Εγκρίθηκε από την τουρκική Εθνοσυνέλευση ο νέος αμφιλεγόμενος «αντιτρομοκρατικός» νόμος, στον οποίο συμπεριλαμβάνοντια μέτρα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η οποία επιβλήθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016 και ήρθη την περασμένη εβδομάδα.

Όπως μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων Anadolu, το κόμμα του Ταγίπ Ερντογάν, που κατέθεσε το κείμενο στο κοινοβούλιο, προασπίστηκε το νομοσχέδιο ως απαραίτητο προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο «επιβράδυνσης» στη μάχη εναντίον των «τρομοκρατικών οργανώσεων» μετά την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Οι επικριτέ του παρόλα αυτά, κατηγορούν την κυβέρνηση ότι θέλει να διατηρήσει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης με αυτό το νομοσχέδιο, το οποίο ενισχύει σημαντικά τις εξουσίες των αρχών.

Το νομοσχέδιο, αντίγραφο του οποίου περιήλθε στην κατοχή του Γαλλικού Πρακτορείου, περιλαμβάνει μέτρα που φαίνεται πως οι συντάκτες εμπνεύστηκαν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως τη δυνατότητα οι αρχές να απολύουν τους δημόσιους λειτουργούς που έχουν διασυνδέσεις με «τρομοκρατικές οργανώσεις» για ένα επιπλέον διάστημα τριών ετών.

Επιπλέον, οι δημόσιοι διαχειριστές που διορίστηκαν κατά τη διάρκεια της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στην ηγεσία επιχειρήσεων, οι οποίες βαρύνονται με υποψίες ότι σχετίζονταν με κάποια «τρομοκρατική οργάνωση», θα μπορούσαν να παραμείνουν στη θέση αυτή για ακόμη τρία χρόνια.

Άλλα μέτρα που προβλέπονται: οι διαδηλώσεις και οι συγκεντρώσεις θα απαγορεύονται μετά τη δύση του ηλίου, εκτός κι αν έχει εκδοθεί ειδική άδεια από τις αρχές. Οι τοπικές αρχές θα μπορούν να περιορίσουν την πρόσβαση σε ορισμένες περιοχές και η κράτηση ενός προσώπου θα μπορεί να διαρκεί έως και 12 ημέρες.

Σημειώνεται ότι έγκριση του νομοσχεδίου έγινε μία εβδομάδα μετά την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, που είχε τεθεί σε ισχύ λίγες ημέρες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016.

Λίγο πριν από την ψηφοφορία, το υπουργείο Εσωτερικών της Τουρκίας προχώρησε στην άρση της ανάκλησης 155.350 διαβατηρίων.

Τα διαβατήρια επιστράφηκαν στις συζύγους προσώπων σε βάρος των οποίων είχε κριθεί ότι υπήρχαν ισχυρές νομικές υποψίες, στο πλαίσιο της καταστολής που ακολούθησε το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016.