ΤΟ ΒΗΜΑ – ΤΗΕ PROJECT SYNDICATE

Οι γονείς μου έφτασαν στην Αυστραλία ως πρόσφυγες για να γλιτώσουν από τις διώξεις των Ναζιστών έπειτα από την προσάρτηση της Αυστρίας. Έφτασαν σε μια χώρα αποφασισμένη να αφομοιώσει τους μετανάστες στην κυρίαρχη αγγλο-ιρλανδική κουλτούρα. Όταν οι γονείς μου μιλούσαν γερμανικά στο τραμ, τους έλεγαν: «Εδώ μιλάμε αγγλικά!».

Η αφομοίωση τέτοιου τύπου έχει εκλείψει εδώ και καιρό από τις πολιτικές των κυβερνήσεων της Αυστραλίας, και έχει αντικατασταθεί από μια κατά πολύ πιο επιτυχημένη μορφή πολιπολυτισμικότητας που ενθαρρύνει τους μετανάστες να διατηρούν τις ξεχωριστές τους παραδόσεις και τη γλώσσα τους. Η χρήση του «μπουρκίνι» – του μαγιό που καλύπτει ολόκληρο το σώμα, από το κεφάλι έως τα πόδια αλλά όχι το πρόσωπο, – αποτελεί χαρακτηριστικό αυτής της πολυπολιτισμικότητας. Το επινόησε μια μουσουλμάνα από το Σίδνεϊ για να προσφέρει στις ανήλικες μουσουλμάνες που ακολουθούν κατά γράμμα όλα όσα ορίζει η πίστη τους τη δυνατότητα να συμμετέχουν μαζί με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές τους στις παραθαλάσσιες δραστηριότητες που αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι των καλοκαιριών στην Αυστραλία.
Οι Αυστραλοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν γιατί μερικές παραθαλάσσιες πόλεις της Γαλλίας επιδιώκουν να απαγορεύσουν το μπουρκίνι. Δίχως μαγιό που συνάδουν με την πίστη τους, οι οικογένειες των αφοσιωμένων μουσουλμάνων δεν θα επέτρεπαν στα κορίτσια τους να πηγαίνουν στην παραλία. Αυτό θα ενίσχυε αντί να περιορίσει τους εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις.
Η απόφαση απαγόρευσης του μπουρκίνι σε πόλεις της Γαλλίας (απόφαση η οποία ανατράπηκε προσωρινά από τα δικαστήρια) ακολουθεί και άλλους περιορισμούς όσον αφορά την ένδυση και τον καλλωπισμό. Οι μαθητές και οι μαθήτριες των δημόσιων σχολείων δεν μπορούν να φέρουν θρησκευτικά σύμβολα σε εμφανή σημεία, γεγονός το οποίο ερμηνεύεται ως μια απόπειρα απαγόρευσης των μαντίλων που φορούν οι μουσουλμάνες μαθήτριες, όπως επίσης και του κιππά που φορούν τα εβραιόπουλα αλλά και των μεγάλων σταυρών που φέρουν οι χριστιανοί. Η χρήση της μπούρκα και του νικάμπ σε δημόσιους χώρους απαγορεύεται επίσης από το νόμο.
Η Γαλλία συχνά εκλαμβάνεται ως ειδική περίπτωση, λόγω της μακράς ιστορίας του αυστηρού διαχωρισμού μεταξύ εκκλησίας και κράτους. Αλλά τον προηγούμενο μήνα, ο υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας Τόμας ντε Μεζιέρ πρότεινε την απαγόρευση της μπούρκα σε δημόσιους χώρους, όπως κυβερνητικά γραφεία, σχολεία, πανεπιστήμια και δικαστήρια, αυξάνοντας τις πιθανότητες εξάπλωσης ανάλογων απαγορεύσεων πέρα από τη Γαλλία. Είναι, δήλωσε ο ντε Μεζιέρ, «ένα ζήτημα ενσωμάτωσης», και η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ συμφώνησε: «Κατά τη δική μου άποψη, μια γυναίκα που είναι εντελώς καλυμμένη δεν έχει σχεδόν καμία πιθανότητα να ενσωματωθεί».
Παρατηρείται οπότε μια τάση προς την αφομοίωση και το ερώτημα είναι το εξής: μια χώρα που δέχεται μετανάστες θα πρέπει επίσης να τους επιτρέπει να διατηρούν όλες τις πολιτισμικές και θρησκευτικές παραδόσεις τους, ακόμη και εκείνες που έρχονται σε αντίθεση με όλα όσα οι πολίτες αυτής της χώρας θεωρούν πως καθορίζουν τον δικό τους τρόπο ζωής;
Αν μια κοινωνία είναι κάτι περισσότερο από ένα σύνολο ξεχωριστών ατόμων ή ομάδων που ζουν στο πλαίσιο μιας κοινής εδαφικής επικράτειας, μπορούμε λογικά να επιθυμούμε έναν βαθμό ενσωμάτωσης που επιτρέπει στους ανθρώπους να ζουν μαζί και να εργάζονται από κοινού. Πρέπει όμως να απορρίψουμε τον πολιτισμικό σχετικισμό – το παράδειγμα του ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων των γυναικών σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη αποδεικνύει ότι δεν είναι αποδεκτές όλες οι πολιτισμικές πρακτικές. Μια κοινωνία δικαιολογείται όταν δηλώνει στους μετανάστες «είστε καλοδεχούμενοι εδώ και σας ενθαρρύνουμε να διατηρείτε και να προωθείτε πολλά στοιχεία της κουλτούρας σας, αλλά υπάρχουν κάποιες βασικές αξίες που θα πρέπει να αποδεχτείτε».
Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο μεγάλος φιλελεύθερος στοχαστής του 19ου αιώνα, θεωρούσε πως η κοινωνία θα πρέπει να χρησιμοποιεί το ποινικό δίκαιο μόνο για να αποφεύγεται η πρόκληση βλάβης σε τρίτους, αλλά δεν πίστευε πως το κράτος θα πρέπει να είναι ουδέτερο όσον αφορά τις διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις. Αντιθέτως, πίστευε πως η κοινωνία διαθέτει, και θα πρέπει να χρησιμοποιεί τα πολλά διαφορετικά μέσα εκπαίδευσης ούτως ώστε να αντιμετωπίζει τις όποιες στρεβλές πεποιθήσεις και να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να βρουν καλύτερους τρόπους ζωής. Ο Μιλ θα υποστήριζε ότι αν δώσουμε επαρκή χρόνο στους μετανάστες να δεχτούν την επίδραση της εκπαίδευσης και της συνύπαρξης διαφορετικών τρόπων ζωής, θα λάβουν τις σωστές αποφάσεις.
Ο Πίτερ Σίνγκερ είναι καθηγητής Βιοηθικής στο πανεπιστήμιο Πρίνστον.