Θεωρείται το πιο «διχαστικό», ίσως, χρώμα. Σε πολλούς αρέσει και άλλοι τόσοι το απεχθάνονται. Ωστόσο, σε όποια κατηγορία κι αν ανήκει κανείς, η διαπίστωση παραμένει κοινή: τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο δημοφιλές και οι θιασώτες του τείνουν μάλιστα να ξεπεράσουν στερεότυπα που έχουν σχέση με το φύλο… Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα η επικείμενη έκθεση του Μουσείου του Ινστιτούτου Μόδας της Τεχνολογίας (FIT) της Νέας Υόρκης με τίτλο «Ροζ: Η ιστορία ενός πανκ, όμορφου και ισχυρού χρώματος» (Pink: Τhe History of a Punk, Pretty, Powerful Color) που εγκαινιάζεται στις 7 Σεπτεμβρίου εξερευνά τις πολλές αποχρώσεις του, αισθητικές αλλά και κοινωνικές, από τον 18ο αιώνα ως τις ημέρες μας. Θα εκτεθούν 80 δημιουργίες διάσημων σχεδιαστών, μεταξύ των οποίων η Ελσα Σκιαπαρέλι, ο Κριστιάν Ντιόρ, ο Ιβ Σεν Λοράν, ο Αλεσάντρο Μικέλε του οίκου Gucci, ο Τζέρεμι Σκοτ του Moschino και η Ρέι Καβακούμπο του Comme des Garcons. Η έκθεση, η οποία θα παραμείνει ανοιχτή ως τις 5 Ιανουαρίου 2019, θα συμπληρωθεί από ειδική έκδοση η οποία κυκλοφορεί επισήμως στις 4 Σεπτεμβρίου από τον οίκο Thames&Hudson και ένα συμπόσιο που διοργανώνεται στις 18 Οκτωβρίου και θα μεταδοθεί ζωντανά μέσω Διαδικτύου.
Η αμφιθυμία που προκαλεί το συγκεκριμένο χρώμα επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. «Σας παρακαλώ, κορίτσια, μακριά από το ροζ» έγραφε η δημοσιογράφος της «Washington Post» Πετούλα Ντβόρακ έχοντας πληροφορηθεί την πρόθεση δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτριών να φορέσουν ροζ pussy καπέλα στην Πορεία των Γυναικών τον Ιανουάριο του 2017, την επομένη της ορκωμοσίας του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Τα ζητήματα που αφορούν τις γυναίκες είναι σοβαρά, εξηγούσε η ίδια, και τα «χαριτωμένα» ροζ καπέλα μπορούν να τα υποβαθμίσουν. Παρ’ όλα αυτά, η στάση απέναντι στο χρώμα αυτό αλλάζει και πλέον θεωρείται όλο και περισσότερο ωραίο αλλά και ανδρόγυνο.

Περί ορέξεως…


«Πάντα μισούσα το ροζ. Φυσικά, μου αρέσουν η σαμπάνια, οι ροζ παιόνιες και τα ροζ διαμάντια. Ωστόσο, όταν μιλάμε για ρούχα, όπως πολλές Νεοϋορκέζες, συνήθως επιλέγω να ντύνομαι στα μαύρα, σαν νίντζα» γράφει στο περιοδικό «Avenue» η δρ Βάλερι Στιλ, διευθύντρια του Μουσείου του Fashion Institute of Technology. Ωστόσο, τόσο μέσω της θεσμικής θέσης της όσο και ως ιστορικός μόδας η ίδια αναγνωρίζει τη μακρά και λαμπρή πορεία του ροζ στη διαδρομή της συγκεκριμένης τέχνης: από το ροζ Πομπαντούρ του 18ου αιώνα μέχρι το γνωστό διεθνώς ως «Shocking pink» της Ελσας Σκιαπαρέλι –το αγαπημένο χρώμα της θρυλικής δημιουργού στο οποίο θέλησε, τελικά, να βαφτεί ακόμα και το φέρετρό της το 1973 -, αλλά και τις διαφορετικές αποχρώσεις του Ντιόρ και της Πράντα.

