«Δεν είμαι εγώ που μεγάλωσα. Είναι οι ταινίες που έγιναν μικρές». Τάδε έφη Γκλόρια Σουάνσον ως Νόρμα Ντέσμοντ, μια πρώην σταρ του βωβού κινηματογράφου που πασχίζει να καταλάβει γιατί τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά, στη «Λεωφόρο της Δύσης» (1950), μία από τις πολλές αριστουργηματικές ταινίες του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Μπίλι Γουάιλντερ (1906-2002) και μία από εμβληματικότερες με θεματική την απατηλή λάμψη της βιομηχανίας του θεάματος.

Ο δημοφιλής συγγραφέας Τζόναθαν Κόου είναι φανατικός των ταινιών του αυστριακού εβραίου (και μετέπειτα Αμερικανού λόγω της ανόδου του Χίτλερ) σκηνοθέτη, τόσο φανατικός δηλαδή ώστε να του αφιερώσει ένα ολόκληρο βιβλίο, το τελευταίο του, με τίτλο «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Αλκηστις Τριμπέρη).

Ωστόσο επιλέγει να εστιάσει σε μια άλλη, σχεδόν άγνωστη ταινία του. Πρόκειται για τη «Φεντόρα» (1978), την προτελευταία ταινία του, την οποία γύρισε στην όγδοη δεκαετία της ζωής του περίπου ως μια εκμοντερνισμένη εκδοχή της «Λεωφόρου», με πρωταγωνίστρια μια διάσημη ντίβα του Χόλιγουντ απομονωμένη σε μια βίλα στην Κέρκυρα, με ένα μυστήριο να περιβάλλει την εκεί παραμονή της και την αγέραστη ομορφιά της.

«Ενα γράμμα αγάπης» στον Μπίλι Γουάιλντερ αλλά και μια ελεγεία στην καλλιτεχνική αποτυχία, το νέο βιβλίο του αγαπημένου Τζόναθαν Κόου διαβάζεται και ως… ταινία, σε ένα σημείο μάλιστα παίρνει και τη μορφή σεναρίου. Σε ταξιδεύει, σε αιχμαλωτίζει, σε κάνει να αισθάνεσαι αυτή την παρηγορητική συντροφιά που μόνο ένα καλό βιβλίο μπορεί να σου προσφέρει. Για να μην πούμε βέβαια ότι σε κάνει να λαχταράς να δεις κάθε ταινία του κορυφαίου σκηνοθέτη της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, ο οποίος δεν γύρισε μόνο το «Μερικοί το προτιμούν καυτό» (1959) με τη Μέριλιν Μονρόε ή την «Τροτέζα» (1963) με τη Σίρλεϊ Μακ Λέιν, αλλά δεκάδες ακόμη ταινίες, στην πλειονότητά τους υψηλά δείγματα καλού κινηματογράφου και καλογραμμένου σεναρίου.

Και μια μικρή λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά στο βιβλίο του Κόου: H κεντρική ηρωίδα του, Καλλιστώ, η οποία θα βρεθεί στο σύμπαν του Μπίλι Γουάιλντερ, έχει μεν μια ρίζα από την Αγγλία, αλλά είναι πρωτίστως Ελληνίδα και μένει σε ένα μεγάλο διαμέρισμα στην Αχαρνών.

 

Θα ξεκινήσω από την προφανή αλλά αναγκαία ερώτηση: Γιατί ο Μπίλι Γουάιλντερ;

«Διότι είναι ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης. Η πρώτη του ταινία που λάτρεψα ήταν «Οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς» (σ.σ.: 1970), όμως μια μέρα όταν ήμουν έφηβος και είχα αρχίσει να βλέπω στην τηλεόραση την «Γκαρσονιέρα» (σ.σ.: 1960), μου ήρθε κάτι σαν επιφοίτηση. Υπάρχει ένα σημείο σε αυτή την ταινία όπου οι αφηγηματικές γραμμές συγκλίνουν και διασταυρώνονται με έναν τρόπο τόσο κομψό και καυστικό που μου έκοψε την ανάσα. Ηταν μια στιγμή που με συγκίνησε και έφερε δάκρυα στα μάτια μου. Από εκεί και έπειτα ήμουν αφοσιωμένος οπαδός του».

