Ενθαρρυντικά κρίνει τα μέτρα που πήραν οι κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού και των οικονομικών επιπτώσεών της η επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, Λοράνς Μπουν. Δεν την τρομάζει η αναμενόμενη έκρηξη των δημοσίων χρεών και σημειώνει ότι δεν πρέπει να ξαναγίνουν τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος, με την εσπευσμένη εφαρμογή μέτρων αποκατάστασης της δημοσιονομικής ευταξίας προτού σταθεροποιηθεί η ανάπτυξη. Δεν την τρομάζει ούτε η αυξημένη συμμετοχή του κράτους στην οικονομία, ακόμη και ως μέτοχος σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αρκεί η κρατική παρέμβαση να μην εκφυλίζεται σε προστατευτισμό.

Με την ευκαιρία της συμμετοχής και της ομιλίας της στο Φόρουμ των Δελφών, την περασμένη Παρασκευή, η γαλλίδα οικονομολόγος με μακρά θητεία στον τραπεζικό και ασφαλιστικό τομέα αλλά και με εμπλοκή στην ελληνική κρίση καθώς υπήρξε οικονομική σύμβουλος του προέδρου Φρανσουά Ολάντ, παραχώρησε αποκλειστική συνέντευξη στο «Βήμα της Κυριακής».

Η πανδημία του κορωνοϊού βυθίζει την παγκόσμια οικονομία σε μια κρίση άνευ προηγουμένου. Τα μέτρα στήριξης των οικονομιών και των κοινωνιών που έχουν ανακοινώσει προσώρας οι κυβερνήσεις είναι προς τη σωστή κατεύθυνση; Υπάρχει κάτι σημαντικό που έχουν παραλείψει ή έχουν υποτιμήσει ίσως;

«Στη φάση συγκράτησης της πανδημίας οι κυβερνήσεις παρείχαν ταχεία και αποφασιστική στήριξη σε εργαζομένους και επιχειρήσεις. Είτε με βραχυχρόνια προγράμματα εργασίας είτε με άμεση υποστήριξη με μετρητά. Ηταν μέτρα αναγκαία διότι όχι μόνο συντήρησαν τα νοικοκυριά κατά τη διάρκεια της καραντίνας, αλλά τους άφησαν και μετρητά για να ξοδέψουν. Ασφαλώς οι πολίτες είναι προσεκτικοί καθώς «ανοίγει» η οικονομία. Γι’ αυτό πρέπει να τους εμπνεύσουμε αίσθημα ασφάλειας συνεχίζοντας να προστατεύουμε το εισόδημα και να διασφαλίσουμε ότι όσοι χάνουν τη δουλειά τους θα στηριχθούν και ότι σύντομα θα βρουν νέες, ποιοτικές θέσεις εργασίας.

Χάσαμε κάτι; Ναι, την ευκαιρία να συνεργαστούμε περισσότερο, εντός και εκτός συνόρων, για να διασφαλίσουμε ότι ο εξοπλισμός υγείας και τα υλικά θα παραδίδονται παντού όπου χρειάζονται. Εμπορικοί περιορισμοί σαν κι αυτούς που είδαμε, όπως οι αυξημένοι έλεγχοι στις εξαγωγές ιατρικών προϊόντων, δεν βοηθούν διότι είναι για όλους βλαπτικές.

Οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τώρα επίσης την τρομακτική πρόκληση να διασφαλίσουν ότι η τεράστια ζημία που έχει προκαλέσει η Covid-19 στις οικονομίες και στις κοινωνίες δεν θα είναι μακροχρόνια. Η ζήτηση θα παραμείνει συγκρατημένη επί μακρόν για τουρισμό, ταξίδια, ξενοδοχεία, εστιατόρια και ψυχαγωγία. Είναι εξάλλου οι τομείς με τους πιο ευάλωτους εργαζομένους μαζί με τους αυτοαπασχολούμενους και τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου. Είναι απόλυτη προτεραιότητα να αποφευχθεί η μακροχρόνια ανεργία και η φτωχοποίηση των εργαζομένων με χαμηλή εξειδίκευση και αμοιβές και βεβαίως των νέων.

Ετσι, η γενικευμένη υποστήριξη που παρασχέθηκε ως τώρα πρέπει να αντικατασταθεί από πιο στοχευμένα μέτρα. Η στήριξη θα πρέπει επίσης να μετατοπιστεί από τις επιδοτήσεις των μισθών προς πολιτικές που αυξάνουν την απασχόληση. Θα πρέπει να ενισχυθεί η βοήθεια που παρέχεται από δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης. Θα πρέπει επίσης να αυξηθούν τα δημόσια προγράμματα κατάρτισης και απασχόλησης».

