Σε μια έτοιμη και σε μεγάλο βαθμό δοκιμασμένη λύση για τη μεταμνημονιακή εποπτεία της Ελλάδας, η οποία δεν θα έχει ουσιώδεις διαφορές με αυτήν που είναι σε ισχύ σήμερα, φαίνεται πως καταλήγουν οι ευρωπαίοι εταίροι.
Σύμφωνα με πληροφορίες, προκειμένου να μην… μπλέξουν με ένα υβριδικό μοντέλο, που θα ήταν σίγουρα αυστηρότερο από αυτό που εφαρμόστηκε στην Ιρλανδία, προσανατολίζονται στην επιλογή της «ενισχυμένης εποπτείας» βάσει του Κανονισμού 472/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ της 21ης Μαΐου 2013.
Το «αβαντάζ» του συγκεκριμένου Κανονισμού είναι πως ορίζει με σαφήνεια το πώς ασκείται η εποπτεία σε κράτος-μέλος το οποίο εξέρχεται από πρόγραμμα και ταιριάζει στην περίπτωση της Ελλάδας
Επιπλέον αφήνει ανοιχτή τη συμμετοχή του ΔΝΤ, εφόσον το επιλέξουν οι Ευρωπαίοι, ενώ περιλαμβάνει προβλέψεις για «τακτικές» αποστολές των θεσμών και για τη λήψη «πρόσθετων» αλλά και «διορθωτικών» μέτρων.
Οπως γίνεται αντιληπτό, πρόκειται για ένα επί της ουσίας «μνημονιακό» μοντέλο επιτροπείας, αυτό ακριβώς που θα ήθελε να αποφύγει η κυβέρνηση αλλά μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να περνά από το χέρι της η απόρριψή του.
«Το κανονιστικό πλαίσιο υπάρχει, είναι λειτουργικό και μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να ανακύψουν διαφωνίες μεταξύ των χωρών-μελών ως προς τη δημιουργία ενός νέου μοντέλου ειδικά για την Ελλάδα» σημειώνει χαρακτηριστικά ευρωπαϊκή πηγή

