«Συναγερμός χθες εις το Ωδείον Ηρώδου του Αττικού με την πρώτην συμφωνικήν συναυλίαν της θερινής περιόδου. Ο ελληνικός κόσμος, που περιμένη με τόση λαχτάρα να ιδή τον Μητρόπουλο να διευθύνη μέσα στην ιερή αυτή κόγχη, ξεγέλασε την ανυπομονησία του με την χθεσινή εμφάνισι του κ. φον Κάραγιαν, ενός αρχιμουσικού με μεγάλη σφραγίδα, ο οποίος αξίζει πραγματικώς την ενθουσιώδη υποδοχήν που του έγινε».
Οι πρώτες κιόλας φράσεις της κριτικής της Σοφίας Σπανούδη στα «Αθηναϊκά Νέα» στις 14 Ιουνίου 1939 δίνουν το στίγμα μιας λαμπρής επιτυχίας. Η συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών υπό τον 31χρονο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν την προηγουμένη ήρθε να δικαιώσει τον πολυαναμενόμενο χαρακτήρα της, όπως αυτός προκύπτει από τα τεκμήρια του Αρχείου του ιστορικού Ιδρύματος. Σχεδόν ογδόντα χρόνια αργότερα, μπορεί να πει κανείς με ασφάλεια ότι τη βραδιά εκείνη στο Ηρώδειο διασταυρώθηκαν τρεις διαφορετικές διαδρομές, με φόντο την Αθήνα της μεταξικής περιόδου, λίγο προτού ηχήσουν οι σειρήνες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: η διαδρομή ενός νέου, ταχύτατα ανερχόμενου την εποχή εκείνη αρχιμουσικού ο οποίος μεταπολεμικά θα εξελισσόταν στον απόλυτο αυτοκράτορα του πόντιουμ, η διαδρομή ενός συμφωνικού συνόλου που ξεκίνησε ως μαθητικό αλλά σύντομα ανδρώθηκε για να αποτελέσει τον πρόδρομο της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και, τέλος, η διαδρομή ενός εκπαιδευτικού Ιδρύματος που έκανε τα πρώτα του βήματα τον 19ο αιώνα με σκοπό να συστήσει τη μουσική στους νέους της μέσης και κατώτερης τάξης και όχι, όπως ίσως ακόμη και σήμερα πιστεύεται, στους γόνους της λεγόμενης καλής κοινωνίας η οποία προτιμούσε πάντα τη διδασκαλία κατ’ οίκον…

