Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να είναι ευμετάβλητος αλλά έχει ένα δόγμα. Οπως επιβεβαιώθηκε και πάλι από την ομιλία του τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ο Τραμπ απορρίπτει τους πολυμερείς θεσμούς και τις φιλελεύθερες αξίες υπέρ του έθνους-κράτους και της πολιτικής ισχύος. Αλλά η κατανόηση του δόγματος Τραμπ – το οποίο καταργεί τον επί πολλά χρόνια ρόλο της Αμερικής ως παγκόσμιου επιδιαιτητή – δεν το καθιστά λιγότερο ανατρεπτικό, ειδικά για την ήδη ασταθή Μέση Ανατολή.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Μέση Ανατολή έχει υπάρξει ιδιαίτερα ευάλωτη στις ανησυχητικές επιπτώσεις του δόγματος Τραμπ. Εξάλλου οι δειλές πολιτικές του προκατόχου του Μπαράκ Ομπάμα επιδείνωσαν σημαντικά τη δυσλειτουργία της περιοχής, ανοίγοντας τον δρόμο στον Τραμπ να εισαγάγει αυτό που μπορεί να περιγραφεί μόνο ως χάος.

Η κυβέρνηση Ομπάμα απέτυχε εντελώς να προχωρήσει στην επίλυση της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης – μια αποτυχία που ο Τραμπ υποσχέθηκε να διορθώσει με τη «συμφωνία του αιώνα». Αντ’ αυτού, ο Τραμπ αναγνώρισε μονομερώς την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, μετέφερε την αμερικανική πρεσβεία εκεί, ενώ σταμάτησε την οικονομική στήριξη στην Υπηρεσία Αρωγής και Εργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, η οποία υποστηρίζει περισσότερα από 5 εκατομμύρια παλαιστίνιους πρόσφυγες. Πρέπει κάποιος να είναι εξαιρετικά αδαής για να πιστεύει τους ισχυρισμούς του Τραμπ, ότι αυτές οι ενέργειες θα αποσύρουν από το τραπέζι δύο από τα πιο ακανθώδη ζητήματα στην ισραηλινοπαλαιστινιακή διένεξη.

Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν η κυβέρνηση Ομπάμα εγκατέλειψε τις προσπάθειες για την ανατροπή του σύρου δικτάτορα Μπασάρ αλ Ασαντ και έτσι έδωσε την ευκαιρία στη Ρωσία να βάλει πόδι στην περιοχή. Υπό την ηγεσία του Τραμπ, σε μια τρομερή ανατροπή της αμερικανικής νίκης στον Ψυχρό Πόλεμο, η Μέση Ανατολή έγινε η παιδική χαρά της Ρωσίας.

Η Αίγυπτος, στενός σύμμαχος των ΗΠΑ, υπέγραψε τεράστιες συμφωνίες όπλων με τη Ρωσία, η οποία παρέχει επίσης τέσσερις αντιδραστήρες πυρηνικής ενέργειας στη χώρα. Η διμερής σχέση έγινε ακόμα πιο δυνατή μέσω της στενής στρατιωτικής συνεργασίας στη Λιβύη (χώρα εντελώς αδιάφορη στις Ηνωμένες Πολιτείες), η οποία κατέστη ζωτικός στρατηγικός κρίκος για τη διείσδυση της Ρωσίας στη δυτική σφαίρα επιρροής, όπως εξηγείται από τις προσπάθειες του Κρεμλίνου να οικοδομήσει μια ναυτική βάση εκεί.

Η Σαουδική Αραβία, η οποία για χρόνια αποκόμιζε οφέλη από την ομπρέλα ασφαλείας της Αμερικής, επίσης αγόρασε αντιδραστήρες πυρηνικής ενέργειας και προηγμένους πυραύλους S-400 από τη Ρωσία. Και το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα επιδιώκουν συμφωνίες όπλων με τη Ρωσία.

Η Τουρκία, βασικός σύμμαχος του ΝΑΤΟ, κινείται επίσης στη στρατηγική τροχιά της Ρωσίας. Σε ό,τι αφορά την εξασθενημένη οικονομία και τη δημοκρατική διολίσθηση, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πρέπει να λογοδοτήσει. Ωστόσο, η απόφαση της διοίκησης Τραμπ τον περασμένο Αύγουστο να διπλασιάσει τους αμερικανικούς δασμούς στις τουρκικές εισαγωγές σε χάλυβα και αλουμίνιο, ως τιμωρία για την άρνηση της Αγκυρας να απελευθερώσει έναν αμερικανό κληρικό που συνελήφθη για υποτιθέμενες ανατρεπτικές ενέργειες, αναμφίβολα συνέβαλε στην κατάρρευση της τουρκικής λίρας. Στην πραγματικότητα, η διοίκηση Τραμπ δεν έδειξε να νοιάζεται για το εάν η Τουρκία παραμένει σύμμαχος των ΗΠΑ.

Ακόμα και το Ισραήλ, για το οποίο ο Τραμπ έχει κάνει πολλά για να καθησυχάσει, κινείται προς την τροχιά της Ρωσίας και εξαρτάται από αυτήν ώστε το Ιράν να μην αποκτήσει πάτημα στη Συρία. Καθώς η διοίκηση Τραμπ δεν προσφέρει καμία αποτελεσματική πολιτική στη Συρία, ούτε καν μια στρατηγική που να περιορίζει την προσπάθεια του Ιράν να εξασφαλίσει έναν χερσαίο διάδρομο στον Λίβανο, ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου επισκέπτεται συχνά-πυκνά τη Μόσχα με στόχο τη στήριξη του Ισραήλ.