«Αρχισα να προσέχω το ροζ πριν από περίπου τρία χρόνια» συνεχίζει η Βάλερι Στιλ. «Αρχικά, στη γυναικεία μόδα. Σκέφτηκα ότι πρόκειται απλώς για μια τάση. Μετά είδα πως άρχισαν να το φορούν και οι άνδρες». Η κομβική χρονιά, κατά τη γνώμη της, ήταν το 2016, όταν το αμερικανικό περιοδικό «The Cut» εισήγαγε τον όρο «Millennial pink», το οποίο περιέγραφε ως «ροζ χωρίς τη ζαχαρένια ομορφιά». Ο συγκεκριμένος όρος θεωρήθηκε αντίδραση στο «θηλυκό ροζ», μια έννοια η οποία υπήρξε η ίδια ένα συνονθύλευμα στερεοτύπων προηγούμενων δεκαετιών, κυρίως στο διάστημα 1950-1980. «Το «Millennial pink» άρχισε σαν ένα αχνό μπεζ-ροζ, αλλά σύντομα προστέθηκαν και άλλες αποχρώσεις: από αυτήν του σολομού ως εκείνη του καρπουζιού. Δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη απόχρωση προβληματική. Το θέμα ήταν ότι το ροζ κουβαλούσε ένα σωρό αρνητικούς συνειρμούς. Ομορφο, αλλά παιδικό και σεξουαλικά φορτισμένο» εκτιμά η διευθύντρια του Μουσείου.
Παρ’ όλο που το συγκεκριμένο χρώμα είναι όντως συνδεδεμένο ευρέως με τα μικρά κορίτσια, τις μπαλαρίνες και γενικά οτιδήποτε θηλυκό, το κλισέ «ροζ για τα κορίτσια, μπλε για τα αγόρια» κέρδισε έδαφος στις ΗΠΑ περί τα μέσα του 20ού αιώνα, ενώ ο συμβολισμός του συγκεκριμένου χρώματος γνώρισε ευρύτατη ποικιλία στην παγκόσμια ιστορία. Τοποθετώντας ανδρικές, γυναικείες και παιδικές ροζ ενδυμασίες από διαφορετικές κουλτούρες –μεταξύ των οποίων η ινδική, η αφρικανική, η μεξικανική και η γιαπωνέζικη –σε ιστορικό πλαίσιο, η έκθεση επιχειρεί να διορθώσει διαδεδομένες παρερμηνείες αλλά και να ενθαρρύνει τους επισκέπτες να αμφισβητήσουν κατεστημένα στερεότυπα. Η τελική διαπίστωση είναι ότι «η κοινωνία «φτιάχνει» το χρώμα, το προσδιορίζει και δίνει το νόημά του» σύμφωνα με τη φράση του σπουδαίου ιστορικού των χρωμάτων Μισέλ Παστουρό.
Η έκθεση είναι χωρισμένη σε δύο μέρη. Η αίθουσα της εισόδου εστιάζει αρχικά στο θέμα «Ομορφη στα ροζ» παρουσιάζοντας περί τα 35 χαρακτηριστικά παραδείγματα «θηλυκών» ροζ ενδυμάτων τα οποία οργανώνονται χρονολογικά από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τον 20ό αιώνα. Η αρχή γίνεται με την αντιδιαστολή ενός φωτεινού ροζ φορέματος-κρινολίνου του 1857 με ένα μαύρο ανδρικό κοστούμι του 1860, τονίζοντας τον θηλυκό χαρακτήρα του χρώματος τον 19ο αιώνα.
Τα υπόλοιπα εκθέματα της συγκεκριμένης ενότητας επιχειρούν να καταδείξουν το πώς διαφορετικές αποχρώσεις του ροζ έγιναν κατά διαστήματα της μόδας ή ντεμοντέ προωθώντας διαφορετικές απόψεις περί θηλυκότητας. Γύρω στο 1900, για παράδειγμα, το χλωμό ροζ υποδήλωνε την ντελικάτη, αριστοκρατική θηλυκότητα, ενώ γύρω στα 1912 το ζωντανό ροζ του κερασιού ερχόταν να καταδείξει μια πιο εξωτική εικόνα. Τη δεκαετία του 1920, μια σειρά από αποχρώσεις του ροζ γνώρισαν ευρύτερη δημοτικότητα, με αποκορύφωμα το περίφημο «Shocking pink» της Σκιαπαρέλι στα τέλη της δεκαετίας του ’30.

