ΤΟ ΒΗΜΑ/ PROJECT SYNDICATE

Η προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ, ήδη μακρά και ταραχώδης, αναμφίβολα θα ενταθεί ακόμη περισσότερο κατά τους επόμενους μήνες, καθώς οι υποψήφιοι των δύο κομμάτων, που έλαβαν και επίσημα το χρίσμα, θα διασταυρώσουν τα ξίφη τους ενόψει των επικείμενων εκλογών του Νοεμβρίου. Αλλά η επιλογή για τους ψηφοφόρους θα είναι ξεκάθαρη, ειδικά όσον αφορά την εξωτερική πολιτική.

Η υποψήφια του Δημοκρατικού Κόμματος, Χίλαρυ Κλίντον, υπόσχεται συνέχεια. Μια κυβέρνηση υπό την κ. Κλίντον θα παρέμενε ένας πρόθυμος εταίρος για τους φίλους και τους συμμάχους της Αμερικής και θα καθιστούσε σαφές στους αντιπάλους της ότι οι γενικές αρχές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ δεν θα άλλαζαν. Η τρέχουσα πολιτική των ΗΠΑ, η οποία βασίζεται στην ισχύ και καθορίζεται από τον πραγματισμό, υπήρξε σε γενικές γραμμές επιτυχής όσον αφορά τη διασφάλιση της ειρήνης και της σταθερότητας για δεκαετίες.

Αρκετά διαφορετικό είναι το όραμα που προέκυψε από την πλευρά των Ρεπουμπλικανών με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Τα στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος αναρωτιόντουσαν καθ΄ όλη τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών πως θα μπορούσε ποτέ να προκύψει ποτέ μια υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ. Τον Μάρτιο του 2016, για παράδειγμα, εκατοντάδες σύμβουλοι του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που εκπροσωπούν ένα ευρύ φάσμα θέσεων όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, υπέγραψαν ανοιχτή επιστολή εκφράζοντας την αντίθεσή τους στην υποψηφιότητα του Τραμπ. Την ώρα που μερικοί από αυτούς τους συμβούλους ενδέχεται να τον στηρίξουν αυτό το φθινόπωρο, οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους, αφότου «έλαβαν τη διαβεβαίωση» ότι ο Τραμπ θα λάβει υπόψη τις θέσεις τους, δεν θα τον στηρίξουν.

Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει δημιουργήσει ένα προεδρικό υποψήφιο με τόσο ασαφή αντίληψη όσον αφορά τις προοπτικές της Αμερικής που θεωρεί πως η χώρα έχει εισέλθει σε μια άβυσσο από την οποία ενδέχεται να μην εξέλθει ποτέ. Και ενώ ένα μεγάλο τμήμα του υπόλοιπου κόσμου στέφεται προς τις ΗΠΑ για την άσκηση συνετής ηγεσίας στη διεθνή σκηνή, κατά τη διάρκεια του Εθνικού Συνεδρίου των Ρεπουμπλικανών, όπου ο Τραμπ έλαβε και επισήμως το χρίσμα για την προεδρία, έγινε λόγος μόνον για τρόμο και μίσος.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά σημεία της ομιλίας του Τραμπ στο συνέδριο ήταν η επίθεσή του κατά της τελευταίας ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης. Χαρακτήρισε τον Τζορτζ Μπους συνωμότη που συνεργάστηκε με την Χίλαρι Κλίντον για πολλά εξωτερικά ζητήματα, όπως πόλεμοι, και, ακόμη χειρότερα, εμπορικές συμφωνίες. Καθ ‘όλη την ομιλία του, ωστόσο, ο Τραμπ δεν αναφέρθηκε ούτε μια φορά στην διάρκειας 162 ετών κληρονομιά του Μεγάλου Παλαιού Κόμματος. Τον Αβραάμ Λίνκολν? Ξεχάστε τον. Τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, έναν ήρωα πολέμου και πρόεδρο των ΗΠΑ που κατασκεύασε το διαπολιτειακό δίκτυο αυτοκινητοδρόμων το οποίο –μας λέει ο Τραμπ –είναι επικίνδυνα παραμελημένο; Δεν τον έχουμε ακουστά.
Ο Ρόναλντ Ρήγκαν, ο σύγχρονος πολιούχος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος είπε κάποτε ότι η κυβέρνηση αποτελεί το πρόβλημα και όχι τη λύση, μια ρήση μέσω της οποίας εξέφρασε τα αντικυβερνητικά αισθήματα που ορίζουν το κόμμα από τότε και έπειτα. Μοναδική εξαίρεση ήταν πάντα η εξωτερική πολιτική. Αλλά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα άλλαξε τη στάση του και όσον αφορά αυτό το ζήτημα. Ο Τραμπ δήλωσε πως θα παραμελούσε τις υποχρεώσεις των ΗΠΑ προς το ΝΑΤΟ, θα περιφρονούσε θεσμούς παγκόσμιας διακυβέρνησης και θα αντιμετώπιζε τις διαπραγματεύσεις με άλλες χώρες ως τελετές παράδοσης στις θέσεις των ΗΠΑ, και όχι ως συμμετοχή σε αμφίδρομες συζητήσεις.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις και τους ειδικούς, ο Τραμπ, κατά πάσα πιθανότητα, θα χάσει τον Νοέμβριο. Αν τα τελευταία οκτώ χρόνια δεν ήταν αρκετά για τους Ρεπουμπλικάνους για να επανακαθορίσουν το κόμμα τους, ίσως να επαρκέσουν άλλα τέσσερα ή και οχτώ. Και ελπίζει κανείς ότι θα τα καταφέρουν. Η αμερικανική δημοκρατία –και η εξωτερική πολιτική –έχει ανάγκη από τουλάχιστον δύο μεγάλα κόμματα, κανένα από τα οποία δεν μπορεί να βρίσκεται στο περιθώριο.
*Ο κ.Κρίστοφερ Χιλ είναι πρώην αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ υπεύθυνος για την ανατολική Ασία