτό το πλαίσιο, η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική (θα) τίθενται στην υπηρεσία της υγειονομικής πολιτικής.

Υπενθυμίζουμε ότι η παγκόσμια οικονομία έχασε το 3,5% της αξίας του ακαθάριστου παραγόμενου προϊόντος της το 2020 συγκριτικά με το έτος 2019 (IMF), οι ΗΠΑ το  -3,5%  και  η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ),  έχασε το 6,3% της ετήσιας αξίας του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της (ΑΕΠ) δηλαδή, η απώλεια για την ΕΕ είναι της τάξεως των 3 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Το αντίστοιχο ποσοστό και το ποσό για την Ελλάδα είναι -8,2% και 15 δισεκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα.

Για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης της πανδημίας , διαδοχικά οικονομικά προγράμματα για την υποστήριξη της ρευστότητας των επιχειρήσεων, την προστασία της εργασίας και του εισοδήματος των  νοικοκυριών, σχεδιάστηκαν και συνεχίζονται να σχεδιάζονται και να εφαρμόζονται από όλες τις κυβερνήσεις των αναπτυγμένων χωρών, από το Μάρτιο του 2020 έως και σήμερα. Στις ΗΠΑ, τα συνολικά προγράμματα χρηματοοικονομικής στήριξης που έχουν σχεδιαστεί και τα ποσά που έχουν διατεθεί από την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση από τις αρχές της πανδημίας έως σήμερα προσέγγισαν συνολικά τα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια. Στην Ευρώπη των 27 κρατών μελών, τα χρηματοοικονομικά προγράμματα στήριξης μόλις που προσεγγίζουν τα 700 δισεκατομμύρια ευρώ .

 

Τι θα αφήσει πίσω της η πανδημία στην οικονομία;

Για πολλούς η πανδημία θα αφήσει πίσω της μια κακή ανάμνηση αλλά και μια αισιοδοξία ότι η παγκόσμια κοινότητα με την εμπειρία που απέκτησε θα μπορεί πλέον να αντιδρά συντονισμένα σε παρόμοιες πανδημικές κρίσεις,  στο μέλλον. Για άλλους, η πανδημία καθορίζει την αρχή μιας νέας εποχής όπου το πρόβλημα των πανδημιών θα αποτελέσει  τη νέα προτεραιότητα της παγκόσμιας κοινότητας, υπερκεράζοντας τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής και της διάδοσης των πυρηνικών όπλων.

Αν στην κρίση του 2008 – 2009 οι Κεντρικές τράπεζες αποτέλεσαν το βασικό εγγυητή και τροφοδότη χρήματος των κυβερνήσεων για να καλύψουν οι τελευταίες τα ελλείμματα των εμπορικών  τραπεζών και των ιδιωτικών επιχειρήσεων, τώρα οι Κεντρικές τράπεζες χρηματοδοτούν με την ποσοτική νομισματική χαλάρωση, τις κυβερνήσεις για την άμεση υποστήριξη των εισοδημάτων και της ρευστότητας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.

Για πόσο χρόνο θα το κάνουν αυτό οι κεντρικές τράπεζες; «Όσο καιρό διαρκέσει η οικονομική κρίση» έλεγαν το 2009 – 2016  (Ben Bernanke, Mario Draghi, , Masaaki Shirakawa ).  Τώρα λένε «όσο διαρκέσει ή πανδημία» (Jerome Powell, Christine Lagarde, Haruhiko Kuroda).  Η πραγματικότητα είναι όμως ότι η χρηματοδότηση των κυβερνήσεων από τις Κεντρικές Τράπεζες θα συνεχίζεται για όσο καιρό η νομισματική χαλάρωση  δεν θα επηρεάζει  σημαντικά  τον πληθωρισμό και δεν θα υπάρχει έκρηξη των τιμών. Η αύξηση του πληθωρισμού θα οδηγούσε (και θα οδηγήσει) αυτόματα σε ακύρωση των επιδιώξεων των κεντρικών τραπεζών που δεν είναι άλλες, την παρούσα περίοδο  από την αποφυγή της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας και της ανάδυσης και της παγίωσης της φτώχειας  στις αναπτυγμένες χώρες λόγω της πανδημίας.

