Τζων Μπάνβιλ
Η μπλε κιθάρα
Μετάφραση Τόνια Κοβαλένκο
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2016,
σελ. 320, τιμή 14,84 ευρώ
Ο Ιρλανδός Τζον Μπάνβιλ ανήκει στους σημαντικότερους σύγχρονους πεζογράφους του αγγλόφωνου κόσμου –και το επιβεβαιώνει με κάθε νέο του μυθιστόρημα, όπως το εξαίρετο πρόσφατο Η μπλε κιθάρα που κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας μεταφρασμένο από την Τόνια Κοβαλένκο. Οσοι αναγνώστες είναι εξοικειωμένοι με το έργο του θα βρουν κι εδώ τα γνώριμα χαρακτηριστικά του: το απαράμιλλο ύφος (γνώρισμα όλων των σπουδαίων ιρλανδών συγγραφέων, από τον Οσκαρ Γουάιλντ και τον Γέιτς ως τον Τζόις και τον Μπέκετ), την εξαίσια ποιητικότητά του, την ακρίβεια στις περιγραφές και την ανάδειξη του εσωτερικού κόσμου των πρωταγωνιστών του.
Ο Μπάνβιλ δεν αναπτύσσει τις αφηγήσεις του με στόχο οι αναγνώστες του να θέλουν να γυρίσουν σελίδα ώστε να μάθουν τι θα γίνει παρακάτω. Αντιθέτως, μοιάζει σαν να τους προτρέπει προτού προχωρήσουν στην ανάγνωση να μένουν για λίγο στην ίδια σελίδα προκειμένου να καταδυθούν στο βάθος της, δηλαδή στο βάθος του χρόνου –άρα και των αισθημάτων -, στις λεπτές αποχρώσεις και στον ψυχισμό των χαρακτήρων του. Οσοι ζητούν μυθιστορήματα που τα διαβάζει κανείς και θέλει να γυρίσει σελίδα έχουν μιαν άλλη επιλογή: τα αστυνομικά. Ο Μπάνβιλ έχει γράψει και τέτοια, αλλά με το ψευδώνυμο Μπέντζαμιν Μπλακ (ένα συγγραφικό alter ego). Η διαφορά βεβαίως αφορά το είδος και όχι το ποιόν.
Μπάνβιλ και Γουάλας Στίβενς


Ο αινιγματικός τίτλος του μυθιστορήματος συνοδεύεται με ένα μότο το οποίο, αν δεν γνωρίζεις από πού προέρχεται, φαντάζει το ίδιο αινιγματικό, δεδομένου ότι προέρχεται από το συνθετικό ποίημα The Man with the Blue Guitar του Γουάλας Στίβενς, του πιο ευρωπαίου αμερικανού ποιητή του 20ού αιώνα (μαζί με τον Τ. Σ. Ελιοτ). Το ποίημα αυτό, που ο Στίβενς θεωρούσε ότι εξέφραζε την ποιητική του, δεν κυκλοφορεί, αν δεν κάνω λάθος, μεταφρασμένο στα ελληνικά, επομένως οι διακειμενικοί συσχετισμοί φαντάζουν περιττοί προς το παρόν. Μένοντας όμως στο συμβολικό πεδίο δύο είναι οι βασικές παρατηρήσεις στις οποίες θα μπορούσαμε να προβούμε: η κιθάρα (που έπαιζε παιδί ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος Ολιβερ Οτγουεϊ Ορμ) παραπέμπει στη μουσική (γι’ αυτό και ο κυματισμός και η εξαίσια αντίστιξη στην αφήγηση του Μπάνβιλ) και το χρώμα της στη ζωγραφική, αφού ζωγράφος είναι ο ήρωάς του.
Ζωγράφος και κλέφτης


