Οσο γελάσαμε, γελάσαμε. Ελπίζω, όμως, κάποια στιγμή το κακόγουστο ανέκδοτο να τελειώσει. Για λόγους αισθητικής. Αναφέρομαι στη μόδα που θέλει όποιον ονειρεύεται καριέρα στο Χόλιγουντ, στο Μπόλιγουντ, στο Γούντστοκ, να βγαίνει σε ριάλιτι και λοιπά σόου και να (μην) ερμηνεύει δημοφιλείς άριες του Πουτσίνι. Να τις «δολοφονεί», με το αδαές κοινό και τις ακόμη πιο αδαείς κριτικές επιτροπές να τον αποθεώνουν. Το είδαμε προσφάτως και στην Ελλάδα, στο «X Factor», όπου ένας παίκτης με ύφος χιλίων (όχι καρδιναλίων αλλά) τενόρων, σφαγίασε το «Nessun dorma», από την «Τουραντότ». Επιβεβαιώνοντας κάτι που (είναι αλήθεια) γνωρίζαμε: τα προσόντα που απαιτούνται για να γίνεις διάσημος από τηλεοράσεως είναι αφενός η άγνοια που σου επιτρέπει να τολμήσεις πράγματα τα οποία δεν θα τολμούσες σε καμία περίπτωση αν είχες γνώση (και επίγνωση) και αφετέρου το θράσος. Δεν φταίει ο παίκτης; Ηταν υποχρεωμένος να ερμηνεύσει το κομμάτι που του έδωσαν; Αν του ζητούσαν να αναπαραστήσει τα αναστενάρια πάνω σε αναμμένα κάρβουνα θα το έκανε;
Αυτό είναι η όπερα: αναστενάρια. Η ανάταση που χαρίζει η πραγματικά σπουδαία μουσική, αλλά και μια ακροβασία τρόμου πάνω στη φωτιά. Διαδικασία στην οποία δεν μπορείς να αντεπεξέλθεις μόνο με το (όποιο) ταλέντο, αν δεν υπάρχει στέρεη τεχνική. Τι τεχνική έχουν τα οκτάχρονα κοριτσάκια που βγαίνουν στα talent shows και προσπαθούν να πουν το «O mio babbino caro»; Καμία. Μιμούνται αδέξια τις πριμαντόνες που έχουν ακούσει, ουρλιάζουν, κάνουν τον λαιμό τους κόμπο, καταστρέφουν τις φωνητικές χορδές τους, επειδή οι γονείς τους φιλοδοξούν να τα κάνουν νέες Μαντόνες και Μαρίες Κάλλας μαζί. Και επειδή κάποιοι σελέμπριτι που σταδιοδρομούν ως μέλη κριτικών επιτροπών κάνουν τους ειδικούς πάνω στην καμπούρα τους, αποθεώνοντας τις φάλτσες επιδόσεις τους και εκθέτοντάς τα αντί να τα προστατεύσουν, τη στιγμή που, αν τους ρωτούσες εκτός παιχνιδιού ποιος είναι ο Pucci(ni) θα σου έλεγαν πως είναι οίκος υψηλής ραπτικής.
Το κακό, είναι η αλήθεια, το ξεκίνησαν άνθρωποι που κανονικά θα έπρεπε να προστατεύσουν το κλασικό τραγούδι, όπως ο βουλιμικός όχι μόνο για φαγητό αλλά και για δόξα Λουτσιάνο Παβαρότι.
Ο σπουδαίος αυτός τενόρος στα ύστατα χρόνια της καριέρας του και όταν δεν του ήταν πλέον εύκολο να ερμηνεύσει έναν ολόκληρο ρόλο στη σκηνή, ανακατεύοντας όπερα και ποπ βρήκε έναν εύκολο τρόπο για να βγάλει πολλά λεφτά. Αυτός και μαζί του οι Πλάθιντο Ντομίνγκο και Χοσέ Καρέρας, πάντα για λόγους ματαιοδοξίας και εύκολου πλουτισμού, ξεκίνησαν πρώτοι να «πετροβολούν» τον χώρο που τους ανέδειξε. Γρήγορα άρχισαν να τους μιμούνται όλοι οι άλλοι (συνάδελφοί τους και μη) και, κάπως έτσι, ο κάθε ημιατάλαντος, ο κάθε μωροφιλόδοξος, ο κάθε άσχετος με το κλασικό τραγούδι, από την Αρίθα Φράνκλιν έως τους παίκτες των talent shows, έπιασε στο στόμα του τον συναισθηματικό Πουτσίνι (έναν συνθέτη που εύκολα γοητεύει και συγκινεί ακόμη και εκείνους που δεν έχουν ασχοληθεί με το μελόδραμα) και του άλλαξε τα φώτα.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Η δημιουργία εσφαλμένων εντυπώσεων, κυρίως της εντύπωσης πως η όπερα (η ενασχόληση με την οποία απαιτεί πολλά χρόνια κοπιαστικών σπουδών) είναι ένα τσίρκο που τους χωράει όλους, ένα πάλκο που όποιος νομίζει πως μπορεί να τραγουδήσει δύο νότες ανεβαίνει, λάμπει και δοξάζεται. Το είδος ευτελίζεται, το αφτί μας συνηθίζει σε αυτή την ευτέλεια, η κρίση μας αλλοιώνεται, η άγνοια επιβάλλεται, τέχνη και κακοτεχνία σερβίρονται ως το ένα και το αυτό. Ομως, όπως η «Συννεφιασμένη Κυριακή» με συμφωνική ορχήστρα υπό τον Ρικάρντο Μούτι, με τη Χορωδία της Σκάλας του Μιλάνου και με σολίστες τους σουπερστάρ της όπερας Αννα Νετρέμπκο και Γιόνας Κάουφμαν δεν είναι Τσιτσάνης, έτσι και το «Nessun dorma» με συνθεσάιζερ και με τη Μίνα ή με τον εκάστοτε Ιαν (τον παίκτη του «X Factor» που το κακοποίησε προσφάτως) δεν είναι Πουτσίνι. Το «η μουσική είναι μία» εφευρέθηκε για να δίνει άλλοθι στους άσχετους που θέλουν να κάνουν τους σχετικούς. Η μουσική δεν είναι μία, υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη, μερικά εκ των οποίων (ανάμεσά τους και η όπερα) δεν μπορούμε ούτε να τα καταλάβουμε ούτε να τα υπηρετήσουμε αν δεν τα μελετήσουμε, αν δεν τα σπουδάσουμε. Και, επιτέλους, λευτεριά στον Πουτσίνι!
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Ιουλίου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