Ο σκηνοθέτης Billy Wilder

Ποιο πιστεύετε ότι ήταν το μεγαλύτερο ταλέντο του;

«Η δομή. Η αρχιτεκτονική της αφήγησης. Ο ρυθμός της πλοκής στις ταινίες του είναι εκπληκτικός. Και φυσικά, το βλέμμα του που ρίχνει μια υπέροχα κυνική ματιά πάνω στην ανθρώπινη φύση και στις ύστερες ταινίες του ανθίζει σε ρομαντισμό. (Ο κυνισμός τελικά είναι απλώς ένας καταπιεσμένος ρομαντισμός, όπως όλοι ξέρουμε)».

Γιατί επιλέξατε να εστιάσετε την πλοκή στην παραγνωρισμένη μεν αλλά και αναμφίβολα ήσσονος σημασίας σε σχέση με τις άλλες ταινίες του «Φεντόρα»;

«Οχι επειδή τη θεωρώ την καλύτερή του ταινία, γιατί σίγουρα δεν είναι! Την επέλεξα επειδή οι συνθήκες παραγωγής της παρουσίαζαν μεγάλο ενδιαφέρον. Ολες οι υπόλοιπες ταινίες του Γουάιλντερ είχαν χρηματοδοτηθεί από το Χόλιγουντ. Ομως όταν άρχισε να ψάχνει χρήματα για να γυρίσει τη «Φεντόρα», όλες οι πιο πρόσφατες ταινίες του δεν είχαν αποδειχθεί κερδοφόρες. Βρισκόταν σε μια περίοδο της καριέρας του στην οποία ήταν πλέον «ασύμφορος», αυτός που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ένας από τους πιο σπουδαίους σκηνοθέτες στην Αμερική. Οπότε έπρεπε να αναζητήσει τη χρηματοδότηση στη Γερμανία, μια χώρα με την οποία διατηρούσε μια σχέση αγάπης – μίσους. Από τη μία είχε διαμορφωθεί καλλιτεχνικά στο Βερολίνο, όπου είχε ζήσει τις δεκαετίες ’20 και ’30, αλλά από την άλλη πολλά μέλη της οικογένειάς του είχαν πεθάνει στο Ολοκαύτωμα και δεν μπορούσε να συγχωρήσει τους Γερμανούς για τη συνενοχή τους σε αυτό το γεγονός. Οπότε αυτή ήταν η κατάλληλη ταινία για να εστιάσω εάν ήθελα να φτάσω στην ουσία του Μπίλι Γουάιλντερ. Αυτό είναι ένα βιβλίο για τον αγώνα ενός καλλιτέχνη να παραμείνει στα πράγματα καθώς μεγαλώνει, όπως είναι και ένα βιβλίο για τα αμφιλεγόμενα αισθήματά του απέναντι στις ευρωπαϊκές ρίζες του, έχοντας ζήσει τόσα χρόνια στις ΗΠΑ».

Αυτή η επιλογή αντανακλά ενδεχομένως και μια δική σας ανησυχία ότι μπορεί να χάσετε την επαφή σας με την εποχή σας και ακολούθως με την πρώτη ύλη των βιβλίων σας και με το κοινό σας;

«Ναι, βέβαια. Του χρόνου θα γίνω 60 χρόνων και όσο μεγαλώνεις τόσο δυσκολότερο γίνεται να γράφεις για τον κόσμο όπως τον βλέπουν οι νεότεροι άνθρωποι από εσένα. Οταν ήμουν νεαρός δημοσιογράφος πήρα μια συνέντευξη από τον Αντονι Μπέρτζες, ο οποίος ήταν τότε 72 ετών και θυμάμαι ότι μου είχε πει πως δεν μπορούσε να γράψει πλέον βιβλία τα οποία διαδραματίζονταν στη σύγχρονη Βρετανία γιατί δεν καταλάβαινε τον τρόπο με τον οποίο μιλούσαν οι νέοι. Και ο Μπίλι Γουάιλντερ τη δεκαετία του ’70 είχε την οδυνηρή επίγνωση ότι το κοινό των θεατών του κινηματογράφου γινόταν όλο και νεότερο και ήθελε να δει ταινίες όπως «Ο Πόλεμος των Αστρων» και οι «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου», δηλαδή όχι τις εκλεπτυσμένες, σχεδόν λογοτεχνικού ύφους κωμωδίες και τα δράματα που σκηνοθετούσε εκείνος. Οπότε, από μια άποψη, έγραψα αυτό το βιβλίο για να προετοιμάσω τον εαυτό μου για τη στιγμή που θα αρχίσω να αισθάνομαι το ίδιο».

