Με την ανακοίνωση ότι η παράσταση ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Δημήτρη Μαρωνίτη που για ένα διάστημα υπήρξε και καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του ηχολήπτη του ΚΘΒΕ Γιάννη Πειραλή, κατέβηκε μέσα σε ένα κύμα γνήσιου ενθουσιασμού με χειροκροτήματα από ορθίους η αυλαία του «Επτά επί Θήβας» το Σάββατο το βράδι στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.
Η ανακοίνωση έγινε από τον ηθοποιό Γιώργο Καύκα που υποδύεται τον Αγγελο στην θαυμάσια δουλειά που έγινε από όλους τους συντελεστές της μοντέρνας εκδοχής της πάντα επίκαιρης τραγωδίας του Αισχύλου που σκηνοθέτησε ο Λιθουανός σκηνοθέτης Τσέζαρε Γκραουζίνις.
Το θέατρο γεμάτο αλλά όχι κατάμεστο, το σκηνικό υποδειγματικά λιτό, με μόλις ένα σκαμπό στη μέση της σκηνής, ένα μπαούλο γεμάτο όπλα και δυο ξύλινες σκάλες που πηγαινοέρχονταν προκειμένου να ανεβούν σε αυτές ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης. Τα δύο αδέλφια, βασιλείς, γιοί του Οιδίποδα, οι οποίοιτελικά αλληλοσκοτώνονται στον βωμό της γλυκιάς αλλά νοσηρά εθιστικής, πλημμυρισμένης στο αίμα, εξουσίας.
Εργο «γεμάτο Αρη» αποκάλεσε τους «Επτά επί Θήβας» ο ίδιος ο Αισχύλος, αφού ο θεός του πολέμου είναι εδώ πανταχού παρών, χωρίς τελικά να μπορεί να προστατεύσει κανέναν_ πόσο μάλλον τα δυο αδέλφια. «Τι κάνεις Αρη; Ελα να σώσεις την πόλη που δεν έπαψε ποτέ να σε αγαπά!» ακούμε στην πιο ειρωνική φράση του έργου.
Το έργο ονομάστηκε «Επτά επί Θήβας» διότι επτά ήταν οι στρατηγοί στους οποίους ο Ετεοκλής, βασιλιάς των Θηβών, ανέθεσε να φυλάξουν τις ισάριθμες πύλες της πόλης προκειμένου να μην πέσει στα χέρια του αδελφού του, στον οποίο θα παραχωρούσε (όπως ήταν συμφωνημένο) την εξουσία. «Επτά στρατοί, επτά φονιάδες στρατηγοί!»
Η εντυπωσιακή κορύφωση του έργου έρχεται όταν τα δυο αδέλφια που υποδύονται ο Γιάννης Στάνκογλου (Ετεοκλής) και ο Χρήστος Στυλιανού (Πολυνείκης) μονομαχούν κρατώντας δύο ασπίδες. Ντυμένοι με άσπρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, οι ηθοποιοί θύμιζαν έλληνες μάγκες έτοιμους να χορέψουν λαϊκό χορό, ενώ όταν η τελευταία πνοή των ηρώων τους θα τους βρει αγκαλιασμένους όρθιους, ο θεατής ανατριχιάζει από την συγκινητική εικόνα, γεγονός στο οποίο συμβάλλει η μελωδική μουσική του Δημήτρη Θεοχάρη.
Στους ώμους του Στάνκογλου, φυσικά, είναι φορτωμένο το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης που ανέβηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Δάσους και εν συνεχεία στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων. Ο Ετεοκλής του είναι σπαρακτικός μέσα στην απόγνωσή του, κουρασμένος από την αιώνια κατάρα της οικογένειά του.
Όταν κάθεται στο σκαμπό προσπαθώντας να βρει την λύση στο αδιέξοδο, μοιάζει με απελπισμένο κλοσάρ και προκαλεί θλίψη αλλά την ίδια ώρα δεν του λείπει το χιούμορ (κάτι που βρίσκεις σε όλο το έργο), ιδίως όταν έρχεται αντιμέτωπος με την γυναικεία σκέψη (χορός).
«Φαίνεται πως όλοι μας _όχι μόνο οι Ελληνες, αλλά όλοι όσοι μένουμε στην Ευρώπη_ ζούμε με την αίσθηση πως κάποιοι εξαιρετικά απειλητικοί εχθροί στέκονται έξω από τα τείχη της συνηθισμένης, μίζερης αλλά βολικής –ακόμη- ζωής μας» δήλωσε ο Τσ. Γκραουζίνις. «Δεν γνωρίζουμε το όνομα του εχθρού_ ο εχθρός έχει πολλά προσωπεία, πολλά ονόματα. Μερικές φορές μοιάζει πως ο χειρότερος εχθρός μας έχει το δικό μας πρόσωπο, το δικό μας όνομα.»