To 2016 ο Γιώργος Γεραπετρίτης δίδασκε στο πανεπιστήμιο Κοινοβουλευτικό Δίκαιο και ταυτόχρονα προετοίμαζε τον νόμο για το επιτελικό κράτος με εντολή του φρεσκοεκλεγμένου τότε προέδρου της ΝΔ Κυριάκου Μητσοτάκη. To εγχείρημα δεν ήταν απλό, γιατί δεν επρόκειτο απλώς για την αντικατάσταση μιας νομοθεσίας με μια καινούργια, αλλά για τη δημιουργία ενός διαφορετικού υποδείγματος για το κράτος. Η προσπάθεια ολοκληρώθηκε το 2019, λίγο πριν από τις εθνικές εκλογές.

Μέσα στα σχεδόν τρία χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την ολοκλήρωση του νομοσχεδίου, ο σημερινός υπουργός Επικρατείας έφτιαξε μια ομάδα από νέους επιστήμονες, στην οποία συμμετείχαν οι Λεωνίδας Χριστόπουλος, Στέλιος Κουτνατζής, Νατάσα Υφαντή, Γιάννης Φουστανάκης, προκειμένου να βοηθήσει στη σύνταξη του νομοσχεδίου. Παράλληλα, ταξίδευε συχνά στην Αγγλία, στη Γαλλία και στη Γερμανία προκειμένου να συζητήσει με πανεπιστημιακούς καθηγητές και συμβούλους των αντίστοιχων κυβερνήσεων τις ιδέες της ομάδας του για τη θεσμική ανασυγκρότηση του κράτους.

Διαβουλεύσεις και τροποποιήσεις

Αυτές οι συζητήσεις επέφεραν πολλές αλλαγές, τροποποιήσεις και βελτιώσεις, π.χ. για τον τρόπο παραγωγής της νομοθεσίας, για το ηλεκτρονικό σύστημα για τον συντονισμό και την παρακολούθηση του κυβερνητικού έργου ΜΑΖΙ, για την κυβερνοασφάλεια κ.ά. Το νομοσχέδιο για το επιτελικό κράτος κατατέθηκε στη Βουλή δύο ημέρες μετά την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ακολούθησε εξαντλητική διαβούλευση στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, με τη συμμετοχή πολλών φορέων, και μία εβδομάδα κοινωνικής διαβούλευσης. Στον νόμο 4622, ο οποίος ψηφίστηκε στις 6 Αυγούστου 2019, ενσωματώθηκε το 80% των προτάσεων της αντιπολίτευσης χωρίς να αλλάξει η φιλοσοφία του.

Οποιος έμπαινε στο γραφείο του κ. Γεραπετρίτη τέτοιες ημέρες το προηγούμενο καλοκαίρι θα πίστευε ότι βρίσκεται σε χώρο του πανεπιστημίου, σε εξεταστική περίοδο, και όχι στο Μέγαρο Μαξίμου. Συνεργάτες, νέοι επιστήμονες, απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και δημόσιοι υπάλληλοι δούλευαν πυρετωδώς, ξενυχτώντας γύρω από ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι φορτωμένο με φακέλους και τυπωμένες κόλλες χαρτί. Εκαναν διορθώσεις, προσθέσεις και αφαιρέσεις στο νομοσχέδιο, οι οποίες περνούσαν αμέσως στους φορητούς υπολογιστές τους. Το γραφείο του υπουργού Επικρατείας είναι τώρα πιο τυπικό και μοναχικό, αλλά εκείνη η προσπάθεια έχει πλέον μετρήσιμα αποτελέσματα.

Η «αριθμητική» εντός Κοινοβουλίου

Στον έναν χρόνο που μεσολάβησε ψηφίστηκαν 95 νομοσχέδια, από τα οποία τα 70 είναι πρωτογενείς νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και τα 25 είναι κυρώσεις διεθνών συμβάσεων. Στο σύνολο των παραπάνω νομοσχεδίων μόνο 5 συζητήθηκαν με τη διαδικασία του επείγοντος ή του κατεπείγοντος – το 2020 κανένα. Για την αντιμετώπιση της πανδημίας εκδόθηκαν επτά Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, έκτασης μέχρι και 75 άρθρων, και περί τις 600 υπουργικές αποφάσεις, η πλειονότητα των οποίων χρειάστηκε από 2 έως 10 υπογραφές υπουργών.

Οι αριθμοί αποτυπώνουν πώς δούλεψε ο μηχανισμός παραγωγής νόμων, αλλά αποκαλύπτουν ελάχιστα για τη φιλοσοφία πάνω στην οποία στηρίχθηκε και για τις αλλαγές που επέφερε στη Δημόσια Διοίκηση η νέα αντίληψη για το κράτος. Το επιτελικό κράτος αποτελεί μια σύνθεση επιτυχημένων μοντέλων από διάφορες χώρες. Η οργάνωση της κυβέρνησης έγινε με βάση το πρότυπο της γερμανικής καγκελαρίας. Η νομοθεσία και οι σχέσεις της Βουλής με την κυβέρνηση ακολούθησαν το βρετανικό μοντέλο. Ο έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης βασίστηκε στα προηγμένα συστήματα της Σιγκαπούρης. «Για πρώτη φορά φτιάχτηκε ένα εγχειρίδιο διακυβέρνησης με μια συγκεκριμένη φιλοσοφία για το κράτος» επισημαίνει ο κ. Γεραπετρίτης.