Μέχρι σήμερα, η αύξηση της διάθεσης χρήματος στην παγκόσμια οικονομία από την πλευρά των Κεντρικών τραπεζών  δεν προκάλεσε την αύξηση του  πληθωρισμού. Κι αυτό διότι υπάρχει αναστολή των πληρωμών των υποχρεώσεων των ιδιωτών και των επιχειρήσεων και ο περιορισμός των ιδιωτικών δαπανών και των επενδύσεων λόγω της αβεβαιότητας για το αύριο. Επιπλέον, την παρούσα περίοδο, η ποσοτική νομισματική «χαλάρωση» (αύξηση) που πραγματοποιούν οι Κεντρικές Τράπεζες όλων των αναπτυγμένων κρατών, αυξάνει το M δηλαδή, το προσφερόμενο χρήμα στην εθνική οικονομία αλλά το  σύνολο της αυξανόμενης προσφερόμενης ποσότητας κατευθύνεται στις αγορές κρατικών ομολόγων, στις χρηματιστηριακές αγορές (στην αγορά και την επαναγορά μετοχών), στις αγορές ακινήτων και στις τραπεζικές αποταμιεύσεις.  Έτσι, ο πληθωρισμός δεν αυξάνεται παρ. όλο τη νομισματική χαλάρωση.  Όμως , οι πληθωριστικές πιέσεις δεν είναι δυνατόν να περιορίζονται για πάντα.

Όταν η οικονομία «ανοίξει» οι υποχρεώσεις θα πρέπει να καλυφθούν και έτσι, ο πληθωρισμός θα επιστρέψει. Η μορφή και το μέγεθος που θα έχει ο πληθωρισμός είναι τώρα το ζητούμενο αλλά και αν ο πληθωρισμός θα συνοδευτεί με οικονομική μεγέθυνση δηλαδή, αύξηση τη οικονομικής δραστηριότητας και της αξίας αυτής. Οι αυξανόμενες διεθνείς τιμές πετρελαίου είναι μια πρώτη ένδειξη ότι ο πληθωρισμός με την πρώτη ευκαιρία θα επιστρέψει. Επιπλέον, οι τιμές των τροφίμων έχουν ήδη αρχίσει να αυξάνονται (στοιχεία World Bank Φεβρουάριος 2021).

Ο μεγάλος φόβος στον αναπτυγμένο κόσμο αυτή τη στιγμή είναι ο κίνδυνος της παγίωσης της κατάστασης της πανδημίας. Πολλοί οικονομικοί αναλυτές έχουν εκφράσει τους φόβους τους ότι  η διατήρηση της πανδημίας, είτε η εξέλιξη της είτε η διαδοχή πανδημικών κρίσεων ακόμη και αν αυτές μπορούν να ελεγχθούν  υγειονομικά και με διοικητικά μέτρα, θα οδηγήσουν σε μακροχρόνιο στασιμοπληθωρισμό :  αύξηση των τιμών των προϊόντων και υπηρεσιών με ελάχιστη αν όχι μηδενική οικονομική μεγέθυνση.

Συμπεράσματα – Προτάσεις

Σύμφωνα με τις έως τώρα εκτιμήσεις για πολλές χώρες η οικονομική ανάκαμψη και η επιστροφή στα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης προ της πανδημίας (Φεβρουάριος 2020) θα πάρει χρόνια. Η ανάκαμψη δεν θα είναι ισότιμη και δίκαια κατανεμημένη, οι ρυθμοί θα διαφέρουν μεταξύ χωρών αλλά και μεταξύ των οικονομικών κλάδων των εγχώριων οικονομιών (Kenneth Rogoff).  Για πολλούς αναλυτές, η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη θα έχει τη μορφή του γράμματος Κ,  που σημαίνει ότι ορισμένοι κλάδοι και κράτη θα κινηθούν ανοδικά και άλλοι/άλλα   θα παραμείνουν σε διαρκή κάθοδο τα επόμενα χρόνια (Nouriel Roubini, Jeffrey Sachs).

Πρόσφατες οικονομικές αναλύσεις διαπιστώνουν ότι η κρίση της πανδημίας «χτυπά» περισσότερο τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις προκαλώντας μεγάλη αύξηση της ανεργίας και μείωση της συνολικής παραγωγικότητας και του δυναμισμού των εθνικών οικονομιών (IMF Μάρτιος 2021). Για μια ακόμη φορά κερδισμένες είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις, ακόμη και σε κλάδους που δεν έχουν πληγεί από την κρίση. Έτσι, η μείωση του ανταγωνισμού και η αύξηση της δύναμης των μεγάλων επιχειρήσεων εκτιμάται ότι θα αυξήσει τις διεθνείς τιμές προϊόντων, μεσοπρόθεσμα.

