Η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, εκπροσωπώντας μια περιφέρεια του Μπρονξ της Νέας Υόρκης, είναι σήμερα μία από τις πιο δημοφιλείς πολιτικούς της αριστερής πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος. Μάλιστα, έχει την τιμή, που σπάνια δίνεται σε απλά μέλη του Κογκρέσου, ο Τύπος την αποκαλεί με τα αρχικά της: AOC.

Πρόσφατα η Οκάσιο-Κορτέζ βρέθηκε στο κέντρο μιας σημαντικής αντιπαράθεσης γύρω από τις σχέσεις των ΗΠΑ με το Ισραήλ, έχοντας απέναντί της ένα από τα πιο σημαντικά φιλοϊσραηλινά λόμπι, το AIPAC, ή την Αμερικανοϊσραηλινή Επιτροπή Δημοσίων Υποθέσεων  (American Israel Public Affairs Committee), όπως είναι ο πλήρης τίτλος.

Η αιτία είναι μια επιστολή μελών του Κογκρέσου την οποία διακινεί η Οκάσιο Κορτέζ και η οποία καλεί σε μείωση της αμερικανικής βοήθειας προς το Ισραήλ σε περίπτωση που το Ισραήλ όντως προχωρήσει σε προσάρτηση μεγάλου μέρους της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, με βάση και τις ανακοινώσεις του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου.

Η επιστολή αυτή, την οποία υπογράφουν ανάμεσα σε άλλους και ο γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς αλλά και η Ρασίντα Τλαΐμπ, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων,  απευθύνεται στον αμερικανό υπουργό Εξωτερικό Μάικ Πομπέο και υποστηρίζει ότι σε περίπτωση που το Ισραήλ προχωρήσει στην προσάρτηση, τότε οι ΗΠΑ θα πρέπει να μην αναγνωρίσουν τις περιοχές που θα προσαρτηθούν και ότι θα προχωρήσουν σε νομοθετικά μέτρα που θα εξασφαλίζουν ότι τα 3,8 δισεκατομμύρια δολάρια που λαμβάνει ως στρατιωτική βοήθεια το Ισραήλ από τις ΗΠΑ δεν θα χρησιμοποιούνται για την υποστήριξη της προσάρτησης. Ουσιαστικά, είναι μια πρόταση που θα κάνει σαφές ότι η όποια αμερικανική βοήθεια θα δίνεται υπό όρους που θα αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αποφυγή κινήσεων όπως η προσάρτηση.

Η κίνηση αυτή προκάλεσε την αντίδραση του AIPAC που υποστήριξε ότι η συγκεκριμένη επιστολή «ρητά απειλεί τη σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ με τρόπους που θα πλήξουν τα αμερικανικά συμφέρον, θα διακινδυνεύσουν την ασφάλεια του Ισραήλ και θα κάνει τη λύση δύο κρατών λιγότερο πιθανή». Παράλληλα, το AIPAC υπογραμμίζει ότι η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια υποστηρίζει το «σταθερό δημοκρατικό σύμμαχο» των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και υπενθυμίζει ότι η τρέχουσα εκδοχή βοήθειας προς το Ισραήλ ήταν απόφαση του Μπαράκ Ομπάμα και του Τζο Μπάιντεν. Η τελευταία αναφορά δεν είναι τυχαία, γιατί εξαιτίας της φιλικής σχέσης του προέδρου Τραμπ με τον πρωθυπουργό Νετανιάχου και το γεγονός ότι το σχέδιο προσάρτησης στηρίζεται στο σχέδιο Τραμπ για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, το  AIPAC θέλει να υπογραμμίσει ότι δεν ταυτίζεται με τους Ρεπουμπλικάνους.

Υπόβαθρο σε αυτή την αντιπαράθεση δεν είναι μόνο τα ζητήματα που αφορούν τη στρατηγική σχέση των ΗΠΑ με το Ισραήλ. Σημαντικό ρόλο παίζει και το κατά πόσο σημαντικά τμήματα της αμερικανικής κοινωνίας υποστηρίζουν τη στρατηγική σχέση αυτή. Και αυτό γιατί σε αντίθεση με προηγούμενες δεκαετίες τα τελευταία χρόνια, όπου κυριαρχεί ο Μπενιαμίν Νετανιάχου στα πολιτικά πράγματα του Ισραήλ, μια νεότερη γενιά αμερικανοεβραίων δεν είναι δείχνει το ίδιο πρόθυμη να θεωρήσει αυτονόητη την χωρίς όρους στήριξη των πολιτικών του Ισραήλ και αναγνωρίζει περισσότερο και το δίκαιο των παλαιστινιακών θέσεων. Βέβαια την ίδια στιγμή, άλλα κομμάτια, όπως οι ευαγγελικοί χριστιανοί, που αποτελούν μάλιστα βασικό τμήμα της εκλογικής βάσης των Ρεπουμπλικάνων, έχουν ιδιαίτερα φιλοϊσραηλινή τοποθέτηση.

Την ίδια στιγμή, η ίδια η προσάρτηση δεν είναι καθόλου δεδομένο πότε θα συμβεί. Όπως επισημαίνεται και στον ισραηλινό Τύπο, μπορεί ο Νετανιάχου να είχε ανακοινώσει την 1η Ιουλίου ως ημερομηνία ορόσημο για να την προσάρτηση, όμως τόσο η πολιτική όσο και η θεσμική – νομοθετική προετοιμασία για μια τόσο αποφασιστική κίνηση μάλλον δεν είχαν υπάρξει.