Καθώς η πανδημία μαίνεται σε ολόκληρο τον κόσμο και στη χώρα μας εμφανίζει ανησυχητικά αυξητικές τάσεις, τα μάτια όλων είναι στραμμένα στους επιστήμονες και στις προσπάθειές τους για εξεύρεση θεραπειών και εμβολίων. Διόλου τυχαία λοιπόν ακούμε συνεχώς για κλινικές δοκιμές εμβολίων, για νέα φάρμακα αλλά και παλαιότερα που δοκιμάζονται σε ασθενείς με Covid-19. Η αλήθεια είναι ότι συνήθως ακούμε για επιτυχίες (σπανιότερα μαθαίνουμε για σκευάσματα που αποτυγχάνουν), ενώ οι προβλέψεις για τα επικείμενα εμβόλια δίνουν και παίρνουν. Τι ισχύει όμως απ’ όλα αυτά; Πόσο έγκυρες είναι οι προβλέψεις; Και γιατί κάποια σκευάσματα που αρχικώς έμοιαζαν ελπιδοφόρα στην πορεία αποτυγχάνουν;

Ζητήσαμε απαντήσεις από τον Ηλία Παπαθεοδώρου, διευθύνοντα σύμβουλο γαλλο-ελβετικής εταιρείας βιοτεχνολογίας η οποία αναπτύσσει φάρμακα για σπάνιες παθήσεις. Με μακρά πορεία στον χώρο, ο κ. Παπαθεοδώρου (τον οποίο συναντήσαμε στην Αθήνα) γνωρίζει την ανάπτυξη θεραπειών εκ των έσω, αλλά – καθώς η εταιρεία του δεν εμπλέκεται στα της Covid-19 – διαθέτει την απαιτούμενη αποστασιοποίηση για να μας δώσει μια ψύχραιμη άποψη.

«Η ταχύτητα με την οποία προχωρεί η ανάπτυξη εμβολίων είναι κάτι το ανεπανάληπτο» λέει στο ΒΗΜΑ-Science ο Ηλίας Παπαθεοδώρου

Εχουμε όλοι τόση ανάγκη να πιστέψουμε ότι σύντομα θα υπάρξει φάρμακο ή εμβόλιο για τον ιό, αλλά ο καιρός περνά και ενώ ακούμε για προόδους, πρακτικά δεν έχουμε τίποτε ακόμη και η κοινή γνώμη μοιάζει μπερδεμένη…

«Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μια σύγχυση καθώς οι ειδήσεις είναι πολλές και αφορούν διαφορετικά και συχνά μη συγκρίσιμα πράγματα. Θα μπορούσε κανείς να ομαδοποιήσει τις προσπάθειες αντιμετώπισης του ιού σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη αφορά την πρόληψη και είναι η ανάπτυξη εμβολίων, η δεύτερη αφορά την ανάπτυξη αντι-ιικών φαρμάκων (φαρμάκων δηλαδή που στόχο έχουν να εμποδίσουν τον ιό να πολλαπλασιαστεί μέσα στα κύτταρα του ξενιστή του) και η τρίτη αφορά την ανάπτυξη φαρμάκων τα οποία στοχεύουν να μειώσουν τις επιπλοκές της μόλυνσης από τον ιό. Για καθεμία από τις κατηγορίες αυτές υπάρχουν διαφορετικά χρονοδιαγράμματα καθώς και διαφορετικές προδιαγραφές για τις κλινικές δοκιμές».

Τι εννοείτε;

«Παραδείγματος χάριν, για τις κλινικές δοκιμές των εμβολίων απαιτούνται υγιείς εθελοντές, ενώ για να δοκιμαστεί η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων οι εθελοντές πρέπει να είναι ασθενείς. Αντιστοίχως, διαφορετικό είναι το τελικό ζητούμενο από ένα εμβόλιο και διαφορετικό από ένα αντι-ιικό φάρμακο: για να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα του πρώτου θα πρέπει αυτό να προστατεύει τους εμβολιασμένους από τη λοίμωξη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση θα πρέπει να παρατηρείται μείωση του ιικού φορτίου σε περίπτωση λοίμωξης. Τέλος, η αποτελεσματικότητα της τρίτης κατηγορίας φαρμάκων μετριέται με τη μείωση της περιόδου νοσηλείας ή/και των θανάτων».

Προσφάτως ανακοινώθηκαν δύο ηχηρές αποτυχίες αυτής της κατηγορίας φαρμάκων: ούτε τα μονοκλωνικά αντισώματα της Roche ούτε αυτά της Regeneron-Sanofi φάνηκαν αποτελεσματικά στη μείωση των επιπλοκών από την Covid-19. Σας παραξενεύει αυτό;

«Και τα δύο αυτά σκευάσματα, τα οποία έχουν ένδειξη για άλλες παθήσεις, στόχο έχουν να μειώσουν τα επίπεδα της ιντερλευκίνης 6 στον οργανισμό. Καθώς η ιντερλευκίνη 6 εμπλέκεται και στην καταιγίδα των κυτταροκινών, η οποία αποτελεί σοβαρότατη επιπλοκή της νόσου, άξιζε να δοκιμαστούν. Μπορεί μια αποτυχημένη κλινική δοκιμή να μας απογοητεύει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έπρεπε να γίνει, καθώς εμπλουτίζει τις γνώσεις μας. Από τις συγκεκριμένες κλινικές δοκιμές μάθαμε ότι δεν μπορούμε να βασιστούμε σε αυτά για να αντιμετωπίσουμε τις βαριές περιπτώσεις της Covid-19 και πως πρέπει να αναζητήσουμε κάτι άλλο».