Είναι η αίσθησή μου ή όντως εστιάσατε περισσότερο στο ελληνικό κομμάτι της ταινίας;

«Η Φεντόρα γυρίστηκε σε τρεις διαφορετικές χώρες: στην Ελλάδα (στην Κέρκυρα και στη Λευκάδα), στη Γερμανία (στα Bavaria Studios στο Μόναχο) και στη Γαλλία (στα Studios de Boulogne-Billancourt στο Παρίσι). Νομίζω ότι έχω αφιερώσει τον ίδιο αριθμό σελίδων σε καθεμία από αυτές. Ωστόσο, το γεγονός ότι η αφηγήτριά μου είναι από την Αθήνα δημιουργεί την αίσθηση ότι το βιβλίο είναι πιο «ελληνικό»».

Αρωμα από Κέρκυρα στο νέο βιβλίο του Τζόναθαν Κόου

Από πού αντλήσατε την έμπνευση για να δημιουργήσετε τον χαρακτήρα της Καλλιστώς;

«Χρειαζόμουν μια δικαιολογία ώστε να είναι πειστικός ο λόγος που εμπλέκεται στην παραγωγή της ταινίας, και ένας εύκολος τρόπος ήταν να την κάνω διερμηνέα στη διάρκεια των γυρισμάτων στην Ελλάδα. Οπότε έπρεπε να μιλάει άψογα ελληνικά, κάτι που σήμαινε ότι θα έπρεπε να είναι από την Ελλάδα. Εκτός από αυτόν τον παράγοντα, όπως συμβαίνει με πολλούς από τους χαρακτήρες μου, η ηρωίδα μου είναι μια εκδοχή του εαυτού μου. Αν εξαιρέσεις ότι είναι γυναίκα, είναι ακριβώς όπως εγώ όταν ήμουν 20 – ντροπαλή, αφελής, με δυσκολία να κρίνει σωστά τις καταστάσεις και γοητευμένη με τη συγγραφή και με το να παίζει μουσική, παρότι δεν έχει επαγγελματική ειδίκευση».

Είναι πολλές οι διαθέσεις που δημιουργεί στον αναγνώστη το βιβλίο σας, αλλά θα εστιάσω στις ξεκαρδιστικές συνεντεύξεις του Γουάιλντερ με δύο έλληνες δημοσιογράφους στην Κέρκυρα. Αυτοί οι διάλογοι είναι εμπνευσμένοι από προσωπική εμπειρία σας και δη στην Ελλάδα; Το λέω γιατί σε κάθε ζωντανή συνέντευξη υπάρχει συνήθως ένας γραφικός παριστάμενος, αν και όχι δημοσιογράφος, που θέλει απλώς να πει τα δικά του και δεν έχει ιδέα για το έργο του συγγραφέα.

«Τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια έχω δώσει εκατοντάδες συνεντεύξεις. Δύο ή τρεις από αυτές (όχι παραπάνω) ήταν εξίσου κακές με αυτές που έπρεπε να υπομείνει ο Γουάιλντερ στην Κέρκυρα, αλλά στη δική μου την περίπτωση δεν έγιναν με έλληνες δημοσιογράφους. Είναι λίγο σκληρό από την πλευρά μου που κάνω αυτούς τους δημοσιογράφους να φαίνονται τόσο γελοίοι, αλλά αισθανόμουν ότι χρειαζόταν λίγη κωμωδία σε εκείνο το σημείο».

Υποθέτω ότι για να γραφτεί ένα τέτοιο βιβλίο χρειάστηκε πολλή έρευνα. Πόσο καιρό το δουλεύατε;

«Η αλήθεια είναι ότι έχω διαβάσει τόσο πολλά βιβλία για τον Μπίλι Γουάιλντερ μέσα στα χρόνια και έχω δει τις ταινίες του τόσο πολλές φορές, ώστε δεν χρειάστηκε να κάνω μεγάλη έρευνα. Επρεπε απλώς να φρεσκάρω τη μνήμη μου. Ημουν τυχερός που μου πρόσφεραν ένα πρόγραμμα φιλοξενίας για συγγραφείς (residency) στο Κασκάις, μια μικρή όμορφη πόλη βόρεια της Λισαβόνας, ακριβώς όταν είχα ξεκινήσει να το γράφω. Εμεινα εκεί για δύο μήνες και έβλεπα μια διαφορετική ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ σχεδόν κάθε βράδυ. Αυτή ήταν η βασική έρευνα που έκανα. Πολύ ευχάριστη! Με ελάχιστα από τα βιβλία μου πέρασα τόσο ωραία όσο τα έγραφα».

