Προφανώς δεν πρέπει να παραγνωρίζονται και να αγνοούνται οι θυσίες του ελληνικού λαού από την άδικη και υπερβολική δημοσιονομική συμπίεση που υφίσταται τα τελευταία επτά χρόνια.
Δεν πρέπει όμως να υποτιμάται και το γεγονός της σθεναρής αντίστασης και άρνησης μεγάλων μερίδων του ιδίου αυτού λαού σε οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία ή προσπάθεια εξυγίανσης είτε αυτή αφορούσε τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης είτε το συνταξιοδοτικό σύστημα.
Η άρνηση να αλλάξουμε, βαθιά ριζωμένη στο συλλογικό ασυνείδητο, εμπόδισε τη χώρα να εκσυγχρονιστεί και να ακολουθήσει ισότιμα τους ευρωπαϊκούς ρυθμούς άλλων χωρών και συσσώρευσε δυσθεώρητα ελλείμματα, οφειλόμενα κυρίως σε διαρθρωτικούς παράγοντες και όχι στον αντανακλαστικό κυκλικό χαρακτήρα της κρίσης, που είχαν την ανάγκη διαρκούς χρηματοδότησης της οικονομίας ώστε να καλύπτονται.
Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης δεν είναι πανάκεια και δεν θα σημαίνει τίποτε αν εντός του 2017 η χώρα δεν καταφέρει να βγει στις αγορές να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της. Δημιουργεί προβληματισμό επιπροσθέτως η καθυστέρηση στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ που θα συνεπαγόταν φθηνότερη χρηματοδότηση, διευκόλυνση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία και σταδιακή άρση των κεφαλαιακών ελέγχων.
Το φως στο τούνελ θα αργήσει να έρθει γιατί κυρίως λείπουν όραμα, σχέδιο και στρατηγική στόχευση. Αδυνατούν τα πολιτικά κόμματα να συμφωνήσουν, να συμμαχήσουν στα μεγάλα ζητήματα, τα αυτονόητα. Σε αυτά τα μεγάλα, στο πλαίσιο της στρατηγικής στόχευσης θα πρέπει να «ξεδιπλωθεί» το νέο στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης της επόμενης

Παίζουμε επικίνδυνα με τον χρόνο επενδύοντας στους πιθανούς νέους πολιτικούς συσχετισμούς που θα προκύψουν από τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος, καθώς θα χάσουμε το κρίσιμο momentum επανένταξης της οικονομίας σε ομαλότητα και κανονικότητα.

Η φοροδοτική ικανότητα κάποια στιγμή θα εξαντληθεί και η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας παραμένει θολή.
Αν δεν μπούμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και αν δεν βγούμε σύντομα στις αγορές, σίγουρα θα χρειαστεί τέταρτο πρόγραμμα προσαρμογής. Ο πολιτικός κίνδυνος μέρα με τη μέρα θα αυξάνεται και καθώς οι επιλογές θα περιορίζονται ενώ η κόπωση του λαού θα κορυφώνεται, θα προβάλει ως εθνική αναγκαιότητα η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, τη νέα δραχμή.
Πρέπει όμως ταυτόχρονα να αποδεχθούμε ότι υπάρχει ελπίδα, και αυτό περισσότερο ως στοιχείο επιβίωσης.
Τα στοιχεία ωστόσο δεν βγαίνουν. Το ασφαλιστικό ανυπέρβλητο πρόβλημα, το δημόσιο χρέος, δεν έχει κανείς διάθεση να το «κουρέψει», άρα η αναδιάρθρωσή του θα αφορά συνεχείς επιμηκύνσεις, με το βάρος να πέφτει στις επόμενες γενιές, οι επενδύσεις δύσκολα θα έρθουν στη χώρα, καθώς έχουμε υψηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Συμπερασματικά θα έλεγα ότι θα είμαστε σε σκληρό, διεθνή, εποπτικό έλεγχο για τα επόμενα 20 χρόνια. Υπό άλλες συνθήκες ένα έξυπνο πολιτικό κομματικό σύστημα θα αντιδρούσε διαφορετικά, δηλαδή θα συγκροτούσε ένα διακομματικό εθνικό μέτωπο σωτηρίας της χώρας από την καταστροφή.
Η συλλογική ωστόσο αντίδραση και συνεννόηση των πολιτικών κομμάτων σε μια συντεταγμένη συνάθροιση δυνάμεων για τη σωτηρία της πατρίδας καταχωρήθηκε πάντα στην Ιστορία ως ένα ρομαντικό διακύβευμα που καταγράφονταν μεν ως γεγονός αλλά επί της ουσίας αποτελούσε αντικείμενο διερευνητικής και σε βάθος συζήτησης των επόμενων αναξιοπαθούντων γενεών.
Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.
Ο δρ Αντώνης Ζαΐρης είναι μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων (ΑΕΑ).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