Ολοκληρώθηκε την περασμένη Δευτέρα η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος στη Θ’ Αναθεωρητική Βουλή και το νέο Σύνταγμα δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ στις 28 Νοεμβρίου 2019. Πρόκειται για την τέταρτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975, το οποίο σημαίνει ότι κατά μέσο όρο συντελείται στην Ελλάδα μία συνταγματική αναθεώρηση ανά περίπου 11 χρόνια. Ο χρόνος αυτός είναι μάλλον εύλογος. Αφενός, υφίσταται συνταγματικός περιορισμός στον χρόνο που θα πρέπει να εκκινεί κάθε νέο αναθεωρητικό διάβημα (πενταετία από την ολοκλήρωση της προηγούμενης), ώστε κατ’ αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η αναθεώρηση παρά μόνο μετά την παρέλευση περίπου 9 ετών. Αφετέρου, θα πρέπει να υπάρχει ένας εύλογος διαδραμών χρόνος, ώστε να απορροφάται και να αξιολογείται στην πράξη κάθε νέα συνταγματική διάταξη αλλά και ολόκληρο το αναθεωρημένο κείμενο στη συστηματική του διάσταση.

Οι ανέξοδες προτάσεις και οι ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ

Η συνταγματική αναθεώρηση εκκίνησε στην προηγούμενη προτείνουσα Βουλή με υψηλές προσδοκίες αλλά η ανορθολογική προσέγγιση της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης έπληξε την ακεραιότητά της διαδικασίας και υποβάθμισε το εύρος του περιεχομένου της.

Στο επίπεδο της διαδικασίας, η αναθεώρηση εκκίνησε σε μια κομματική εκδήλωση που οργανώθηκε στο προαύλιο της Βουλής αντί εντός του Βουλευτηρίου, οργανώθηκε με προοπτική διενέργειας ενός κατάφωρα αντισυνταγματικού δημοψηφίσματος, έφτασε στη Βουλή λίγο πριν το τέλος της περιόδου μολονότι είχε εξαγγελθεί 31 μήνες πριν με αποτέλεσμα εξαιρετικά συντετμημένες διαδικασίες και στο πλαίσιό της αναπτύχθηκε μια πρωτοφανής ρητορική περί συντακτικής συνέλευσης αποδεσμευμένης από οποιονδήποτε συνταγματικό περιορισμό, αγνοήθηκαν εντελώς τα πορίσματα επιτροπής διαβούλευσης που συγκροτήθηκε πομπωδώς από την τότε Κυβέρνηση και προωθήθηκε η μειοψηφική σύλληψη περί της δέσμευσης της Αναθεωρητικής Βουλής από την προτείνουσα, περιφρονώντας όχι μόνο την κοινοβουλευτική παράδοση αλλά και το εκλογικό σώμα, αφού η μεσολάβηση εκλογών μεταξύ προτείνουσας και Αναθεωρητικής Βουλής σκοπό έχει ακριβώς να τοποθετηθεί ο λαός στις προτάσεις που έχουν τεθεί από τις κοινοβουλευτικές ομάδες.

Στο επίπεδο του περιεχομένου, η προηγούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία αρνήθηκε να περιλάβει στον κατάλογο των προς αναθεώρηση διατάξεων, πλην ελαχίστων, τις προτάσεις της τότε αντιπολίτευσης, μείζονος και ελάσσονος. Με τον τρόπο αυτόν δεν προσέλαβαν συνταγματικό ένδυμα, μεταξύ πολλών, οι προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας για την κλιματική αλλαγή, το περιβαλλοντικό ισοζύγιο, την ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση, τον σταθερό εκλογικό κύκλο, τη διεύρυνση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων σε ζητήματα κοινοβουλευτικών διαδικασιών, τη διασφάλιση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, την αξιοκρατία και τη διαφάνεια στη δημόσια διοίκηση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας, την καθιέρωση ασφαλούς επενδυτικού περιβάλλοντος, την απαγόρευση αναδρομικής φορολόγησης των πολιτών, την αναβάθμιση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, την αποσύνδεση της επιλογής των ανωτάτων δικαστικών από την κυβέρνηση, τη δυνατότητα άσκησης προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας ψηφισμένων νομοσχεδίων και προτάσεων νόμων, την επιτάχυνση της δικαστικής διαδικασίας, τον έλεγχο των εκλογικών δαπανών από το Ελεγκτικό Συνέδριο, την καθιέρωση κανόνων καλής διενέργειας δημοψηφισμάτων, τη διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας μεταξύ εσόδων και εξόδων και τη βιώσιμη δημοσιονομική λειτουργία σε όλα τα επίπεδα του Δημοσίου και την αναβάθμιση της διαφάνειας της κυβερνητικής δράσης.

Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ επέμεινε μέχρι τέλους σε μια μικρή αναθεώρηση που ενσωμάτωνε ανέξοδες προτάσεις συνταγματικού βερμπαλισμού και διατάξεις επικίνδυνου πολιτικού ωφελιμισμού. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονταν παρεμβάσεις σε ήδη επαρκώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως την προστασία ζωής, τιμής και ελευθερίας χωρίς διάκριση στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού, που είναι παγίως καθιερωμένο στη νομολογία βάσει της ισότητας όλων ενώπιον του νόμου και η τυχόν αναγνώρισή του θα δημιουργούσε δευτερογενή ερμηνευτικά προβλήματα για άλλα απαγορευμένα κριτήρια διάκρισης (το άρθρο 5 παρ. 2 στο οποίο εντασσόταν η πρόταση δεν περιλαμβάνει καν ως απαγορευμένο κριτήριο το φύλο). Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονταν προτάσεις όπως η καθιέρωση της απλής αναλογικής ως πάγιου εκλογικού συστήματος με τον κίνδυνο της ακυβερνησίας της χώρας. Σκοπός ήταν εξαρχής όχι ο ουσιαστικός εκσυγχρονιστικός του συνταγματικού μας χάρτη αλλά η ματαίωση για μια δεκαετία μιας γνήσια φιλελεύθερης αναθεώρησης και, ιδίως, της κατάργησης του δημόσιου μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση.

Συγκρότηση Εξεταστικών από τη μειοψηφία

Παρά την περιορισμένη κληρονομία της προτείνουσας Βουλής, η αναθεώρηση του 2019 συνιστά σημαντική πρόοδο στη συνταγματική μας τάξη. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στη διαβουλευτική διάθεση που επιδείχθηκε κατά τη διάρκεια των μακρών συνεδριάσεων στην Επιτροπή Αναθεώρησης και στην Ολομέλεια της Βουλής και στη διάθεση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να ακούσει τις προτάσεις των κομμάτων. Από τις 9 διατάξεις που τελικά αναθεωρήθηκαν οι 2 ήταν προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας στην προηγούμενη Βουλή και αφορούν την ισοτίμηση των στρατιωτικών με τους τακτικούς δικαστές, ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης ανεξαρτησία τους, και η δυνατότητα συγκρότησης εξεταστικών επιτροπών από τη μειοψηφία.

Η αναθεώρηση προς τη δεύτερη κατεύθυνση συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μείζονα παρέμβαση που αποκαθιστά την εξεταστική επιτροπή ως γνήσιο μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου, όπως άλλωστε τη θέλησε και ο συντακτικός νομοθέτης το 1975. Το γεγονός ότι η παραχώρηση προς την κοινοβουλευτική μειοψηφία έγινε με πρωτοβουλία και υπερψήφιση από τη σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία δείχνει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να λειτουργεί μια αναθεωρητική Βουλή που αγνοεί τις σειρήνες του κοινοβουλευτικού πλειοψηφισμού. Επίσης πρωτοβουλία της πλειοψηφίας συνιστά η νέα διάταξη για την κρατική μέριμνα στην αξιοπρεπή διαβίωση μέσω ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ώστε καμία συγκυριακή κυβερνητική πλειοψηφία στο μέλλον να μην μπορεί να καταργήσει τη σημαντική αυτή παροχή.

Τα προνόμια βουλευτών και υπουργών

Οι διατάξεις για την περιστολή των προνομίων των βουλευτών και των υπουργών ήταν οι πιο ώριμες ιστορικά διατάξεις που αναθεωρήθηκαν. Η μεν βουλευτική ασυλία περιορίζεται μόνο σε πράξεις που ανάγονται στην πολιτική δράση των βουλευτών, για δε την ευθύνη των υπουργών καταργείται η αποσβεστική προθεσμία, ώστε η Βουλή να μπορεί να ασκεί δίωξη εντός των χρονικών ορίων της κοινής παραγραφής για το κάθε αδίκημα. Για δε το αίολο πυροτέχνημα εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης που αφορούσε ερμηνευτική δήλωση σχετικά με τη διάκριση σε αδικήματα που τελούνται «κατά την άσκηση» και σε εκείνα που πραγματοποιούνται «επ’ ευκαιρία» των υπουργικών καθηκόντων, επιχειρήθηκε η χειραγώγηση της σαφούς υφιστάμενης νομολογίας, άλλως η εισαγωγή αναδρομικής ποινικής διάταξης που απαγορεύεται σαφώς από το ευρωπαϊκό δίκαιο και τις συνταγματικές παραδόσεις όλων των ευρωπαϊκών κρατών. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε η πρόταση απορρίφθηκε από όλα τα κόμματα της Βουλής.