Στην Αθήνα εν μέσω κρίσης

Αναφορικά με τη συναυλία της 13ης Ιουνίου 1939 στο Ηρώδειο τα τεκμήρια που φυλάσσονται στο Αρχείο του Ωδείου Αθηνών μας πληροφορούν τόσο για το πρόγραμμα –έργα Χάιδν, Σμέτανα και Μπραμς –όσο και για την προετοιμασία της μέσω της αλληλογραφίας των ιθυνόντων του Ιδρύματος με τον εκπρόσωπο του Κάραγιαν: οι πιθανές ημερομηνίες διεξαγωγής, η επιθυμία του νεαρού μαέστρου να γνωρίσει την Αθήνα, οι διαπραγματεύσεις για την καταβολή της αμοιβής του σε μάρκα αλλά και η πρόσκληση από πλευράς της διοίκησης του Ωδείου στον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά και τη σύζυγό του να παρακολουθήσουν τη συναυλία διαμορφώνουν το αρχειακό υλικό.
Την εποχή εκείνη ο Κάραγιαν ενσάρκωνε το ιδανικό πρότυπο καλλιτέχνη της χιτλερικής Γερμανίας. Μέλος του ναζιστικού κόμματος από το 1933 ή το 1935 ο ίδιος, η καριέρα του γνώριζε εντυπωσιακή εξέλιξη, με τον Γκέμπελς να τον συμπεριλαμβάνει στη λίστα των «ευλογημένων από τον Θεό» μουσικών. Το 1938, τη χρονιά που ο Χίτλερ προσάρτησε την Αυστρία, ο αρχιμουσικός από το Σάλτσμπουργκ διηύθυνε στην Κρατική Οπερα του Βερολίνου μια παραγωγή του βαγκνερικού «Τριστάνος και Ιζόλδη». Η επιτυχία ήταν τεράστια και ο νεαρός Κάραγιαν θεωρήθηκε πραγματικό θαύμα. Την ίδια χρονιά υπέγραψε ένα επίζηλο συμβόλαιο με την Deutsche Grammophon και έκανε το ντεμπούτο του στη Φιλαρμονική του Βερολίνου, την ορχήστρα με την οποία έμελλε να συνδέσει το όνομά του μεταπολεμικά πιο έντονα από κάθε άλλη.
Ωστόσο, η αθηναϊκή συναυλία ήρθε σε μια στιγμή κρίσιμη για τις σχέσεις του με το χιτλερικό καθεστώς. Λίγες μόλις ημέρες πριν από το Ηρώδειο, στις 2 Ιουνίου 1939, ο Κάραγιαν διηύθυνε μια παράσταση των «Αρχιτραγουδιστών της Νυρεμβέργης» του Βάγκνερ στο Βερολίνο, η οποία κατέληξε σε πραγματικό φιάσκο, παρόντος του Χίτλερ. Ο μπασοβαρύτονος Ρούντολφ Μπόκελμαν που ερμήνευε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Χανς Σακς εμφανίστηκε στη σκηνή πιωμένος και έκανε ένα λάθος το οποίο αποπροσανατόλισε τον Κάραγιαν καθώς μάλιστα διηύθυνε από μνήμης. Το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσουν οι υπόλοιποι τραγουδιστές και η αυλαία να πέσει προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα. Ο Χίτλερ, μεγάλος θαυμαστής του Μπόκελμαν, βρισκόταν εκεί προκειμένου να παρακολουθήσει τον περίφημο Κάραγιαν για πρώτη φορά από κοντά. Δεν του άρεσε καθόλου που είδε τον αγαπημένο του τραγουδιστή να γελοιοποιείται από το «θράσος» του μαέστρου να διευθύνει από μνήμης και θεώρησε τον Κάραγιαν έναν επιπόλαιο νεαρό, ο οποίος ήταν ανίκανος να κάνει τη μουσική του Βάγκνερ να ακουστεί ικανοποιητικά «γερμανική»…
Το παραπάνω επεισόδιο θεωρήθηκε η αρχή μιας κρίσης η οποία εντάθηκε αργότερα, με αποκορύφωμα τον γάμο του Κάραγιαν, μεσούντος του πολέμου, με τη δεύτερη σύζυγό του Αννίτα Γκούτερμαν, η οποία ήταν κατά το ένα τέταρτο Εβραία. Παρότι κατά καιρούς έχουν υποστηριχθεί διάφορα επί του θέματος αυτού, φαίνεται πως τα ίδια περιστατικά που έθεσαν σε κίνδυνο την καριέρα του στη διάρκεια του Γ’ Ράιχ ήταν αυτά τα οποία θα χρησιμοποιούσε ο ίδιος ως επιχειρήματα αργότερα προκειμένου να τη διασώσει. Μεταπολεμικά, οι Σοβιετικοί τού απαγόρευσαν να διευθύνει δημόσια λόγω της εθελοντικής προσχώρησής του στο ναζιστικό κόμμα. Ωστόσο, από το 1947 η απαγόρευση ανεστάλη και ο Κάραγιαν ήταν ελεύθερος να συνεχίσει την καριέρα του η οποία, ως γνωστόν, έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη τα επόμενα χρόνια με το όνομά του να αποτελεί διαρκές σημείο αναφοράς.

