Εχω υπάρξει απολύτως εξαρτηµένος από τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Αισθάνομαι ότι με έχει μεγαλώσει. Το 1978 θυμάμαι να συζητάει όλος ο κόσμος κατά πόσον ο μικρός θαυματοποιός ήταν τόσο καλός ώστε να χωρέσει στην ενδεκάδα της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Αργεντινής: η φήμη του προηγήθηκε της εμφάνισής του στο παγκόσμιο παλκοσένικο. Το 1982, με τα λίγα που έκανε στην Ισπανία σκόρπισε αμφιβολίες, όπως όλοι οι αληθινοί προφήτες πριν από το θαύμα: εγώ παρέμεινα πιστός ανακαλύπτοντας δικαιολογίες. Οταν το θαύμα το έκανε, το 1986, πίστεψα κι εγώ ότι είναι Θεός. Οταν πρωτοπήγα στη Νάπολι, έβγαζα φωτογραφίες μπροστά στα αφιερωμένα σε αυτόν γκραφίτι με τα οποία η πόλη ήταν γεμάτη. Το 1990 ήμουν εκεί όταν πίκρανε τους Ιταλούς και όταν έκλαιγε στον τελικό –έχασε αλλά καταξιώθηκε στη συνείδηση του κόσμου ως τεράστιος. Το 1994 θυμάμαι ότι γύρισε από το χάος για να ξανακερδίσει το Κύπελλο: τον άρπαξε μια νοσοκόμα από το χέρι στο τέλος του ματς με τη Νιγηρία και κάπως έτσι τον χάσαμε από τα Μουντιάλ. Δεκαέξι χρόνια ήταν το βασικό θέμα συζήτησης όταν έφτανε ο μήνας που το τσίρκο του Παγκοσμίου Κυπέλλου μάς μάγευε.
Οταν το 2010 επέστρεψε ως προπονητής κατέγραφα τις συμπτώσεις βλέποντας σημάδια από ένα επερχόμενο θαύμα. Σημείωνα ότι έβαλε το πρώτο του γκολ με την Εθνική σε ένα ματς εναντίον της Σκωτίας και στη Σκωτία έκανε ντεμπούτο και ως ομοσπονδιακός προπονητής της Αργεντινής. Τελείωσε την καριέρα του στην εθνική ομάδα, χωρίς να το θέλει, σε ένα ματς με τη Νιγηρία και κόντρα στη Νιγηρία επανεμφανίστηκε ως προπονητής στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Αλλά όταν οι Γερμανοί διέλυσαν τους Αργεντινούς στον προημιτελικό και ο Μέσι αποκλείστηκε χωρίς να βάλει γκολ, γιατί ο Μαραντόνα δεν ήξερε πώς να τον χρησιμοποιήσει, κατάλαβα ότι δεν υπήρχαν θεϊκά σημάδια. Ισως μάλιστα όσοι λένε πως Θεός δεν υπάρχει να έχουν και δίκιο, πανάθεμά τους.
Οταν φτάνει το Παγκόσμιο Κύπελλο ο Μαραντόνα θα εμφανίζεται πάντα και κάθε φορά ο μύθος του θα φθίνει και περισσότερο. Τον έφτιαξε μέσα στα γήπεδα, αλλά έξω από αυτά του είναι αδύνατον να τον υποστηρίξει. Η εμφάνισή του στις εξέδρες του γηπέδου της Αγίας Πετρούπολης στο ματς της Αργεντινής με τη Νιγηρία είναι μια στιγμή θλίψης για όποιον τον λάτρεψε: χειρότερη και από τη συμπεριφορά του, τη σκηνοθετημένη ευτυχία του και τη θεατρική του θλίψη είναι η τρομακτική του προσπάθεια να τραβήξει επάνω του την κάμερα –να τρυπώσει στους δέκτες της τηλεόρασης για να θυμίσει την ύπαρξή του κλέβοντας ό,τι είναι δυνατόν από τους τωρινούς πρωταγωνιστές. Ο μαστουρωμένος κλόουν δεν έχει καμία σχέση ούτε με Θεό ούτε με διάβολο. Είναι ένας αξιολύπητος πρώην πρωταγωνιστής που αναζητεί με αγωνία έναν νέο ρόλο. Αναρωτιόμουν τι ήθελε άραγε να δείξει χειρονομώντας και λιποθυμώντας. Οτι αγαπάει την ομάδα της χώρας του; Ουδείς αμφιβάλλει. Οτι συμπάσχει με τους παίκτες; Ολοι συμπάσχουν. Οτι υποφέρει; Ας πούμε ότι έτσι συμβαίνει. Και λοιπόν;
Ο Μαραντόνα υπήρξε σπουδαίος ποδοσφαιριστής και σπάνια περσόνα. Μπορούσε να μιλάει υπέρ των φτωχών, να καπνίζει πούρα με τον Φιντέλ, να κάνει κηρύγματα στον Πάπα, να παριστάνει τον επαναστάτη ποπολάρο ενώπιον των Ναπολιτάνων. Ολα αυτά είχαν νόημα όταν αποτελούσαν αποδείξεις αντισυμβατικότητας –σήμερα είναι μια μανιέρα. Η περσόνα του καταπιέζει εμφανώς τον ίδιο τον άνθρωπο, που δεν μπορεί να την υποστηρίξει. Κάποτε ήταν διαφορετικός, σήμερα προσπαθεί να πείσει ότι είναι διαφορετικός.
Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η συμπεριφορά του είναι αυθεντική, ότι όλη αυτή η παραφροσύνη είναι η αλήθεια του, και πάλι σε όλο αυτό δεν υπάρχει τίποτε το αξιαγάπητο: η ανθρωπότητα παρακολουθεί τον αυτοεξευτελισμό ενός ειδώλου που δεν στέκεται στα πόδια του. Ποτέ δεν ήταν παράδειγμα προς μίμηση –ο ίδιος έχει πει ότι λυπάται κάθε κοινωνία που έχει ινδάλματα ποδοσφαιριστές. Σήμερα όμως είναι παράδειγμα προς αποφυγήν. Ενας τσαρλατάνος με τον οποίο γελάς και σκέφτεσαι κάθε φορά που τον βλέπεις τι έχει πάρει.
Λυπάμαι για τους σκηνοθέτες που του αφιερώνουν τόσα πλάνα. Το καθένα είναι μια μαχαιριά στην καρδιά. Στη δική μας καρδιά.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Ιουλίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