Η αλλαγή του τρόπου εκλογής Προέδρου

Ιδιαιτέρως σημαντική για τη λειτουργία των θεσμών είναι η αλλαγή του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η κρίσιμη συνταγματική διάταξη υπέστη σοβαρή μετάλλαξη στη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Ενόσω η αρχική πρόβλεψη του Συντάγματος του 1975 κατέτεινε στην αναζήτηση πολιτικών συναινέσεων μεταξύ των κοινοβουλευτικών κομμάτων, στην ουσία λειτούργησε ως αντιπολιτευτική προνομία για την πρόκληση εκλογών και τη διακοπή του πολιτικού εκλογικού κύκλου. Για τον λόγο αυτόν, η προτείνουσα Βουλή συνέκλινε ότι θα πρέπει να αναθεωρηθεί η διάταξη, ώστε να μη διαλύεται η Βουλή όταν δεν βρίσκεται η αυξημένη πλειοψηφία. Η νέα διάταξη ακολουθεί ακριβώς το λεκτικό του προϊσχύσαντος Συντάγματος, που αρχικά αναζητεί μεγάλες συνθέσεις και εν τέλει καταλήγει στην απλή πλειοψηφία, αφαιρουμένης της μεσολάβησης εκλογών, όπως εξάλλου συμβαίνει με μικρές διαφορές και σε άλλα συγγενή συστήματα προεδρευόμενης δημοκρατίας. Ορθώς η Αναθεωρητική Βουλή απέρριψε την πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υπάρχει τελικά απευθείας εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό. Πρόκειται για πρόταση που προσιδιάζει σε συστήματα διακυβέρνησης με ισχυρό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφού κάθε άμεση εκλογή δεν μπορεί παρά να έχει πολιτικά χαρακτηριστικά, γεγονός που θα έτρεπε τον αρχηγό του κράτους σε φορέα κομματικής ταυτότητας και θα προκαλούσε έναν ιδιότυπο δημοκρατικό καισαρισμό στο πολίτευμα υπέρ του συνταγματικά ανεύθυνου Προέδρου της Δημοκρατίας και σε βάρος της πολιτικά υπεύθυνης Κυβέρνησης.

Η διάταξη που αφορά τον τρόπο επιλογής των μελών των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών αποτυπώνει την ανάγκη που προέκυψε στην πράξη όταν υπάρχει αδυναμία σύνθεσης στα πρόσωπα που επιλέγονται με περιορισμό της απαιτούμενης πλειοψηφίας και πρόβλεψη συνέχειας της θητείας των υφιστάμενων μελών για όσο χρόνο δεν είναι δυνατή η νέα συγκρότηση, ώστε να διασφαλίζεται η αδιάλειπτη και νόμιμη λειτουργία τους. Επιπλέον, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία υιοθέτησε πρόταση της αντιπολίτευσης για τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία σε δύο το πολύ περιπτώσεις εντός της κοινοβουλευτικής περιόδου με υπογραφή πεντακοσίων χιλιάδων πολιτών, οι οποίες δεν μπορεί να αφορούν θέματα δημοσιονομικά, εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας.

Είναι ένα καλύτερο Σύνταγμα

Εν τέλει η αναθεώρηση του 2019 προάγει το πολίτευμα και τους θεσμούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για «τζούφια μεταρρύθμιση», όπως τη χαρακτήρισε, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής ο επισπεύδων στην προτείνουσα Βουλή αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. Μια αναθεώρηση δεν χρειάζεται να είναι σαρωτική, όπως αυτή του 2001, που χωρίς καινοτόμα χαρακτηριστικά (παρά μόνο ίσως την καταρχήν εφαρμογή κάθε νέου εκλογικού συστήματος από τις μεθεπόμενες εκλογές) γέννησε όχι ασήμαντα προβλήματα (όπως η υπερπλειοψηφία για την ψήφο των εκτός επικρατείας εκλογέων, η συνταγματοποίηση της αποσβεστικής προθεσμίας της Βουλής για την άσκηση ποινικής δίωξης σε υπουργούς και το απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο). Ούτε όμως ωφελεί να είναι μονοθεματική ως προϊόν της πολιτικής συγκυρίας, όπως ήταν η αναθεώρηση του 1986 που πρόχειρα ανέτρεψε το ισοζύγιο των συνταγματικών θεσμών.

Το νέο Σύνταγμά μας είναι ένα καλύτερο Σύνταγμα από το προηγούμενο και όσοι είχαμε την τύχη να συμμετέχουμε στη διαδικασία αυτή οφείλουμε να είμαστε ευγνώμονες για την παρακαταθήκη που η Αναθεωρητική Βουλή καταλείπει.

Ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης είναι υπουργός Επικρατείας