Ράπτης, κομμωτής, ωρολογοποιός

Ποια ήταν όμως η μέχρι τότε πορεία του Ιδρύματος που έφερε για πρώτη φορά τον Κάραγιαν στην Αθήνα το καλοκαίρι εκείνο του 1939; Ηταν, άραγε, η μετάκληση αυτή ένα μεμονωμένο λαμπρό γεγονός ή εντάχθηκε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανάλογου βεληνεκούς εκδηλώσεων; Μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν είναι χρήσιμη για την αλληλουχία των γεγονότων.
Η σύσταση ωδείου, η συγκρότηση θεάτρου, ο καταρτισμός δραματολογίου, οι υποτροφίες σε άριστους μαθητές, η μετεκπαίδευση στο εξωτερικό και –το κυριότερο –η διοργάνωση τακτικών συναυλιών υπήρξαν οι κύριοι σκοποί της σύστασης του Μουσικού και Δραματικού Συλλόγου στην Αθήνα το 1871, όπως προκύπτουν από το πρώτο καταστατικό του. Η ιδρυτική του πράξη υπήρξε πρωτοβουλία του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, πρωθυπουργού της εποχής και του Γρηγόριου Παπαδόπουλου, τμηματάρχη του υπουργείου Εξωτερικών. Στο πλαίσιο αυτό το Ωδείο Αθηνών ιδρύθηκε την επόμενη χρονιά και όπως επισημαίνει ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης σε κείμενό του με τίτλο «Το Ωδείο Αθηνών ως καθοριστικός φορέας πολιτισμικής διαμόρφωσης», υπήρξε αρχαιότερο από σημαντικές διεθνείς μουσικές ακαδημίες που λειτουργούν ως σήμερα, ανάμεσά τους η Ανώτερη Μουσική Ακαδημία του Αμβούργου που ιδρύθηκε το 1873 και η περίφημη Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας στη Ρώμη η οποία ακολούθησε το 1877.

«Τα πρώτα και πολύ δύσκολα, για το ωδείο, έτη λειτουργίας τα μαθήματα προσφέρονταν δωρεάν σε όλους» σημειώνει από την πλευρά της η έφορος του Αρχείου του Ωδείου Αθηνών Στέλλα Κουρμπανά σε παρέμβασή της με τίτλο «Το Αρχείο του Ωδείου Αθηνών ως πηγή κοινωνιολογικής έρευνας – Η κοινωνική ταυτότητα των πρώτων μαθητών». Η ίδια συνεχίζει προσθέτοντας ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου εύκολο, γιατί οι πόροι του συλλόγου, που συντηρούσαν το ωδείο, ήταν περιορισμένοι ενώ οι ανάγκες πολλές. Οσο για το κοινωνικό υπόβαθρο των μαθητών εκείνης της εποχής, τα μαθητολόγια πιστοποιούν ότι τα επαγγέλματά τους ήταν εν πολλοίς χειρωνακτικά: ωρολογοποιός, κοσμηματογράφος, ράπτης, υποδηματοποιός, σιδηρουργός, βιβλιοδέτης, τυπογράφος, χωρομέτρης, χρωματοποιός, στρατιώτης, κομμωτής, ξυλουργός κ.ά.

«Ταυτόχρονα ήδη από το πρώτο πλήρες σχολικό έτος σπουδών στο Ωδείο, το 1873 (καθώς τα μαθήματα δεν άρχισαν αμέσως), ξεκίνησε μια συνεργασία με το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα, ένα κοινωνικό ίδρυμα που βρισκόταν και αυτό στην οδό Πειραιώς και το οποίο έστελνε ορφανά παιδιά στο ωδείο για να μάθουν μουσική. Ενας από αυτούς, ο δεκάχρονος ράπτης, ο Ευρυσθένης Γκίζας, σημείωσε εξαιρετική πρόοδο και έφυγε το 1883 με υποτροφία για σπουδές τελειοποίησης στο Ωδείο της Βιέννης» αναφέρει και πάλι η Στέλλα Κουρμπανά. «Εκεί, στις εισιτήριες εξετάσεις του εξέπληξε τόσο τους καθηγητές του με την επίδοσή του που δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι επρόκειτο για νεαρό Ελληνα μουσικό που είχε σπουδάσει στην Ελλάδα. Ο Γκίζας έκανε διεθνή καριέρα ως φλαουτίστας και έφτασε ως το πρώτο αναλόγιο του φλάουτου στη Φιλαρμονική της Βιέννης».
Η ανάληψη της διεύθυνσης του Ωδείου από τον Γεώργιο Νάζο, το 1891, υπήρξε καθοριστική. Οπως επισημαίνει και πάλι ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης, ο νέος διευθυντής επέφερε σημαντικές αλλαγές στο πρόγραμμα σπουδών και ουσιαστικά στη νοοτροπία του Ωδείου. «Υιοθετήθηκε το ρεπερτόριο που διδασκόταν στις γερμανικές ακαδημίες, ενώ ξεκίνησε μια συστηματική προσπάθεια για την προσέλκυση ικανού διδακτικού προσωπικού από το εξωτερικό που θα μπορούσε να προσφέρει μια υψηλού επιπέδου μουσική παιδεία» σημειώνει συγκεκριμένα.