Μαγεία και εξουσία

Η δεκαετία του ’50 έμεινε στην Ιστορία ως η εποχή της «θηλυκής μαγείας», καθώς τα σχετικά με το φύλο στερεότυπα επιβλήθηκαν πιο έντονα στην κοινωνία, με τον κώδικα «ροζ για τα κορίτσια – μπλε για τα αγόρια» να γνωρίζει ευρύτερη διάδοση. Μέσα από αυτό το πρίσμα υπάρχουν πολλά θηλυκά ροζ φορέματα εκείνης της εποχής τόσο για γυναίκες όσο και για νεότερα κορίτσια, παρ’ όλο που η φίρμα Brooks Brothers κυκλοφόρησε ροζ πουκάμισα για άνδρες. Η επόμενη δεκαετία ήρθε να διατηρήσει τη δημοτικότητα των ροζ «θηλυκών» φορεμάτων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το κοκτέιλ φόρεμα του Ιβ Σεν Λοράν για τον οίκο Ντιόρ το 1960. Τα 70s έφεραν μια παρακμή του ροζ στη μόδα, παρ’ όλο που οι φθορίζουσες αποχρώσεις του επιβίωσαν. Ωστόσο, τη δεκαετία του ’80 το εν λόγω χρώμα επέστρεψε παρ’ όλο που σε κάποιες περιπτώσεις –όπως στο ροζ «κοστούμι εξουσίας» του Κλοντ Μοντανά –λειτούργησε ως επιβεβαιωτικό της ολοένα αυξανόμενης ισχύος της γυναίκας στην κοινωνία.
Πέρα από τα ενδύματα και τα αξεσουάρ, στην έκθεση βρίσκουν τον χώρο τους και κάποια εμβληματικά ροζ παιχνίδια και «στολές» για κορίτσια από το ’50 ως σήμερα. Ανάμεσά τους κούκλες, κοστούμια για «πριγκίπισες», το γνωστό «Μικρό Μου Πόνι» και άλλα εμπορεύματα με έντονη τη φόρτιση του φύλου.
Σε αντίθεση με την αίθουσα της εισόδου που έχει διαμορφωθεί χρονολογικά, η κύρια αίθουσα είναι οργανωμένη θεματικά και επικεντρώνεται σε χαρακτηριστικές έννοιες στην ιστορία του ροζ. Η πρώτη ενότητα έχει τίτλο «Ροζ Πομπαντούρ» και περιλαμβάνει εμβληματικά ενδύματα του 18ου αιώνα που δείχνουν ότι το ροζ ήταν ένα νέο και ιδιαίτερα μοντέρνο χρώμα που απευθυνόταν και στα δύο φύλα εκείνη την εποχή, σε αντίθεση με τον 19ο και τον 20ό αιώνα, οπότε καταγράφηκε ως «θηλυκό» χρώμα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει πάντως το γεγονός ότι τον 18ο αιώνα το ροζ ήταν σημαντικό χρώμα τόσο στη ζωγραφική όσο και στην εσωτερική διακόσμηση.