Η Γερμανία

Κατά μία εκδοχή, το αυστηρό πλαίσιο προωθείται από τη Γερμανία αλλά και από άλλες χώρες της ευρωζώνης που δεν έχουν εμπιστοσύνη στο πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας και φοβούνται πως με την έξοδο από το πρόγραμμα τον ερχόμενο Αύγουστο θα σταματήσει η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη συμφωνηθεί.
Επιπροσθέτως, με τη λύση αυτή αποφεύγεται και ο «σκόπελος» της τεράστιας καθυστέρησης που παρατηρείται επί του παρόντος στην υλοποίηση των προαπαιτουμένων της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος. Οπως έγραψε «Το Βήμα» την προηγούμενη Κυριακή, εξετάζεται το ενδεχόμενο να «μετατεθούν» ορισμένα προαπαιτούμενα (κυρίως όσα σχετίζονται με τις ιδιωτικοποιήσεις) στη μεταμνημονιακή εποχή.
Και η «μετάθεσή» τους δεν θα συνδεθεί με παράταση του τρέχοντος προγράμματος –σενάριο που ακούγεται έντονα αλλά διαψεύδεται αρμοδίως. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα μιας, έστω και βραχύβιας, παράτασης είναι πως αυτή θα πρέπει να εγκριθεί από εθνικά κοινοβούλια χωρών-μελών και ως εκ τούτου μπορεί να ανακύψει εμπλοκή.
Αντιθέτως, ο Κανονισμός 472/2013 μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή με πρόταση της Κομισιόν. Οπως τονίζεται σε αυτόν, «η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο της ΕΕ εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει μέσα σε 10 ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή».
Πιο αναλυτικά εκτιμάται ότι η περίπτωση της Ελλάδας μπορεί να καλυφθεί από το άρθρο 14 του Κανονισμού το οποίο έχει τον τίτλο «Ασκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα». Στο συγκεκριμένο άρθρο σημειώνεται πως «το Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους-μέλους». Η αξιολόγηση του δημοσιονομικού κινδύνου είναι υποκειμενική αλλά είναι στη διακριτική ευχέρεια των εταίρων να τον επικαλεστούν προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχεια της επιτήρησης.
Στη συνέχεια προστίθεται ότι «το κράτος-μέλος που παραμένει υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 3 παράγραφος 3 του παρόντος Κανονισμού».
Στο άρθρο 3 που έχει τον τίτλο «Ενισχυμένη εποπτεία» κρύβεται το μυστικό της αυστηρής επιτήρησης. Και αυτό καθώς σε αυτό το άρθρο αναφέρεται πως «το κράτος-μέλος που υπόκειται σε ενισχυμένη εποπτεία, έπειτα από διαβούλευση και σε συνεργασία με την Επιτροπή, η οποία ενεργεί σε συνεννόηση με την ΕΚΤ, τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) και όπου είναι σκόπιμο το ΔΝΤ, εγκρίνει μέτρα που στοχεύουν στην αντιμετώπιση των πηγών ή των δυνητικών πηγών των δυσκολιών».
Μάλιστα βάσει του συγκεκριμένου άρθρου μπορεί να ξεπεραστεί το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει εξέλθει από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Συγκεκριμένα ορίζεται ότι η στενότερη παρακολούθηση της δημοσιονομικής κατάστασης εφαρμόζεται σε κράτος-μέλος που υπόκειται σε ενισχυμένη εποπτεία «ασχέτως της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος στο εν λόγω κράτος-μέλος».
Από εκεί και πέρα, από τον Κανονισμό και ειδικότερα την παράγραφο 3 (του άρθρου 3) προκύπτει ότι βασικό μέλημα των Ευρωπαίων είναι η διαφύλαξη της ευστάθειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της «προβληματικής» χώρας. Ετσι στην παράγραφο αυτή, μεταξύ των άλλων και πέρα από την υποχρέωση διενέργειας ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, ορίζεται ότι το κράτος-μέλος παρέχει στην ΕΚΤ, με τη συχνότητα που του έχει ζητηθεί, αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τις εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό του σύστημα .
Επιπλέον «υποβάλλεται σε τακτικές εκτιμήσεις των εποπτικών ικανοτήτων του επί του χρηματοπιστωτικού τομέα στο πλαίσιο ειδικής αξιολόγησης που διενεργείται από την ΕΚΤ ή, όταν είναι σκόπιμο, από τις αρμόδιες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές».

Επισκέψεις στην Αθήνα

Και φυσικά υπάρχουν στον συγκεκριμένο Κανονισμό σαφείς προβλέψεις τόσο για τις… επισκέψεις των θεσμών στην Αθήνα όσο και για τη λήψη «περαιτέρω», «διορθωτικών» ή ακόμα και «προληπτικών», μέτρων.
«Η Επιτροπή σε συνεννόηση με την ΕΚΤ, τις αρμόδιες ΕΕΑ και όταν είναι σκόπιμο με το ΔΝΤ πραγματοποιεί τακτικές αποστολές επιθεώρησης στο κράτος-μέλος που υπόκειται σε ενισχυμένη εποπτεία προκειμένου να επαληθεύσει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Οσον αφορά τη λήψη νέων μέτρων ο Κανονισμός είναι ξεκάθαρος:
«Η Επιτροπή κοινοποιεί ανά τρίμηνο την εκτίμησή της στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εξετάζει ειδικότερα αν χρειάζονται περαιτέρω μέτρα». Αλλά δεν μένει εκεί, καθώς υπάρχει και άλλη πρόβλεψη για επιπλέον παρεμβάσεις. Οπως αναφέρει, «σε περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει με βάση τις αποστολές επιθεώρησης ότι απαιτούνται περαιτέρω μέτρα και ότι η χρηματοπιστωτική και οικονομική κατάσταση του κράτους-μέλους έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ… μπορεί να συστήσει στο κράτος να λάβει προληπτικά διορθωτικά μέτρα ή να καταρτίσει σχέδιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