Οι κίνδυνοι που εγείρονται από τις πολιτικές του Τραμπ προς το Ιράν δεν μπορούν να μεγαλοποιηθούν. Η απόσυρση των ΗΠΑ από το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPOA), τη σημαντικότερη συμφωνία για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, και η επιβολή αυστηρού καθεστώτος κυρώσεων στο Ιράν απέτυχαν να εκτροχιάσουν την πολεμόχαρη στρατηγική του τελευταίου που έχει ως στόχο την περιφερειακή υπεροχή, όπως φάνηκε με τις δραστηριότητές του σε Λίβανο, Συρία και Υεμένη. Αυτές οι πολιτικές έχουν επίσης υπονομεύσει την παγκόσμια θέση της Αμερικής, συμπεριλαμβανομένης της διεύρυνσης του ρήγματος μεταξύ των ΗΠΑ και των ευρωπαίων συμμάχων τους που στο σύνολό τους στηρίζουν το Κοινό Σχέδιο JCPOA.

Τώρα η Συρία διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει το πεδίο ενός μεγάλου πολέμου μεταξύ του Ισραήλ, το οποίο ήδη διεξάγει στρατιωτικές ασκήσεις, και της συμμαχίας Ιράν – Χεζμπολάχ, η οποία δρα ως πληρεξούσιος του Ιράν. Ενας τέτοιος πόλεμος, αν έρθει, θα μπορούσε επίσης να καταποντίσει τον Λίβανο. Σε όλη αυτή την αναταραχή, το Ισραήλ θα μπορούσε να καταλήξει να συγκρουστεί με τη Ρωσία.

Ας λάβουμε υπόψη την πρόσφατη κατάρρευση ενός ρωσικού στρατιωτικού αεροσκάφους από συριακό μαχητικό. Επειδή το δυστύχημα – στο οποίο σκοτώθηκαν και οι 15 άνθρωποι στο αεροσκάφος – συνέβη εν μέσω μιας ισραηλινής επίθεσης κατά θέσεων του Ιράν, ο στρατός της Ρωσίας, ο οποίος ήδη έχει αγανακτήσει με την υποτιθέμενη απερισκεψία της ισραηλινής αεροπορίας, κατηγόρησε την πολεμική αεροπορία του Ισραήλ ότι έβαλε στο στόχαστρο το ρωσικό αεροσκάφος. Τώρα ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν φαίνεται να σχεδιάζει να στείλει πυραύλους στη Συρία για να βοηθήσει στην εξουδετέρωση της κυριαρχίας του Ισραήλ στον εναέριο χώρο της Συρίας.

Αλλά η Συρία δεν είναι η μόνη χώρα που κινδυνεύει. Η πολιτική του Τραμπ να ενθαρρύνει τους αντιπάλους του Ιράν – την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία – θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει κλιμάκωση των συγκρούσεων στο Μπαχρέιν, στον Λίβανο και στην Υεμένη, για να μην αναφέρουμε τη Γάζα.

Αντί να προωθήσει μια διπλωματική διευθέτηση για τον τερματισμό της κολοσσιαίας ανθρωπιστικής τραγωδίας στην Υεμένη, ο Τραμπ παρέχει στον πρίγκιπα της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν όλα τα όπλα που χρειάζεται για τη διεξαγωγή ενός πολέμου που η χώρα του φαίνεται ανίκανη να κερδίσει. Είναι μία από τις προτεραιότητες του Τραμπ – να εγκαταλείψει την προσπάθεια του Ομπάμα για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Ερχεται δε ως δώρο τόσο για τον Οίκο των Σαούντ όσο και για τον πρόεδρο της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι.

Υπό την ηγεσία του Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καθιερωθεί ως μια βαθιά ταραχοποιός δύναμη όχι μόνο στη Μέση Ανατολή αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Αντί να επιλύει συγκρούσεις, η παρούσα αμερικανική κυβέρνηση τις επιδεινώνει, με την ψευδαίσθηση ότι στηρίζοντας δικτάτορες και τιμωρώντας αντιπάλους με κυρώσεις, δασμούς ή αποσύροντας τη βοήθειά του από διεθνείς οργανισμούς θα διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις αργότερα.

Ωστόσο, όπως έδειξε η Αραβική Ανοιξη, υπάρχει ένα όριο στην ικανότητα των δεσποτικών καθεστώτων της Μέσης Ανατολής να καταπνίξουν τις φιλοδοξίες και τις απογοητεύσεις του αναπτυσσόμενου νέου πληθυσμού της. Οταν η ικανότητα αυτή εξαντληθεί και η περιοχή βυθιστεί στο χάος, το δόγμα Τραμπ δεν θα έχει τίποτα να προσφέρει, διότι, κατά μία έννοια, θα έχει επιτύχει τον στόχο του.

Ο κ. Shlomo Ben-Ami είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, αντιπρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου για την Ειρήνη του Τολέδο. Είναι ο συγγραφέας των βιβλίων «Ουλές του πολέμου», «Τραύματα της ειρήνης: η ισραηλινοαραβική τραγωδία».