Οι κατηγορίες Τσίπρα περί υπερεξουσιών

Η ψήφιση του νομοσχεδίου το περασμένο καλοκαίρι προκάλεσε μεγάλη ένταση στη Βουλή. Ο Αλέξης Τσίπρας κατηγόρησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι αποκτά υπερεξουσίες σε βάρος του δημοκρατικού ελέγχου και ότι δεν εμπιστεύεται τους υπουργούς του. Ο Πρωθυπουργός, από την πλευρά του, αναγνώρισε «τις δυσκολίες και τις δυσκαμψίες» για τη μεταρρύθμιση που εισήγαγε, ωστόσο η κριτική ότι δημιούργησε ένα ισχυρό πρωθυπουργοκεντρικό κράτος συντηρείται επίμονα. Η δομή του Μεγάρου Μαξίμου υποκαθιστά στις μεγάλες κρίσεις τους υπουργούς, η επεξεργασία πολλών νομοσχεδίων γίνεται από το γραφείο του Πρωθυπουργού, το Υπουργικό Συμβούλιο συνεδριάζει τακτικά αλλά μοιάζει να έχει χάσει τη σημασία του, καθώς ελάχιστες φορές γίνεται πολιτική συζήτηση σε αυτό, πέραν της ανάλυσης των διαφόρων νομοσχεδίων. Οι μετακλητοί, ένα ζήτημα που έπληξε το κύρος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, απειλεί να διαβρώσει την αξιοπιστία και της σημερινής κυβέρνησης.

Η κυβέρνηση Σαμαρά είχε απασχολήσει 1.900 μετακλητούς υπαλλήλους, η κυβέρνηση Τσίπρα 2.739 και η κυβέρνηση Μητσοτάκη άγνωστο πόσους συνολικά. Πέρυσι ο Πρωθυπουργός είχε πει στη Βουλή ότι οι 161 μετακλητοί στις πρωθυπουργικές δομές θα μειωθούν σε 108 και συνολικά ο αριθμός των μετακλητών θα περιοριστεί κατά 12%. Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης, στέλεχος του Κινήματος Αλλαγής, ο οποίος έχει αφιερωθεί στον αγώνα για τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα, στηριζόμενος στα στοιχεία του Μητρώου Μισθοδοτουμένων του Ελληνικού Δημοσίου «apografi.gr», μιλάει για 2.774 μετακλητούς. Κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν ότι σε αυτόν τον αριθμό περιλαμβάνεται και μεγάλος αριθμός μετακλητών από την Αυτοδιοίκηση, τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συνεργάτες βουλευτών, και δεν αφορά την κεντρική διοίκηση και τα υπουργεία, στα οποία οι μετακλητοί από 571 μειώθηκαν σε 467 και σε φορείς του Δημοσίου από 273 σε 180. Το προσεχές διάστημα ο κ. Γεραπετρίτης θα απαντήσει σε σχετική ερώτηση που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ και αναμένεται να παρουσιάσει αναλυτικά στοιχεία. Στη δομή του Μεγάρου Μαξίμου πάντως απασχολούνται 100 μετακλητοί υπάλληλοι.

Η νοοτροπία διακυβέρνησης

Αυτή η συζήτηση, η ανομολόγητη μάχη του κομματικού μηχανισμού της ΝΔ να εισχωρήσει στο κράτος και οι αντιστάσεις της Δημόσιας Διοίκησης, δείχνει ότι απαιτείται σθεναρή αντίσταση για να αλλάξει η νοοτροπία διακυβέρνησης. Το Μέγαρο Μαξίμου επιμένει στη μεταρρύθμισή του, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. στον διορισμό διοικητών νοσοκομείων, κάνει τα στραβά μάτια προκειμένου να διατηρήσει τις ισορροπίες με το κόμμα. Δύο καρπούζια όμως δεν χωράνε στην ίδια μασχάλη.

Ο υπουργός Επικρατείας, και αρχιτέκτονας του επιτελικού κράτους, ξέρει ότι οι αλλαγές χρειάζονται χρόνο και προσπάθεια, όπως αυτή που καταβλήθηκε για να καμφθούν οι διοικητικές και πολιτικές αντιστάσεις σχετικά με τη μεταφορά της αρμοδιότητας τελικής υπογραφής από την πολιτική ηγεσία στους γενικούς διευθυντές. Γι’ αυτό υπερασπίζεται με επιμονή το δημιούργημά του. «Η κριτική περί πρωθυπουργοκεντρικού κράτους είναι λάθος» επισημαίνει. «Αυτό το κράτος υπήρχε πριν από το επιτελικό, χωρίς δομές, στο οποίο ο Πρωθυπουργός έκανε ό,τι ήθελε, για παράδειγμα δεν είχε υποχρέωση να συγκαλεί το Υπουργικό Συμβούλιο. Τώρα το Υπουργικό Συμβούλιο συνεδριάζει υποχρεωτικά μία φορά τον μήνα. Πλέον υπάρχουν ρητές και συντεταγμένες αρμοδιότητες και αυστηρά τυποποιημένες διαδικασίες, ώστε να περιορίζεται πολύ η δυνατότητα αυθαιρεσίας του οποιουδήποτε, ακόμα και του Πρωθυπουργού» προσθέτει.
Η ιδέα των κ.κ. Μητσοτάκη και Γεραπετρίτη ήταν να φτιαχθεί ένα σύστημα διακυβέρνησης το οποίο να μην εξαρτάται από τα πρόσωπα, να είναι αποπροσωποιημένο και να στηρίζεται μόνο στους θεσμούς. «Θεωρούμε ότι με το επιτελικό κράτος αποδίδουμε στα κρατικά όργανα τις προβλεπόμενες συνταγματικές τους αρμοδιότητες» σημειώνει ο υπουργός Επικρατείας.