Ο Ολιβερ Οτγουεϊ Ορμ υπήρξε καταξιωμένος ζωγράφος αλλά έχει πάψει πια να ζωγραφίζει. Ωστόσο εκτός από ζωγράφος ήταν και κλέφτης, όχι όμως κλεπτομανής. Ηθελε μέσα από τα πράγματα που έκλεβε να συλλάβει το βαθύτερο νόημα του κόσμου και να το μετουσιώσει. Τα πράγματα δεν είναι αυτό που δείχνουν, και αυτό που φαίνεται δεν είναι εκείνο που όντως είναι.
Το να κλέβεις όμως κάτι σημαίνει ότι το αφαιρείς από κάποιον. Ετσι, ένα είδος κλοπής είναι και ο δεσμός που ο μεσήλικας Ολιβερ συνάπτει με την κατά πολλά χρόνια νεότερη Πόλυ, τη γυναίκα του φίλου του Μάρκους. Αλλά σύντομα ο δεσμός θα αποκαλυφθεί και όλα θα έλθουν τα πάνω κάτω. Το περιβάλλον του Ολιβερ μετατρέπεται πλέον σε έναν ασφυκτικό κλοιό. Η καθημερινότητά του, η ερωμένη του, η σύζυγός του Γκλόρια, οι φίλοι, οι γνωστοί του αλλά και η ίδια η ζωγραφική και τα φετίχ της (οι καμβάδες, τα χρώματα και τα πινέλα) μοιάζει να τον συντρίβουν. Θα τα αφήσει όλα πίσω του και για να ξεφύγει θα καταφύγει στο πατρικό του σπίτι, τον τόπο των παιδικών του χρόνων. Από εκεί θα μας αφηγηθεί όσα συνέβησαν και ταυτοχρόνως θα μας μεταφέρει στα παλιά χρόνια της αθωότητας, σε εκείνα τα οποία τώρα, υπό το βάρος των όσων επακολούθησαν, θα πάρουν άλλες διαστάσεις φωτισμένα από το φασματικό φως που συνοδεύει παρόμοιες αναδρομές.
Η θαμπή μελωδία του χρόνου


Στον κόσμο αυτόν, όπου ο Ολιβερ έπαιζε την μπλε κιθάρα του, όλα είχαν ή έκρυβαν ένα διαφορετικό νόημα. Η κιθάρα έτσι αναδεικνύεται ως σύμβολο της παιδικής του ηλικίας, του κόσμου της, της μόνης αλήθειας που μένει στον άνθρωπο όταν τον καταδιώκουν τα πάντα, συμπεριλαμβανομένων και των όσων έκλεψε από τους άλλους πιστεύοντας ότι η δική του κατοχή θα τους προσέδιδε το πραγματικό τους νόημα. Η κιθάρα μοιάζει σαν να ακούγεται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, σαν θαμπή και απόμακρη μελωδία μιας ζωής που βρίσκει τώρα το νόημά της στις απαρχές της. Το μυθιστόρημα κλείνει με την εικόνα του πατέρα του μικρού Ολιβερ καθώς τακτοποιεί το μαξιλάρι του γιου του, όταν ο τελευταίος κοιμάται, ή προσποιείται πως κοιμάται, ως τη στιγμή που θα νιώσει την παρουσία και το χάδι του πατέρα που τον μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο, μετέωρο και αβαρή, πάνω από τα καθημερινά και τα τετριμμένα.
Θα περίμενε κανείς ότι σε μια πρωτοπρόσωπη διήγηση ο εξομολογητικός –αναπόφευκτα –χαρακτήρας της θα έθετε σε δεύτερο πλάνο τα άλλα πρόσωπα της αφήγησης. Αυτό δεν συμβαίνει εδώ –και μόνο ένας συγγραφέας πρώτης γραμμής μπορεί να το επιτύχει. Ο Ολιβερ αφηγείται και ταυτοχρόνως αυτοαναλύεται –και συχνότατα αυτοσαρκάζεται –κρίνοντας συνεχώς τον εαυτό του και τις πράξεις του και όχι απλώς παραθέτοντας τα περιστατικά. Ετσι, και τα άλλα πρόσωπα παρουσιάζονται πιο έκτυπα. Σε τούτο συντελούν αποφασιστικά οι θαυμάσιοι διάλογοι. Για αυτό και οι υπόλοιποι χαρακτήρες δεν είναι απλές προβολές της ιδέας που έχει για αυτούς ο Ολιβερ, αλλά πρόσωπα που έχουν τη δική τους ζωή η οποία διασταυρώνεται ή συγκρούεται με τη ζωή και τον κόσμο του πρωταγωνιστή. Δεν έχουμε δηλαδή μια ευθεία αφηγηματική γραμμή αλλά έναν περίτεχνο ιστό από γεγονότα, διαθέσεις και αισθήματα, τα οποία διαπλέκονται σοφά σε τούτο το γοητευτικότατο βιβλίο.
Η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης στο τέλος είναι μια πικρή αλλά και γλυκιά μελαγχολία, όπως και μια μετά βίας κρυμμένη βεβαιότητα: ότι ποτέ δεν είναι αργά, ότι η ζωή βρίσκεται πάνω απ’ όλα και ότι τα πάντα μπορούν να ξαναρχίσουν, έστω και σε μεγάλη ηλικία, αφού τώρα πλέον έχουν αποκτήσει το πραγματικό τους νόημα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