«Επίσης, η καλλιτεχνική δράση του ωδείου διευρύνθηκε και η πρώτη συναυλία της ορχήστρας αποτελούμενη από σπουδαστές και καθηγητές του ιδρύματος έλαβε χώρα στις 29 Μαΐου 1893 όπου παίχθηκε το «Stabat Mater» του Περγκολέζι με ορχήστρα εγχόρδων, χορωδία και μαέστρο τον Γεώργιο Νάζο» συνεχίζει ο ίδιος. Ωστόσο, όπως επισημαίνει σε άλλο σημείο του κειμένου, η επιτακτική ανάγκη της δημιουργίας ορχηστρικού συνόλου πέρασε από πολλές φάσεις μέχρι τη σταθεροποίησή του. «Η πρώτη αμιγώς συμφωνική συναυλία έγινε στις 19 Μαρτίου 1894 με μαέστρο τον Ριχάρδο Μπονιτσιόλι, έναν από τους μετακληθέντες μουσικούς δασκάλους που πλέον έβρισκαν δουλειά στην Ελλάδα μετά από πρόσκληση του Νάζου» γράφει ο Α. Χαρκιολάκης. «Η ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών θα σταθεροποιηθεί γύρω στα 1911, τρία χρόνια μετά την έλευση του Αρμάνδου Μαρσίκ, που ήταν ένας εξαιρετικά προικισμένος μουσικός και πρώτος δάσκαλος του Δημήτρη Μητρόπουλου. Κατά τα επόμενα 31 χρόνια η ορχήστρα θα έχει μια σχετικά σταθερή παρουσία άλλοτε αυτόνομη και άλλοτε σε συνεργασία με ορχηστρικά σύνολα άλλων ωδείων που είχαν στο μεταξύ δημιουργηθεί. Από το πόντιουμ της ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών πέρασαν μουσικοί όπως ο Ιωσήφ Μπουστίντουι, ο Ιβάν Μπούτνικοφ, ο Φρανκ Σουαζύ και ο Δημήτρης Μητρόπουλος ως κατά καιρούς μόνιμοι μαέστροι της. Παράλληλα, οι μετακλήσεις συμπεριελάμβαναν πολύ μεγάλα ονόματα του διεθνούς στερεώματος, όπως οι Μπρούνο Βάλτερ, Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, Καρλ Σούριχτ και πολλοί άλλοι, και διάσημους σολίστες όπως ο Σνάμπελ, ο Καζάλς, ο Πιατιγκόρσκι κ.ά. Παρουσίες που λάμπρυναν και ανέπτυξαν το μουσικό κριτήριο του κοινού. Τελικά, η Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών μετεξελίχθηκε το 1942 στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών εν τω μέσω της Κατοχής».

Βέλα κρεμαστά, φορέματα πολύχρωμα…

Mέσα από αυτό το πρίσμα καθίσταται σαφές ότι η μετάκληση του Κάραγιαν δεν ήταν ένα «πυροτέχνημα» αλλά εντάχθηκε στο πλαίσιο μιας αξιόλογης μουσικής κίνησης της εποχής στην πρωτεύουσα. «Τον αγαπήσαμε όλοι ξεχωριστά για την εσωτερική φλόγα που τον εμπνέει, για τον εύγλωττο τρόπο με τον οποίον ερμήνευσε τη “Βιτάβα” του μεγάλου τσέχου συνθέτου Σμετάνα δείχνοντας πως κανένας εμπνευσμένος μουσικός δεν είνε ποτέ άπατρις στον κόσμο» γράφει η Σοφία Σπανούδη στην κριτική της στα «Αθηναϊκά Νέα» στις 14 Ιουνίου 1939. «Ο Σμετάνα», συνεχίζει η ίδια, «στον κύκλον αυτόν των συμφωνικών ποιημάτων του με τον γενικό τίτλο “Ma Vlast” (“Η πατρίδα μου”) μας δίνει ζωηρόχρωμες και όλως δονούμενες από πάθος προβολές της ωραίας του χώρας με τους θρύλους της, τη φύσι της, τα ψυχογραφικά της τοπία {…}. Το κομμάτι που ακούσαμε χθες “Βιτάβα” (“Μολδάβας”) είνε από τα χαρακτηριστικώτερα της σειράς, πλημμυρισμένο από χρώματα επιτόπια και υποβλητικώτατα νοσταλγικών συναισθημάτων κι εθνικιστικής πνοής. Η ερμηνεία της πρώτης συμφωνίας του Χάυδν εις μι ύφ. τιμά εξόχως τον Γερμανόν αρχιμουσικόν για τη διαφανέστατη και λεπτεπίλεπτη εργασία του με την ορχήστρα. Είνε από τα έργα που ταιριάζουν εξαίσια στο περιβάλλον του αρχαίου θεάτρου. Εξαιρετικά ωραία ακούστηκαν οι βαριασιόνες και το σόλο βιολί του Βολωνίνη με τον ευγενικό του ήχο και τη γνησιότητα του μεγάλου στυλ. Αντιθέτως, η τετάρτη συμφωνία του Μπραμς, ένα έργο ογκολιθικό, καθιερωμένο από την προοπτική του χρόνου, παρουσίασε με το αρχαϊκό περιβάλλον πολλές αντινομίες, οι οποίες όμως δεν μειώνουν την επιβλητική ερμηνεία του Κάραγιαν, που θ’ ανεδεικνύετο ακόμη επιβλητικώτερη σε μια αίθουσα συναυλιών».

Την ίδια εκείνη ημέρα, την επαύριο της συναυλίας, το «Ελεύθερον Βήμα» θα δημοσιεύσει εκτενές κοσμικό ρεπορτάζ από τη βραδιά. Ετσι, μαθαίνουμε ότι εκείνο το βράδυ στο Ηρώδειο παρευρέθηκαν «η Α.Μ. ο Βασιλεύς, η Α.Β.Υ. η Πριγκήπισσα Φρειδερίκη – κομψοτάτη με γαλάζιο φόρεμα, άσπρη ρεδιγκότα και άσπρο μεγάλο καπέλλο –, η Α.Β.Υ. η Πριγκήπισσα Αικατερίνη, πολύ όμορφη με μπλε-μαρίν σύνολο» και πλήθος ακόμη εκπροσώπων της αθηναϊκής δημόσιας ζωής. «Το θέατρον υπερπλήρες» συνεχίζει το ρεπορτάζ. «Οι κερκίδες παρουσίαζαν ενδιαφέρον θέαμα. Φορέματα πολύχρωμα, μονόχρωμα. Καπέλλα σε όλα τα μεγέθη άρχιζαν από πελώριες καπελλίν και κατέληγαν σε μικροσκοπικά καπέλα του “Κοτιγιόν”. Αρκετά τυρμπάν σε χρώματα έντονα. Βέλα κρεμαστά, κομμώσεις περίεργες». Η βραδιά ήταν λαμπερή και ξάστερη. Τα σύννεφα του πολέμου δεν είχαν ακόμη πυκνώσει στον αττικό ουρανό…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