Υπήρχε κάτι που σας εξέπληξε ή σας εντυπωσίασε σε αυτή τη διαδικασία άντλησης πληροφοριών;

«Αφορά τον τρίτο βασικό χαρακτήρα του βιβλίου, τον σεναριογράφο που συνεργαζόταν με τον Γουάιλντερ, Ι. Α. Λ. Ντάιμοντ. Νομίζω ότι η συμβολή του στη δημιουργία της ταινίας είναι το γεγονός που με εξέπληξε περισσότερο. Ηταν βαθιά δυστυχής και έξω από τα νερά του σε όλη τη διάρκειά της, σε σημείο να αρρωστήσει και σωματικά, αλλά παρέμεινε παρών μέχρι το τέλος επειδή αγαπούσε και θαύμαζε τόσο πολύ τον Γουάιλντερ. Δεν είχα ιδέα ότι η δημιουργία της ταινίας ήταν τόσο δύσκολη για εκείνον».

Εκτός από αυτόν τον, ας τον πούμε, οφειλόμενο φόρο τιμής στον Γουάιλντερ, θέλατε να κάνετε και ένα διάλειμμα από τη συνήθη θεματική των βιβλίων σας, η οποία περιστρέφεται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό γύρω από την πολιτική και τις τρέχουσες εξελίξεις;

«Ναι. Γενικά μου αρέσει να γράφω εναλλάξ ένα βιβλίο περισσότερο πολιτικό και ένα άλλο που δεν είναι, αλλά αυτή τη φορά ήταν απαραίτητο να το κάνω. Αφότου κοίταξα από τόσο κοντά την πρόσφατη Ιστορία της χώρας μου με το προηγούμενο βιβλίο μου, τη «Μέση Αγγλία», ήθελα απεγνωσμένα να αποδράσω σε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Ξέρετε, πολλοί έχουν περιγράψει το συγκεκριμένο βιβλίο ως μια φυγή από την πραγματικότητα. Είμαι χαρούμενος με αυτή την περιγραφή και καταλαβαίνω γιατί ο κόσμος την αναζητεί στη λογοτεχνία αυτή τη στιγμή. Θα ήθελα ωστόσο να υπενθυμίζω στους αναγνώστες ότι μολονότι «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ» είναι ένα βιβλίο που προσπαθεί να είναι αστείο και αισιόδοξο, λέει επίσης την ιστορία ενός ανθρώπου που έχασε την οικογένειά του στο Ολοκαύτωμα, οπότε δεν είναι πάντα εύθυμο και ανάλαφρο».

Αλήθεια, πώς είναι η κατάσταση με την πανδημία στο Λονδίνο αυτή την περίοδο; Εσείς πώς την αντιμετωπίζετε;

«Το Λονδίνο βρίσκεται σε ένα χαλαρό lockdown, το οποίο ενδεχομένως η Ελλάδα δεν θα το αναγνώριζε καν ως «lockdown». Οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμο και τα περισσότερα μαγαζιά είναι ανοιχτά. Οι παμπ και τα εστιατόρια είναι κλειστά, όπως και τα βιβλιοπωλεία, δυστυχώς. Στην Αγγλία το βιβλίο κυκλοφόρησε την ίδια ημέρα που έκλεισαν τις πόρτες τους όλα τα βιβλιοπωλεία της χώρας. Δεν ήταν και πολύ καλό για τις πωλήσεις μου. Προσωπικά, δεν με νοιάζει να είμαι σπίτι όλη μέρα, για να είμαι ειλικρινής αυτός είναι ο συνηθισμένος τρόπος ζωής μου. Μου λείπει όμως τόσο πολύ να ταξιδεύω στην Ευρώπη. Αυτό το φθινόπωρο, όπως και τον χειμώνα, υποτίθεται ότι θα έπρεπε να έρθω στην Ελλάδα, στην Αυστρία, στη Γαλλία, στην Ιταλία – όλα τα ταξίδια ακυρώθηκαν. Μου αρέσει πολύ να συναντώ τους αναγνώστες μου από άλλες χώρες και λυπάμαι που δεν μπορώ να το κάνω».

Οπότε, τι κάνετε στο σπίτι; Εχετε υπόψη σας τη θεματική που θα έχει το επόμενο βιβλίο σας;

«Ναι, έχω ήδη αρχίσει να το γράφω. Είναι άλλο ένα πολιτικό μυθιστόρημα, μέρος του οποίου διαδραματίζεται στο παρόν και αφορά τη σχέση των Αγγλων με την Ευρώπη και τη δική τους Ιστορία. Είναι λίγο σαν τη «Μέση Αγγλία», αλλά μάλλον πιο σοβαρό, όπως ακριβώς αρμόζει στους καιρούς που ζούμε».