Στην αριστερή πλευρά της αίθουσας υπάρχει μια μικρή ενότητα αφιερωμένη στον ροζ –σε αντιδιαστολή με τον μπλε –κώδικα στο παιδικό ένδυμα, έναν διαχωρισμό ο οποίος άρχισε να εντείνεται περί τα τέλη της δεκαετίας του 1920, όταν η αμερικανική κοινή γνώμη ήταν ακόμη διχασμένη ως προς το αν το ροζ είναι το χρώμα των κοριτσιών ή των αγοριών. Η τελική απόφαση φαίνεται πως επηρεάστηκε καθοριστικά από τη δημοσιότητα που έλαβε η απόκτηση δύο πινάκων ζωγραφικής, με τίτλους «Blue Boy» και «Pinkie» αντιστοίχως από τον αμερικανό εκατομμυριούχο Χένρι Χάντινγκτον. Στον πρώτο αποτυπωνόταν ένα αγόρι ντυμένο στα μπλε, στον δεύτερο ένα κορίτσι με ροζ ενδυμασία. «Με δεδομένη τη δημοσιότητα που έλαβαν οι δύο αυτοί πίνακες, οι άνθρωποι άρχισαν να σκέπτονται ότι για εκατοντάδες χρόνια το μπλε ήταν το χρώμα των αγοριών και το ροζ των κοριτσιών. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική» σημειώνει και πάλι η Βάλερι Στιλ. «Αν κοιτάξει κανείς πίσω, τα μικρά αγοράκια τον 18ο αιώνα φορούσαν μπλε και ροζ όπως ακριβώς έκαναν και οι μεγαλύτεροι άνδρες. Αντιστοίχως οι κυρίες και τα μικρά κορίτσια φορούσαν μπλε και ροζ» συνεχίζει η ίδια.
Η έκθεση τοποθετεί το ροζ σε παγκόσμιο πλαίσιο επιχειρώντας να εξερευνήσει τη χρήση του στις μη δυτικές κουλτούρες. Στην Ινδία, για παράδειγμα, το συγκεκριμένο χρώμα φοριέται τόσο από γυναίκες όσο και από άνδρες, ενώ στο Μεξικό το λεγόμενο Rosa Mexicano έχει συνδεθεί με την εθνική ταυτότητα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι δυτικοί σχεδιαστές έχουν εμπνευστεί από ανάλογους δεσμούς. Οπως είπε κάποτε η θρυλική Νταϊάνα Βρίλαντ, «το ροζ είναι το ναυτικό μπλε της Ινδίας». Οσο για το Shocking pink της Σκιαπαρέλι, στο μυαλό της ήταν στενά συνδεδεμένο με την Ασία και τη Λατινική Αμερική.
Από την έκθεση δεν λείπει η ερωτική χροιά του ροζ. Ανάμεσα στις αιτίες στις οποίες έχει αποδοθεί η συγκεκριμένη πτυχή του χρώματος αυτού είναι το ροζ-μπεζ του καυκάσιου δέρματος, το οποίο, σύμφωνα με τους διοργανωτές, έχει οδηγήσει στην άποψη που θέλει το ροζ συνδεδεμένο με το γυμνό. Στην εν λόγω ενότητα περιλαμβάνονται εσώρουχα αλλά και βραδινές τουαλέτες σε διάφορες αποχρώσεις του ροζ.
Το συγκεκριμένο χρώμα έχει επίσης διαδραματίσει σημαντικό ρόλο τόσο στις πολιτικές διαμαρτυρίες όσο και στη μουσική η οποία έχει συνδεθεί με την επαναστατημένη νεολαία. Εδώ παρουσιάζονται ροζ pussy καπέλα και εμφανίσεις που σχετίζονται με μουσικά είδη τα οποία κυμαίνονται από το πανκ ως το χιπ χοπ. Στη δεύτερη αίθουσα εξετάζονται οι απόψεις του κοινού για το ροζ και ταυτόχρονα παρουσιάζεται το πώς οι σύγχρονοι σχεδιαστές θέτουν όλο και περισσότερο εν αμφιβόλω κατεστημένες ιδέες σχετικά με τη γλυκιά, ροζ θηλυκότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ρέι Καβακούμπο, η ριζοσπαστική δημιουργός του οίκου Comme des Garcons η οποία έχει ασκήσει ιδιαίτερη επίδραση με συλλογές της όπως η «Biker/Ballerina» και το «Πανκ του 18ου αιώνα». Ακόμα και ο οίκος Valentino αναμετρήθηκε με την πρόκληση κυκλοφορώντας T-shirts με τη φράση «Pink is Punk». Είναι στ’ αλήθεια έτσι;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