Οι χώρες που αντιμετωπίζουν χρόνια προβλήματα υψηλού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, μονομέρεια στην οικονομική τους διάρθρωση και όχι διαφοροποίηση στη διάρθρωση της παραγωγής τους, θα αντιμετωπίσουν, όπως πάντα, τα μεγαλύτερα προβλήματα.   Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το Δεκέμβριο του 2020, προέβλεπε την επιστροφή της παγκόσμιας οικονομίας στην ανάπτυξη έως τέλος του έτους 2021, για την Ευρώπη έως το τέλος του έτους 2022   και για ορισμένους οικονομικούς κλάδους όπως ο τουρισμός έως το έτος 2023. Βέβαια οι εκτιμήσεις ανάκαμψης διαφοροποιούνται συνεχώς ανάλογα με το ρυθμό της διάθεσης των εμβολίων σε μια χώρα και το ρυθμό του εμβολιασμού των πολιτών της…

Η κρίση της πανδημίας  χαρακτηρίστηκε από πολλούς αναλυτές ως  ένας πόλεμος και ως ένας πόλεμος θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Για το καθηγητή Lawrence Summers: «οι καταστροφικές συνέπειες της πανδημίας για τις εθνικές οικονομίες  θα είναι μεγαλύτερες από τις καταστροφικές συνέπειες του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου».

Προσωπική εκτίμηση μας είναι ότι μετά το τέλος της πανδημίας ή τον οριστικό διακηρυσσόμενο έλεγχο της από τα δημόσια συστήματα υγείας και τις διοικήσεις των εθνικών κρατών, θα αναζητηθούν τρόποι επιδιόρθωσης των καταστροφών (ανεργία, μείωση εισοδημάτων, χρεοκοπία επιχειρήσεων και ιδιωτών, υψηλά δημόσια και ιδιωτικά χρέη, ανισότητες και νεόπτωχους).  Αυτά που θα αφήσει πίσω της η πανδημία «το τέλος του πολέμου», θα πρέπει να διορθωθούν από τα κράτη και τους διεθνείς οργανισμούς.  Από την ιστορική εμπειρία, εκτιμούμε ότι  η πρώτη «διόρθωση» που φαίνεται ότι θα επιδιωχθεί θα είναι η διόρθωση των οικονομικών ανισορροπιών που προκλήθηκαν στις εθνικές οικονομίες.

Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αναμένεται η ρύθμιση των δημόσιων και ιδιωτικών χρεών των κρατών. Η Ελλάδα θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη με μια δυναμική οικονομική διπλωματία και όχι με μονοπρόσωπους αυτοσχεδιασμούς για τη νέα διαπραγμάτευση και να επιδιώξει περικοπή του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους και αποπληρωμή του υπολοίπου του με μηδενικά  αν όχι με αρνητικά επιτόκια.  Η πρόταση δεν είναι παράλογη. Υπάρχουν ήδη 19 τρισεκατομμύρια δολάριά στην παγκόσμια ελεύθερη αγορά κρατικών ομολόγων που διαπραγματεύονται με αρνητικά επιτόκια, το έτος 2021.

Είναι  πλέον αμφισβητήσιμο το επιχείρημα ότι οι προγράμματα αναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής που στόχο έχουν να αυξήσουν το ΑΕΠ και να σταθεροποιήσουν τις οικονομίες σε περιόδους δημοσιονομικής κρίσης μπορούν να αποκαταστήσουν τη μεγάλη πτώση της αξίας του ελληνικού ΑΕΠ που σημειώθηκε τα τελευταία 10 και πλέον χρόνια δηλαδή, να ανακτήσουν το χαμένο 36% του ελληνικού εισοδήματος, σε σύντομο χρονικό διάστημα και να αποπληρώσουν το Ελληνικό Δημόσιο χρέος που πλέον είναι της 208% του Ελληνικού ΑΕΠ αλλά και το ιδιωτικό χρέος. Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον προστίθενται, η υψηλή ανεργία  πού είναι στο 16,3% της συνολικής απασχόλησης και το αυξανόμενο δημογραφικό πρόβλημα.

Η μακροοικονομική πολιτική των αναπτυγμένων κρατών, συμπεριλαμβανομένης και του Ελληνικού κράτους, κάποια στιγμή θα επανέρθει στην αναζήτηση της εσωτερικής και εξωτερικής οικονομικής ισορροπίας των εθνικών οικονομιών. Μέχρι τότε όμως, οι κεντρικές διοικήσεις των κρατών θα πρέπει να εφαρμόσουν μακροοικονομικές πολιτικές παρεμβάσεις που στόχο θα έχουν την επανέναρξη της ομαλής λειτουργίας και της ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας.

*Ο Βασίλειος Π. Πανουσόπουλος είναι Οικονομολόγος – Διεθνολόγος, Ειδικός Επιστήμονας, Βαθμός Α στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ)