“Eφυγε” στις 26 Ιουλίου 2020 ξεχασμένη για πολλά χρόνια, η μόνη, ίσως, εναπομείνασα προπολεμική και εξαίρετη ηθοποιός του Χόλιγουντ, Ολίβια Μέρι ντε Χάβιλαντ.

Αξιόλογη γιατί άρχισε με μέτριες ταινίες στο πλάι του swashbuckler (φασουλόμαγκα, ειρωνικά) του χολιγουντιανού σινεμά Ερολ Φλιν στη δεκαετία του ΄30 με το Σάντα Φε, τον Κάπτεν Μπλαντ, την Επέλασι ΕλαφράςΤαξιαρχίας αλλά και το εμπορικότατο Ρομπέν των Δασών, την πιο αγαπημένη ταινία των Ελλήνων πιτσιρικάδων -και όχι μόνο- εκείνης της εποχής .

Αρχισε το 1935 με το Ονειρο Θερινής Νυκτός, αλλά ο πρώτος σημαντικός ρόλος που της ανατέθηκε ήταν στην ταινία-σταθμό τότε, το Οσα Παίρνει ο Ανεμος, όπου προτάθηκε για το όσκαρ β΄γυναικείου ρόλου χωρίς να το κερδίσει. Θα κερδίσει, ωστόσο το όσκαρ Α΄γυναικείου ρόλου (1946) στο μελοδραματικό αλλά και συμπαθητικό εργάκι To Each His Own (ελληνικός τίτλος: «Δωσ’μου πίσω το παιδί μου»), όπου με έναν τέτοιο τίτλο ανοίγονται οι δρόμοι στα ελληνικά μελό και βεβαίως η εποχή «του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου».

1.Ακολουθεί από τα 1946 έως το 1949, η λαμπρή της περίοδος όπου διέκοψε τη σχέση της με τον Ερολ Φλιν (συμπρωταγωνίστησαν σε εννέα έργα, όμως κατά την ντε Χάβιλαντ η σχέση τους ήταν πλατωνική) αλλά και την Warner Bross που δεν της έδινε ρόλους αντάξιους του ταλέντου της. Το γεγονός ότι «μεταγράφηκε» στην Paramount- ύστερα από μια δίκη κατά της Warner που την κέρδισε, τις έκανε καλό στην παραπέρα καριέρα της.

Οι τρεις αξιολογότερες ταινίες που γύρισε (1946-49) η ντε Χάβιλαντ ήταν: α) Τhe Dark Mirror («Το διπλό αίνιγμα») έξοχη ταινία νουάρ του λαμπρού σκηνοθέτη Ρόμπερτ Σιόντμακ, όπου μια γυναίκα (Ολίβια ντε Χάβιλαντ) θεωρείται ύποπτη για το φόνο του εραστή της γιατρού.

Συμβαίνει όμως να έχει μια δίδυμη αδελφή. Και οι δυο διαθέτουν τέλεια άλλοθι για τη νύχτα του φόνου, οπότε ο υπαστυνόμος που έχει αναλάβει την υπόθεση ζητάει τη βοήθεια ενός ψυχιάτρου(ήταν ακριβώς η εποχή που οι χολιγουντιανοί παραγωγοί και σκηνοθέτες προσέφευγαν Ad nauseam στον Φρόιντ και την ψυχολογία ) .

Αυτός βρίσκει ποια από τις δύο έχει διαπράξει το φόνο αλλά στην πορεία των ερευνών ερωτεύεται τη μία από τις δύο δίδυμες. Οι Χάβιλαντ διεκπεραιώνει άψογα το διπλό της ρόλο, τον ένα ως άτολμη και συνεσταλμένη αδελφή μιας γεμάτης αυτοπεποίθηση γοητευτικής γυναίκας. Όλα αυτά κάτω από την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Σιόντμακ μας δίνουν ένα έξοχο νουάρ που μοιάζει σαν να γυρίστηκε επί των ημερών μας.

β.) Snake pit, « Ο λάκκος με τα φίδια». Ταινία του Ρώσου σκηνοθέτη Ανατολ Λίτβακ που κέρδισε έξι οσκαρικές υποψηφιότητες, άλλα πήρε μόνο το όσκαρ του ήχου. Στο Φεστιβάλ Βενετίας όμως κέρδισε δύο σημαντικά βραβεία, αυτό για την καλύτερη ηθοποιό (ντε Χάβιλαντ) και αυτό της καλύτερης σκηνοθεσίας (Ανατολ Λίτβακ). Βραβεία Volpi.

Πρόκειται για μια ταινία κοινωνική φωνή-διαμαρτυρίας για τις επικρατούσες άθλιες συνθήκες στα δημόσια ψυχιατρεία της Αμερικής από τον Αριστερό Ανατολ Λίτβακ.

Η ντε Χάβιλαντ γνωρίζεται με ένα συμπαθή νέο (Μαρκ Στίβενς) ερωτεύονται και παντρεύονται. Παρουσιάζει όμως συμπτώματα κλονισμένης ψυχικής υγείας. Φοβίες, απώλεια μνήμης και «ακούσματα φωνών». Προβληματισμένος ο σύζυγος αποφασίζει να την στείλει σε ψυχιατρείο. Και από δω και πέρα αρχίζει το μαρτύριό της. Το ψυχιατρείο είναι σκέτη κόλαση και το προσωπικό, γιατροί και νοσοκόμες, κακοί ή αδιάφοροι.

Για καλή της τύχη, όμως, η Χάβιλαντ βρίσκει εκεί ένα γιατρό (Λίο Γκεν) που ενδιαφέρεται για την περίπτωσή της και καταπιάνεται με τη θεραπεία της προσπαθώντας να διεισδύσει στον βασανισμένο ψυχικό της κόσμο. Πρώτα με ηλεκτροσόκ. Υστερα με συνεδρίες όπου της φέρεται με ανθρωπιά και καλοσύνη κερδίζοντας την εμπιστοσύνη και την αγάπη της. Ο έρωτας που νιώθει η ντε Χάβιλαντ για το γιατρό λειτουργεί λυτρωτικά και έτσι ο γιατρός μπορεί και κατορθώνει να ανοίξει τη ψυχή της για να φτάσει στο σημείο θεραπείας της.

Ωστόσο, ο κίνδυνος ελλοχεύει πάντα σε τούτο το έργο με τα συνεχή flashbacks .Μία νοσοκόμα, που μάλλον ορέγεται το γιατρό (Λίο Γκέν), φέρεται τόσο άσχημα στην ντε Χάβιλαντ ώστε εκείνη υποτροπιάζει και ενώ είχε υπαχθεί στους υπό θεραπεία ασθενείς που θα έπαιρναν εξιτήριο, κλείνεται στην φοβερή απομόνωση με προοπτική να την βάλουν στο κολαστήριο, «το λάκκο με τα φίδια».

Το τέλος, ωστόσο, προσφέρει ένα happy end. Χάρη στην αγάπη του αφοσιωμένου συζύγου της, τη στοργική και ανθρώπινη φροντίδα του γιατρού της και τη δύναμη του χαρακτήρα της, θα αναρρώσει και θα πάει σπίτι της: «I’m going home», όπως υπογραμμίζει το τραγούδι-υπογραφή της ταινίας. (The signature tune).

Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει-εκτός από το ταλέντο της- είναι η επαγγελματική της ευσυνειδησία της. Ξημεροβραδιάζονταν στα φρενοκομεία για να μάθει όσα μπορούσε περισσότερα για τις συνθήκες σε αυτά, αλλά και να έλθει σε επαφή με πολλούς ασθενείς

γ. Το 1949 ήταν (πάλι, ύστερα από « Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας» ) έτος Γουίλιαμ Γουάιλερ. Κέρδισε 4 όσκαρ και το ένα από αυτά «πήγε» στην Ολίβια ντε Χάβιλαντ (α΄γυναικείου ρόλου) για την ταινία Η Κληρονόμος που ήταν βασισμένη στην νουβέλα του «δύσκολου» συγγραφέα με το πολύπλοκο ύφος Χένρι Τζέιμς, την Washington Square.

H ντε Χάβιλαντ υποδύεται το ρόλο μιας ντροπαλής, άχαρης και άχρωμης αστής κοπέλας που ο σκληρός χήρος πατέρας της (σερ Ραλφ Ρίτσαρσον) κάνει το παν να επαυξήσει τα συμπλέγματά της Την καταπιέζει και δεν κρύβει την απογοήτευσή του όταν τη συγκρίνει με τη γλυκιά, όμορφη μακαρίτισσα γυναίκα του.

Η Χάβιλαντ θα κάνει τη γνωριμία ενός γοητευτικού νεαρού (Μοντγκόμερι Κλιφτ) και μένει άναυδη όταν της εκμυστηρεύεται ότι τρέφει αισθήματα γι αυτήν Τον ερωτεύεται παράφορα και εκείνος δείχνει ότι ανταποκρίνεται ανάλογα.

Υπάρχει όμως ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο: ο πατέρας της, που μόλις συναντά τον Κλιφτ σχηματίζει την εντύπωση ότι πρόκειται για προικοθήρα και απειλεί να την αποκληρώσει.

Αρνείται να δώσει τη συγκατάθεσή του και η μόνη λύση είναι να κλεφτούν. Ορίζουν μέρα και ώρα αλλά η ντε Χάβιλαντ θα περιμένει μάταια: ο Κλιφτ δεν εμφανίζεται. Την ερωτική έκσταση την διαδέχεται μαύρη απελπισία, πικρία και πόνος. Ο πατέρας της δικαιώνεται.
Θα συναντηθούν ύστερα από καιρό όπου ο Κλιφτ προσπαθεί να δικαιολογηθεί για την ασυνέπειά του. Δηλώνει πως είναι έτοιμος να επανορθώσει. Ορίζουν ραντεβού το βράδυ στο σπίτι της. Αυτή τη φορά ο άνδρας είναι συνεπής, αλλά η ντε Χάβιλαντ έχει δώσει εντολή να μην ανοίξουν την πόρτα. Το έργο τελειώνει με τις απεγνωσμένες φωνές του Κλιφ να του ανοίξει κάποιος και την ντε Χάβιλαντ να απολαμβάνει την εκδίκησή της σιωπηλή.

Η ντε Χάβιλαντ γύρισε πολλές ταινίες αλλά καμιά δεν έφτασε το ύψος των τριών που αναφέρονται στο παρόν. Στάθηκε πάντα αξιοπρεπής, γλυκύτατη και καλοσυνάτη αλλά υπάρχει το μελανό σημείο των σχέσεων μίσους που χώριζαν αυτήν από την εξίσου μεγάλη ηθοποιό και αδελφή της Τζόαν Φοντέιν. Περιφρόνησαν επιδεικτικά η μία την άλλη στην απονομή των Οσκαρ, όπου και οι δύο είχαν κερδίσει το χρυσό αγαλματίδιο σε διαφορετικούς χρόνους.

δ. Δύο αξιομνημόνευτες ταινίες που γύρισε το 1952 και το 1964-ώριμη πλέον- είναι το Η ξαδέλφη μου Ραχήλ και το γκραντ γκινιόλ Hush, hush sweet Charlotte .Ατμοσφαιρικό έργο το πρώτο, όπου η κινηματογραφική εταιρεία «περήφανα αναγγέλλει την «επιστροφή στην οθόνη της ντε Χαβιλαντ», που είχε αρκετά χρόνια απουσίας λόγω ενασχόλησής της με το θέατρο και τη τηλεόραση.

Στο η ξαδέλφη μου Ραχήλ Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον είναι βέβαιος ότι ο θείος του δολοφονήθηκε από την γυναίκα του, Ολίβια ντε Χάβιλαντ. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν τη γνωρίζει, πέφτει θύμα της γοητείας της και την ερωτεύεται παράφορα. Αλλά οι υποψίες παραμένουν. Θα αποκαλυφθεί τελικά η αλήθεια σε αυτό το συναρπαστικό γοτθικό ρομάντζο γυρισμένο στην Κορνουάλη; Τι είναι η ντε Χάβιλαντ; Η τρυφερή αισθησιακή γυναίκα ή, η σατανική μοχθηρή φόνισσα του θείουπ του Μπάρτον;Το έργο αυτό αποτελεί το κύκνειο άσμα της ντε Χάβιλαντ, ως πανέμορφης νέας και πολύ ελκυστικής γυναίκας .

Στο hush…hush η ντε Χάβιλαντ παίζει το ρόλο της εξαδέλφης της «σαλεμένης» αλλά πλούσιας Μπέτε Ντέβις που την έχει καλέσει για να της συμπαρασταθεί. Αξέχαστη η σκηνή που χαστουκίζει έξι φορές την υστερική Ντέβις λέγοντάς της με κακία: «Shut your mouth!». Η ντε Χάβιλαντ (που στο μεταξύ έχει πάρει αρκετά κιλά) δε θυμίζει τίποτα από το γελαστό καλοσυνάτο κορίτσι. Είναι απλά μία bitch.

Η αρχή όμως του έργου του Ρόμπερτ Ολντριτς δεν μπορεί να ξεχαστεί με τίποτα: καρατομήσεις, κατακρεουργήσεις και μια υστερική Μπέτε Ντέιβις σοκάρουν και τον πιο ψύχραιμο θεατή. Είναι ένα γκραντ γκινιόλ στο μακάβριο μεγαλείο του που κόβει την ανάσα.

Η ίδια η ντε Χάβιλαντ είχε εκφράσει την πλήρη απαρέσκειά της για την ταινία: «Δεν ενθουσιάστηκα με το σενάριο και αναμφίβολα δεν μου άρεσε ο ρόλος μου» .

Eπίλογος

Η ντε Χάβιλαντ γεννήθηκε στο Τόκιο από Βρετανούς γονείς την 1η Ιουλίου του 1916 και πέθανε πλήρης ημερών στις 26 Ιουλίου 2020. Πέρασε την παιδική της ζωή στην Καλιφόρνια, ενώ πέθανε ήσυχα στο αγαπημένο της Παρίσι, όπου έζησε σε μεγαλύτερη ηλικία.
Δόθηκε τιμητική γιορτή στο Χόλιγουντ για την εν γένει συνδρομή της στον κινηματογράφο. Οι προσκαλεσμένοι επί ένα τέταρτο την χειροκροτούσαν όρθιοι και δεν έλεγαν να σταματήσουν με την προτροπή του Χάρισον Φορντ, της Τζούλιαν Μουρ και του Εντ Χάρις.
Δεν αξιολογώ τη ντε Χάβιλαντ ως «την τελευταία εκπρόσωπο της Χρυσής Εποχής του Χολιγουντιανού κινηματογράφου». Τέτοια εποχή μάλλον δεν υπήρξε( ή υπήρξε με μια πολύ ελαστική ερμηνεία του επιθέτου «χρυσός») διότι αποθεώνονταν οι «σταρ»: από το Ροδόλφο Βαλεντίνο, το Ραμόν Νοβάρο ως τον Ερολ Φλιν ενώ το όνομα του σκηνοθέτη έμπαινε τελευταίο, στα credits όσο σπουδαίος κι αν ήταν . Αλλά σαν μια καλλιτέχνιδα που έφτασε στα δικαστήρια (και κέρδισε) προκειμένου να την απαλλάξουν από τους ρόλους της γλυκιάς κοπελίτσας που την είχε δεσμεύσει η Warner για μια 7ετία ώστε να καταπιαστεί με συγκλονιστικούς ρόλους όπως αυτούς της τρελής γυναίκας, στο «λάκκο με τα φίδια», ή, της κοινωνικά μη αποδεκτής στην Κληρονόμο; Στη λεγόμενη «χρυσή εποχή» ήταν το γλυκύτατο, χαμογελαστό κορίτσι του «παλικαριού» Ερολ Φλυν, που, ειρήσθω εν παρόδω, χρημάτισε και πράκτορας των Ναζί.

Στην εποχή της HUAC, της Επιτροπής κατά των Αντιαμερικανικών Ενεργειών μετασχηματίστηκε σε μια ηθοποιό με ένα ώριμο ταλέντο που σήκωσε στους ώμους της ρόλους μεγάλου βάρους και τους διεκπεραίωσε με υποδειγματική ευσυνειδησία και απίστευτο ταλέντο.

Η ντε Χάβιλαντ συμπλήρωσε έξι δεκαετίες κινηματογραφικής, τηλεοπτικής και θεατρικής καριέρας και υπήρξε μέχρι πρότινος η μόνη επιζήσασα από τους πρωταγωνιστές της ταινίας Οσα παίρνει ο άνεμος.

Ανάμεσα στις πολλές τιμητικές διακρίσεις που έλαβε ξεχωρίζουν αυτός της Dame (αντίστοιχο του σερ για κυρίες ) αλλά και του γαλλικού Παράσημου της Λεγεώνας της Τιμής.

Ο κ. Θάνος Κακουριώτης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου.