Πρόσθετα έσοδα ύψους 7,95 δισ. ευρώ από την αύξηση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών που αναμένονται από τη μεγέθυνση της οικονομίας αλλά και τη μείωση του αφορολόγητου ορίου το 2020 φέρνει το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2019-2022.
Τους πρόσθετους αυτούς πόρους, οι οποίοι υπερβαίνουν τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, η κυβέρνηση τους θεωρεί «δημοσιονομικό χώρο» για να ασκήσει πολιτικές αναδιανομής και ασφαλώς για να προετοιμαστεί για τις εκλογικές αναμετρήσεις του επόμενου έτους.
Η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση για «πολιτική παρατεταμένης λιτότητας».
Επί της ουσίας, με το Μεσοπρόθεσμο πιστοποιείται ότι η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική θα διατηρηθεί για πολλά χρόνια μετά την ολοκλήρωση του Μνημονίου.

Οι δεσμεύσεις

Οπως προβλέπεται, το υπουργείο Οικονομικών έπειτα από συμφωνία με τους εταίρους δεσμεύεται ότι θα προχωρήσει:
l Για το 2019, στην άμεση θεσμοθέτηση του πρώτου πακέτου το οποίο αφορά την αύξηση δαπανών κατά 0,7% του ΑΕΠ που θα κατευθυνθούν σε στοχευμένα κοινωνικά επιδόματα (στέγης, τέκνων, σχολικών γευμάτων, νηπιακής – προσχολικής εκπαίδευσης, αλλά και μείωση των συμμετοχών για την υγεία ασφαλισμένων με χαμηλά εισοδήματα).
Επίσης ένα κονδύλι 0,15% του ΑΕΠ θα διατεθεί για ενίσχυση των δημόσιων υποδομών και άλλο ένα 0,15% του ΑΕΠ για ενεργητικές πολιτικές στην αγορά εργασίας.
l Για το 2020 προβλέπεται η μείωση των συντελεστών φορολόγησης ατομικών εισοδημάτων και της εισφοράς αλληλεγγύης με μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό αντίκτυπο 0,8% του ΑΕΠ, μείωση των συντελεστών φορολόγησης των επιχειρήσεων με μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό αντίκτυπο 0,1% του ΑΕΠ και μείωση του ΕΝΦΙΑ (0,1% του ΑΕΠ).
Οπως είπε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης μιλώντας στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, το υπερπλεόνασμα του 2019 θα δοθεί εξ ολοκλήρου σε φοροελαφρύνσεις, το 2020 θα «σπάσει» με 75% σε φοροελαφρύνσεις και 25% σε κοινωνικές παροχές και το 2021 θα μοιραστεί ισόποσα.
Το κυρίαρχο στοιχείο του Μεσοπρόθεσμου είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα «μαμούθ».
Συγκεκριμένα, για το τρέχον έτος εκτιμάται ότι το πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 3,56%, το 2019 θα φθάσει το 3,96%, το 2020 θα ανέβει στο 4,15%, το 2021 στο 4,53% και το 2020 θα εξακοντιστεί στο 5,19% του ΑΕΠ.
Σε απόλυτα μεγέθη, το υπερπλεόνασμα ή το σύνολο του «δημοσιονομικού χώρου», όπως το χαρακτηρίζει η κυβέρνηση, επιμερίζεται σε 111 εκατ. ευρώ εφέτος, 866 εκατ. το 2019, 1,287 δισ. το 2020, 2,112 δισ. το 2021 και 3,582 δισ. ευρώ το 2022.

Η κριτική

Σύμφωνα λοιπόν με την αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, από το 2018 μέχρι το 2022 οι δημόσιες δαπάνες εμφανίζονται συγκρατημένες πέριξ των 87,5 δισ. ευρώ κατ’ έτος χωρίς αξιοσημείωτη μεταβολή.
Το βάρος όλης της δημοσιονομικής προσαρμογής πέφτει στα έσοδα, τα οποία θα αυξάνονται κάθε χρόνο με ρυθμό της τάξης του 1,35%. Μάλιστα οι άμεσοι φόροι φυσικών προσώπων θα ενισχύονται με ετήσιο ρυθμό 6,1% και οι άμεσοι φόροι νομικών προσώπων με 5,3%.
Είναι δε εντυπωσιακό πως, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, τα συνολικά έσοδα που θα χρειάζονταν για να είχαμε κάθε χρόνο και μέχρι το 2022 πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ είναι 7,95 δισ. ευρώ λιγότερα σε σχέση με αυτά που πρέπει να εισπραχθούν για να επιτευχθούν τα πλεονάσματα στο οποία στοχεύει το υπουργείο Οικονομικών.
Η κυβέρνηση «ποντάρει» στα δημοσιονομικά περιθώρια και υπόσχεται ότι θα προχωρήσει, πέρα από τα αντίμετρα, και σε μόνιμες μειώσεις συντελεστών.
Δηλαδή από τη μια θα συνεχιστεί η φορολογική αφαίμαξη που πιέζει την πραγματική οικονομία, περιορίζοντας την αναπτυξιακή δυναμική της, και από την άλλη θα δημιουργηθεί «δημοσιονομικός χώρος» ώστε να πάμε σε στοχευμένες φοροελαφρύνσεις.
Η αύξηση των εσόδων θα προέλθει από την άμεση κατάργηση του μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά, τις αυξημένες αντικειμενικές που επηρεάζουν σειρά από τέλη επί των ακινήτων, την απάλειψη της έκπτωσης 15% στις ασφαλιστικές εισφορές τον Ιανουάριο του 2019, τη συρρίκνωση του αφορολογήτου το 2020 και γενικότερα από την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Στα μέτρα λιτότητας θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τις μειώσεις των συντάξεων από τον Ιανουάριο του 2019.
Αξίζει να σημειωθεί πως το Δημοσιονομικό Συμβούλιο προτρέπει την κυβέρνηση να προχωρήσει σε «ελάφρυνση των φορολογικών βαρών που θα ευνοεί την τόνωση της παραγωγής όσο και κατηγορίες εισοδημάτων που στηρίζουν την εγχώρια ζήτηση».

Με αστερίσκους

Ιδιαίτερα αισιόδοξους χαρακτηρίζει τους στόχους του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου για τους ρυθμούς ανάπτυξης των επόμενων ετών το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει ότι η μεγέθυνση της οικονομίας θα διαμορφωθεί στο 2,16% (μέσος ετήσιος ρυθμός μεταξύ 2018 και 2022) στηριζόμενη κατά κύριο λόγο στην ενίσχυση των επενδύσεων.
Συγκεκριμένα, ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων θα ξεπεράσει το 11% το 2018 και το 2019, ενώ αναμένεται να διατηρηθούν σημαντικά υψηλοί και τα υπόλοιπα χρόνια του προγράμματος (μέσα επίπεδα ετήσιας αύξησης, περίπου 8,7% στην πενταετία). Οι προβλέψεις αυτές, όπως αναφέρει στην αξιολόγησή του το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, «καθίστανται αρκετά αισιόδοξες σε σχέση με τις προβλέψεις για τις υπόλοιπες συνιστώσες του ΑΕΠ». Ειδικά ο στόχος του οικονομικού επιτελείου για μέσο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων στην οικοδομή στα επίπεδα του 7,9% κρίνεται «υπεραισιόδοξος».
Επιπρόσθετα σημειώνει ότι οι εκτιμήσεις για την άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης βάζουν τον πήχη πολύ ψηλά. «Η πίεση που ασκούν στο διαθέσιμο εισόδημα οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών δεν φαίνεται να στηρίζουν μια τέτοια αισιοδοξία» τονίζεται χαρακτηριστικά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