Οι προειδοποιήσεις από μεγάλους παγκόσμιους οργανισμούς για το ενδεχόμενο πανδημίας από άγνωστους ιούς ήταν αρκετές, αλλά οι πολιτικές ηγεσίες δεν λάμβαναν μέτρα και κινούνταν με τη λογική του άτρωτου…

Τα προειδοποιητικά μηνύματα στάλθηκαν έγκαιρα τόσο από τον ΠΟΥ όσο και από το ΔΝΤ πριν από δυόμισι χρόνια, αλλά, όπως φάνηκε, χωρίς ανταπόκριση.

Η παρούσα πανδημία αλλά και οι νέες και ανερχόμενες μολυσματικές ασθένειες είναι σαφές ότι έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις και πρέπει από την κρίση με την COVID-19 να δούμε και το κόστος για το σύστημα υγείας και για τον έλεγχο της επιδημίας.

Οπως αποδείχθηκε το ξέσπασμα της πανδημίας δίνει γερά χτυπήματα στο σύστημα υγείας και ως εκ τούτου επιβάλλεται αναθεώρηση με ενίσχυσή του με κάθε κόστος.

Παράλληλα όμως αναδεικνύονται και άλλα θέματα, όπως η μείωση της παραγωγικότητας, καθώς η πανδημία οδήγησε σε γενικευμένη ή μερική καραντίνα. Ο φόβος της εξάπλωσης έφερε κοινωνική αποστασιοποίηση, κλείσιμο σχολείων, επιχειρήσεων, εμπορικών και μεταφορικών κέντρων, δημόσιων υπηρεσιών, διαταράσσοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα.

Αξίζει κανείς να θυμηθεί την απαγόρευση που επέβαλε η ΕΕ στις εξαγωγές βρετανικού βόειου κρέατος, και η οποία διήρκεσε 10 χρόνια, μετά την εμφάνιση της ασθένειας των τρελών αγελάδων στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρά τη σχετικά χαμηλή μετάδοσή της στους ανθρώπους. Αυτό και μόνο το γεγονός μάς δείχνει και το μέλλον, όπου θα έχουμε μεγάλη μείωση στον τουρισμό κι ενδεχομένως αποθάρρυνση άμεσων ξένων επενδύσεων.
Το επιδημιολογικό ζήτημα οξύνεται κι από τα δίδυμα φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής και της αστικοποίησης. Η αλλαγή του κλίματος επεκτείνει τους οικοτόπους διαφόρων φορέων ασθενειών, αλλά και την αστικοποίηση, που σημαίνει ότι περισσότεροι άνθρωποι ζουν κοντά, ενισχύοντας τη μεταδοτικότητα της νόσου.

Η μεγαλύτερη πρόκληση για την παγκόσμια κοινότητα είναι μια σειρά επιδημιών, συμπεριλαμβανομένων και όσων είναι άγνωστες, αλλά και η ταχύτερη και πιο αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, κάτι που δεν έγινε με την COVID-19.

Στη νέα κατάσταση είναι επιβεβλημένη η χρηματοδότηση ερευνών για εμβόλια, τα οποία όμως θα είναι λιγότερο χρήσιμα εάν οι κυβερνήσεις δεν διασφαλίσουν ότι οι πληθυσμοί που βρίσκονται σε κίνδυνο θα έχουν πρόσβαση σε αυτά.

Σε αυτό τον πρωτόγνωρο πόλεμο αναδεικνύεται ο αυξημένος ρόλος του δημόσιου τομέα. Η επιτυχία του ρυθμού ανάκαμψης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές που αναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια της κρίσης. Οι πολιτικές στήριξης των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και του χρηματοπιστωτικού τομέα θα πρέπει να περιλαμβάνουν έναν συνδυασμό μέτρων ρευστότητας (παροχή πίστωσης, αναβολή υποχρεώσεων) και μέτρα φερεγγυότητας. Η επιτυχία του ρυθμού ανάκαμψης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές που θα αναληφθούν και κυρίως εάν αυτές διασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενοι δεν θα χάσουν τη δουλειά τους, οι μισθωτές δεν θα εκδιωχθούν λόγω οικονομικών δυσκολιών, οι εταιρείες αποφύγουν την πτώχευση.

Η μεγάλη πρόκληση για τις προηγμένες οικονομίες είναι οι κυβερνήσεις να μπορούν εύκολα να χρηματοδοτήσουν μια έκτακτη αύξηση των δαπανών. Εάν επιδεινωθεί η κρίση, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί την ίδρυση ή την επέκταση μεγάλων κρατικών εταιρειών χαρτοφυλακίου για να αναλάβει τις προβληματικές ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Υφεσης.

Η παρούσα κρίση φέρνει στο προσκήνιο και λύσεις από το παρελθόν, αλλά αναδεικνύει και τον νόμο της κατάλληλης στιγμής, όπως λένε οι γκουρού της ηγεσίας, δηλαδή «το πότε θα δράσεις είναι εξίσου σημαντικό με το τι θα κάνεις και το πού θα κατευθυνθείς».