Υπάρχει μια μεγάλη αδημονία για τα εμβόλια και συχνά-πυκνά ακούμε επικείμενες ημερομηνίες στις οποίες θα είναι διαθέσιμα. Ποια είναι η άποψή σας;

«Κατ’ αρχάς να πούμε ότι η ταχύτητα με την οποία προχωρεί η ανάπτυξη εμβολίων είναι κάτι το ανεπανάληπτο. Βεβαίως κανείς δεν ξέρει ακόμη ποιο ή ποια εμβόλια θα αποδειχθούν αποτελεσματικά».

Παρά τις ανεπανάληπτες ταχύτητες, η κοινή γνώμη εκτιμά ότι τα πράγματα δεν πάνε όσο γρήγορα θα θέλαμε…

«Από τις ερωτήσεις που έχω δεχτεί αυτόν τον καιρό θεωρώ ότι η κοινή γνώμη μπερδεύει το εμβόλιο της γρίπης (για την οποία έχουμε ένα νέο εμβόλιο κάθε χρόνο) με το εμβόλιο για τον SARS-CoV-2. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα: στην περίπτωση της γρίπης δεν έχουμε ανάπτυξη εμβολίου. Εχουμε, κατά μια έννοια, επιλογή ενός εμβολίου από τα πολλά που διαθέτουμε στο ράφι. Κάθε χρόνο δηλαδή οι ειδήμονες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), με βάση τις εκτιμήσεις τους για το ποιο στέλεχος του ιού της γρίπης θα ενσκήψει την επόμενη χειμερινή περίοδο, επιλέγουν τα στελέχη που θα περιλαμβάνονται στο εμβόλιο και αρχίζει η παραγωγή του. Στην περίπτωση του SARS-CoV-2 δεν υπήρχε τίποτε στο ράφι. Εδώ λοιπόν μιλάμε για ανάπτυξη εμβολίου από το μηδέν. Οσοι λοιπόν είναι απογοητευμένοι, νομίζοντας ότι θα έπρεπε να υπάρχει εμβόλιο μέχρι τον Σεπτέμβρη, καλό είναι να γνωρίζουν ότι υπάρχουν ορισμένες διαδικασίες στην ανάπτυξη εμβολίων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ασφάλεια, οι οποίες δεν επισπεύδονται».

Η αδημονία γεννήθηκε εν μέρει και από τις ανακοινώσεις εταιρειών σχετικά με την κατασκευή υποδομών για μαζική παραγωγή των μελλοντικών εμβολίων τους.

«Πράγματι, φαρμακοβιομηχανίες έχουν πάρει το τεράστιο ρίσκο να επενδύσουν στη δημιουργία των υποδομών πριν ακόμη βεβαιωθούν ότι έχουν ένα αποτελεσματικό εμβόλιο, και αυτό γεννά όντως μια αδημονία. Αλλά είναι ο μόνος τρόπος να κερδηθεί χρόνος».

 

Δεν είναι κάπως ανησυχητική αυτή η βιασύνη; Σας ανησυχεί κάτι στην επιτάχυνση των διαδικασιών για την ανάπτυξη του εμβολίου;

«Σε σχέση με το παρελθόν, η τεχνολογία έχει προχωρήσει τόσο πολύ ώστε να μπορούμε να επισπεύσουμε πολλά βήματα. Δεν έχω αυξημένες ανησυχίες ως προς την ασφάλεια των εμβολίων, καθώς έχουμε πολλά δεδομένα του παρελθόντος, ειδικά για εμβόλια που χρησιμοποιούν ως όχημα μεταφοράς τον αδενοϊό. Oμως πρέπει να αποδειχτούν η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια των εμβολίων με σωστά σχεδιασμένες κλινικές δοκιμές».

Δεν είναι ενθαρρυντικά τα πρώτα αποτελέσματα; Σχεδόν όλοι έχουν αναφέρει ότι παρατηρείται στους εθελοντές παραγωγή αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό.

«Η μέτρηση της αποτελεσματικότητας δεν είναι απλή υπόθεση. Η ενθαρρυντική όντως παρατήρηση της παραγωγής αντισωμάτων δεν αρκεί: πρέπει να γνωρίζουμε τα ποσά των αντισωμάτων, τη διάρκειά τους, την ικανότητα να εξουδετερώνουν τον ιό. Επίσης πρέπει να ξέρουμε σε πόσες δόσεις θα πρέπει χορηγηθεί ένα εμβόλιο και ποια είναι η αντίδραση διαφορετικών ηλικιακών ομάδων σε αυτό. Για να δοθούν απαντήσεις σε όλα αυτά, θα απαιτηθούν για κάθε εμβόλιο χιλιάδες εθελοντές, πράγμα που εξηγεί και το γιατί οι κλινικές δοκιμές των εμβολίων παίρνουν χρόνο. Το εντυπωσιακό είναι πως η πρώτη εταιρεία που ξεκίνησε Φάση 3 δήλωσε πως θα βρεθούν οι 30.000 εθελοντές μέσα σε 4 με 8 εβδομάδες».

Θέλετε να κάνετε μια πρόβλεψη για το ποιο εμβόλιο είναι το επικρατέστερο ή για το πότε θα είναι εύλογο να το αναμένουμε;

«Πρέπει όλοι να ευχόμαστε να είναι αποτελεσματικά και ασφαλή όσο περισσότερα εμβόλια γίνεται. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να έχουμε επαρκή ποσότητα δόσεων. Κλινικά δεδομένα από τα πρώτα εμβόλια θα έχουμε το τρίτο τρίμηνο του έτους, αλλά μαζική διανομή μάλλον από τις αρχές του 2021. Είμαι αισιόδοξος».