Σκηνοθετείτε για δεύτερο συνεχές καλοκαίρι το «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα». Γιατί; «Είναι ένα έργο γνωστό: μια μητέρα επιβάλλει στις πέντε κόρες της πολυετή κατ’ οίκον εγκλεισμό λόγω πένθους. Η εποχή προτάσσει να ασχολείσαι με έργα διαχρονικά. Ζούμε το κλείσιμο των συνόρων. Επίσης, πόσο ελεύθερη μπορεί να είναι μια χώρα που υπάγεται στο ΔΝΤ;».
Η καταπίεση θεωρείτε ότι θα μας οδηγήσει στην επανάσταση; «Για να ανθίσει κάτι πρέπει να πεθάνει κάτι άλλο. Φοβάμαι, όμως, ότι η καταπίεση μπορεί να φέρει και την καταστροφή. Δείτε την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα, ο πολίτης μπορεί να θυμώσει και να πάει στην κάλπη να ψηφίσει μια Μαρίν Λεπέν. Υπάρχουν δύο όψεις».
Κάνετε μια πολιτική ανάγνωση του έργου; «Το θέατρο δεν μπορεί να κουνάει το δάχτυλο. Στην παράσταση υπάρχει αέρας αλμοδοβαρικός, μουσικές βαλκανικές, ισπανικές, της εποχής του Φράνκο. Παραθέτω τα γεγονότα όχι ως ρεπόρτερ, αλλά μέσα από το πρίσμα της αισθητικής των βιωμάτων μου, των βιωμάτων των ηθοποιών. Είναι ένα έργο άγριο, αλλά η αγριότητα εμπεριέχει την ποίηση. Στις πρόβες έλεγα: «Προσοχή, μην ξεχνάμε ότι ο Λόρκα ήταν ποιητής»».

Αναζητάτε την ποίηση; «Προσπαθώ να διαβάζω δύο στίχους την ημέρα. Αλλά ποίηση είναι να μπεις και σε ένα πρακτορείο και να δεις τους ανθρώπους που παίζουν τυχερά παιχνίδια. Τα πρόσωπά τους εμπεριέχουν από Καραβάτζιο μέχρι Θεόφιλο».
Είναι η ποίηση διαφυγή από την πραγματικότητα; «Οχι. Είναι σαν το ιώδιο πάνω στην πληγή για να αντέξεις την πραγματικότητα. «Βάζεις» ποίηση για να διασχίσεις την Πατησίων, είτε τον Γολγοθά της ζωής».
Την ίδια στιγμή ανεβαίνετε στη σκηνή με τον «Φιλοκτήτη» του Γιάννη Ρίτσου σε σκηνοθεσία Σίσσυς Παπαθανασίου. «Είναι ποίημα τόσο επίκαιρο. Καταπιάνεται με το ατομικό και το ομαδικό, με την παρακαταθήκη της παλιάς γενιάς στη νέα, με την αξία της ίδιας της ξενιτιάς του ανθρώπου. Ταυτόχρονα, είναι ένα έργο βαθιά αντιπολεμικό. Παίζουμε στις 3 Ιουλίου στον Βόλο και στους Δελφούς στις 21 Ιουλίου. Υπάρχουν συζητήσεις και για φεστιβάλ του εξωτερικού, αλλά και για τον χειμώνα».
Προτιμάτε να σκηνοθετείτε ή να παίζετε; «Να σκηνοθετώ. Ισως επειδή δεν έκανα παιδιά και δεν πρόκειται να κάνω, από επιλογή. Ενας εξάδελφος μού υπενθύμισε ότι μικρός μάζευα τα παιδιά και τους έλεγα ιστορίες. Ημουν ραψωδός μιας δικής μου «Ιλιάδας». Ξεκίνησα ως ηθοποιός αλλά θέλω να πορεύομαι με τις δύο ταυτότητες. Νιώθω προπονητής. Το ρίσκο είναι μεγάλο. Είσαι ο μαέστρος αν δεν κοντρολάρεις την ορχήστρα σωστά: δεν θα ακούσεις το μεγαλείο του Μπαχ».
Γεννηθήκατε στην Αλβανία, μεγαλώσατε στην Ελλάδα. Νιώσατε διχασμένος ανάμεσα στις δύο ταυτότητες; «Οταν πήγα πέρυσι στην Αλβανία και σκηνοθέτησα τον «Aμλετ», έπαθα κατάθλιψη. Είχα να διαχειριστώ τα παιδικά μου βιώματα και ξαφνικά βρέθηκα στα Τίρανα και έλεγα «Δεν είναι αυτά τα Τίρανα που θυμάσαι». Η αντιμετώπιση ήταν λίγο ξενική. Ημουν ο Αλβανός που πήγε στην Ελλάδα, άρα και αυτομάτως διαφορετικός».
Τελικά, τι είναι πατρίδα; «Είναι οι αναμνήσεις, οι άνθρωποι, η μάνα μου που θυσίασε τη ζωή της για να μεγαλώσει δύο παιδιά. Δεν είναι ένα σύνορο».
Περάσατε δύσκολα; «Η ιστορία μου δεν διαφέρει από αυτήν ενός κοινού ανθρώπου. Εζησα μια ταραχώδη εφηβεία, ήρθα αντιμέτωπος με πράγματα, πολλοί συμμαθητές μου κατέληξαν ναρκομανείς. Πάντοτε, όμως, υπήρχε ένας φύλακας-άγγελος που με προστάτευε. Πέρασα στην εφηβεία και από το στάδιο να κρύβω την ταυτότητά μου, την αλβανική και την καλλιτεχνική».
Ηταν δύσκολα στο σχολείο; «Θυμάμαι ένας καθηγητής στη Β’ Γυμνασίου με έπιασε να ζωγραφίζω φουστάνια και παπούτσια. Ηθελα τότε να γίνω σχεδιαστής μόδας. Εζησα την απόλυτη ταπείνωση στην τάξη. Οταν, όμως, υποστείς τον εξευτελισμό, μπορείς να κοιτάς τον άλλο κατάματα. Υπήρχαν, ωστόσο, καθηγητές που με έσπρωξαν στην τέχνη και στην ποίηση».
«Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα»: Βρυσάκι, Χώρος Τέχνης & Δράσης (Bρυσακίου 17, Πλάκα), κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