Σαν να μην ήταν αρκετά τα προβλήματα τα οποία ταλανίζουν αυτή τη χρονική περίοδο την ανθρωπότητα, μια απάτη ήρθε να ταράξει τα θεμέλια της επιστημονικής αξιοπιστίας, ακριβώς τη στιγμή που θα έπρεπε να είναι ακλόνητη.

Η ιστορία έχει ως εξής: μια ευρεία μελέτη η οποία δημοσιεύτηκε στην έγκριτη ιατρική επιθεώρηση «The Lancet» και στην οποία συμπεριλαμβάνονταν δεδομένα που αφορούσαν 96.000 ασθενείς με Covid-19 οι οποίοι είχαν νοσηλευτεί σε 671 νοσοκομεία ανά τον κόσμο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η υδροξυχλωροκίνη, ένα από τα φάρμακα τα οποία βρίσκονται σε κλινικές δοκιμές για τη νόσο, όχι μόνο δεν συνέβαλλε στην ανάρρωση, αντιθέτως αύξανε την πιθανότητα θανάτου! Παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για μελέτη παρατήρησης (και όχι για ειδικά σχεδιασμένη κλινική δοκιμή), το συμπέρασμα ήταν άκρως ανησυχητικό για χιλιάδες ασθενείς και οδήγησε τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) να άρει τις κλινικές δοκιμές για το φάρμακο οι οποίες διενεργούνταν υπό την εποπτεία του.

Γρήγορα όμως υπήρξαν αντιδράσεις: περισσότεροι από 200 επιστήμονες έθεσαν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα της μελέτης ενώ η δημοσιογραφική έρευνα αποκάλυψε ότι η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα ασθενών τα οποία παρείχε μια μικρή αμερικανική εταιρεία, η οποία δεν διέθετε ούτε το προσωπικό ούτε τα μέσα για να συλλέξει και να επεξεργαστεί δεδομένα από νοσοκομεία διαφορετικών χωρών. Πολύ περισσότερο δε που ορισμένα σετ δεδομένων προέρχονταν από αφρικανικές χώρες των οποίων τα νοσοκομεία δεν έχουν την υποδομή για να δημιουργούν αυτά τα δεδομένα, ενώ νοσοκομεία άλλων χωρών τα οποία διέθεταν τέτοιου είδος υποδομή αποκάλυψαν ότι δεν είχαν ποτέ συνεργαστεί με την εταιρεία.

Η πρώτη αποκάλυψη έφερε και την επόμενη: σε δεδομένα της ίδιας εταιρείας βασίστηκε άλλη μία μελέτη η οποία είχε δημοσιευτεί στην εξίσου έγκριτη ιατρική επιθεώρηση «New England Journal of Medicine» (NEJM) και σύμφωνα με την οποία φάρμακα τα οποία λαμβάνονται για την υπέρταση δεν είναι επικίνδυνα για τους ασθενείς με Covid-19. Ετσι σήμερα το ανησυχητικό ερώτημα της επικινδυνότητας ή μη αυτών των φαρμάκων παραμένει ανοιχτό.

Και δεν είναι το μόνο: διερωτάται κανείς πώς μια εταιρεία (πιθανότατα με κίνητρο το κέρδος) μπόρεσε να εξαπατήσει τους επιστήμονες στους οποίους παρείχε τα δεδομένα, τις δύο πλέον έγκριτες ιατρικές επιθεωρήσεις (οι οποίες βεβαίως φέρουν μερίδιο ευθύνης καθώς δημοσίευσαν τις μελέτες χωρίς να ελέγξουν την προέλευση των δεδομένων) και τον ΠΟΥ, ο οποίος θα έπρεπε να είναι το ανάχωμα που θα μας προστατεύει από ψευδή ιατρική πληροφόρηση.

Βεβαίως υπό το φως των αποκαλύψεων ο ΠΟΥ αποφάσισε την επανέναρξη των μελετών για την υδροξυχλωροκίνη, αλλά το κακό που έγινε δύσκολα αποκαθίσταται και δεν έχει να κάνει μόνο με το συγκεκριμένο φάρμακο: έχει να κάνει με το γεγονός ότι κλονίζει την πίστη μας στην αξιοπιστία θεσμικών παραγόντων της ιατρικής. Οι μελέτες που δημοσιεύονται στο «Lancet» και το «NEJM» φέρουν αυτόματα μια σφραγίδα εγκυρότητας, όπως συμβαίνει και με τις οδηγίες που παρέχονται από τον ΠΟΥ και οι οποίες ακολουθούνται από τους υγειονομικούς όλων των χωρών.

Αν δεν αποκατασταθεί άμεσα η τραυματισμένη αξιοπιστία αυτών των θεσμικών παραγόντων (με λήψη μέτρων ώστε να θωρακιστεί η εγκυρότητά τους) οι συνέπειες θα είναι μακρόχρονες και δυστυχώς θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στις ζωές όλων μας.