Η κρίση βρήκε τις περισσότερες εθνικές κυβερνήσεις ήδη υπερχρεωμένες. Οι αποκλίσεις στους προϋπολογισμούς τους, όπως όλα δείχνουν, θα διευρυνθούν κι άλλο. Κάποιοι μιλούν για την ανάγκη μιας διεθνούς συμφωνίας διαγραφής χρεών. Πιστεύετε ότι κάτι τέτοιο είναι ρεαλιστικό;

«Δεν θέλω να υποτιμήσω το ζήτημα του δημόσιου χρέους. Θέλω όμως να καταστήσω σαφές ότι δεν μπορούμε να επαναλάβουμε τα λάθη της προηγούμενης κρίσης και να βιαστούμε να πάρουμε μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης. Προέχει η γρήγορη ανάκαμψη της οικονομίας. Και η υψηλότερη ανάπτυξη θα διευκολύνει τις αποπληρωμές των χρεών. Επίσης, όσο η οικονομική δραστηριότητα είναι αναιμική και η ανεργία υψηλή, πληθωριστικές πιέσεις δεν θα υπάρχουν. Οι Κεντρικές Τράπεζες θα πρέπει να διατηρήσουν τα επιτόκια χαμηλά ώστε, ακόμη κι αν αυξηθούν τα επίπεδα χρέους, το κόστος εξυπηρέτησής του – που είναι ήδη πολύ χαμηλό για πολλές χώρες – δεν θα αυξηθεί γρήγορα.

Για ορισμένες χώρες με δομικά αδύναμες οικονομίες τα χαμηλά επιτόκια ίσως δεν είναι αρκετά. Εν προκειμένω οι διεθνείς συμφωνίες για ελάφρυνση χρεών, όπως αυτές που συμφωνήθηκαν στο G20 τον Απρίλιο για χώρες χαμηλού εισοδήματος, είναι σημαντικές για τη στήριξη των οικονομιών και του λαού τους».

Λέγεται ότι, ως σύμβουλος του Φρανσουά Ολάντ, στηρίξατε την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Φοβάστε ότι η συστημική απειλή κατά της Ενωμένης Ευρώπης είναι μεγαλύτερη σήμερα; Πόσο διαλυτική μπορεί να αποβεί μια ανοικτή σύγκρουση των ακροδεξιών λαϊκιστών της Ιταλίας με τους «Τέσσερις Ενάρετους» (Ολλανδία, Αυστρία, Δανία και Σουηδία) για παράδειγμα;

«Τα τελευταία 10 χρόνια, η Ευρώπη έπρεπε να αντιμετωπίσει μια σειρά κρίσεων, από την κρίση του δημόσιου χρέους μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση έως τους πρόσφυγες και το Brexit. Η πρόοδος ήταν μερικές φορές οδυνηρά αργή και ανεπαρκής, αλλά αυτό που είναι ενθαρρυντικό είναι ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρώπης επιταχύνουν την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων. Τα μαζικά και ευπρόσδεκτα προγράμματα αγοράς ομολόγων και ρευστότητας της ΕΚΤ, καθώς και το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ που ανακοινώθηκε πρόσφατα, δείχνουν ότι ενισχύεται η αλληλεγγύη στην Ευρώπη. Είναι πολύ σημαντικές πολιτικές, αλλά για να είναι αποδοτικές πρέπει να εφαρμόζονται τάχιστα».

Αύξηση της κρατικής συμμετοχής στις επιχειρήσεις

Πώς κρίνετε την ενίσχυση του ρόλου του κράτους στην οικονομία, που φέρνει η κρίση; Ο κεϋνσιανισμός επιστρέφει; Βλέπουμε ότι και ο φιλικός προς τις αγορές πρόεδρος Μακρόν συγκροτεί «επιτροπή σοφών» για την οικονομία αποτελούμενη από «τενόρους» του νεο-κεϋνσιανισμού, όπως ο Πολ Κρούγκμαν. Συνδέεται η παρατηρούμενη τάση με την κρίση της παγκοσμιοποίησης που προκάλεσε ο οικονομικός προστατευτισμός και οι εμπορικοί πόλεμοι της Ουάσιγκτον;

«Η πανδημία και το lockdown δημιούργησαν μια τεράστια τρύπα στη ζήτηση που τα κράτη έσπευσαν για να καλύψουν εν μέρει, προκειμένου να αποφύγουν την κατάρρευση. Η δημοσιονομική υποστήριξη είναι κρίσιμη όχι μόνο για την άμεση τόνωση της ζήτησης και των δαπανών, αλλά και για κάτι ακόμη πιο σημαντικό: για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Ακόμη και με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια οι επιχειρήσεις δεν θα επενδύσουν, εκτός εάν είναι βέβαιες ότι η ζήτηση θα ανακάμψει. Είναι αλήθεια ότι η κρατική συμμετοχή στις επιχειρήσεις θα συνεχίσει να αυξάνεται, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής στο μετοχικό τους κεφάλαιο. Το σημαντικό είναι η μεγαλύτερη κρατική συμμετοχή στον ιδιωτικό τομέα να μη στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και να υπάρχουν διαφανείς, σαφώς καθορισμένες στρατηγικές εξόδου από τέτοιες επενδύσεις. Η κρίση μάς έδειξε ότι οι εμπορικοί φραγμοί δεν βοηθούν κανέναν. Ιδίως στον ιατρικό τομέα επιβράδυναν την προμήθεια εξοπλισμού. Η παρέμβαση του κράτους στην οικονομία δεν χρειάζεται να συμβαδίζει με τον προστατευτισμό».