Μετά την κάλπη που έφερε Brexit, κυριάρχησε η αναμενόμενη εικόνα χάους και καταστροφής στο στρατόπεδο του «Μένουμε». Θα περίμενε κανείς όμως πανηγυρισμούς και πυροτεχνήματα στο στρατόπεδο του «Φεύγουμε» -τέτοιες όμως εικόνες έλειπαν.

Το δραματικό διάγγελμα παραίτησης του Κάμερον, για παράδειγμα, το πρωί της Παρασκευής ταίριαζε απολύτως στη βαρύτητα της στιγμής, όπως και η εκκωφαντική σιωπή του εμβρόντητου κυβερνητικού επιτελείου. Αλλά το κλίμα ήταν αλλόκοτο στο στρατόπεδο του Brexit, όταν οι Μπόρις Τζόνσον και Μάικλ Γκόουβ βγήκαν μερική ώρα αργότερα με ύφος που (ενδεικτικά) ο βρετανικός Guardian χαρακτήρισε κατάλληλο για κηδεία.

Γιατί; Ίσως ο λόγος φαίνεται στο τι θα λέει ότι θα επιδιώξει τώρα το στρατόπεδο του Brexit για την επόμενη ημέρα -ένα πλάνο που μοιάζει λίγο πολύ με το ό,τι ίσχυε σήμερα, αφαιρώντας μόνο την «καθυπαγόρευση» από τις Βρυξέλλες.

Μόνος που πανηγύρισε ήταν το πρωί ο Νάιτζελ Φάρατζ, κουνώντας σημαιάκια μπροστά από το Ουέστμινστερ -ο οποίος θα έχει περιορισμένο λόγο, και ακόμη μικρότερη ευθύνη, στην κατάρτιση της επόμενης ημέρας για τη Βρετανία. Σημειωτέον, ο Φάρατζ είχε αποδειχθεί απίστευτα βιαστικός τη νύχτα να… αναγνωρίσει την ήττα (μπερδεύοντας για λίγες ώρες τους πάντες).

Χρειάστηκε να έρθει η επόμενη ημέρα, το Σάββατο, για να ξεκινήσουν τα ηγετικά στελέχη του «Φεύγουμε» να παρουσιάζουν ως πραγματικό πλέον το σενάριο του πώς οραματίζονται την σχέση που θα αποκτήσει, μετά το διαζύγιο, η Βρετανία με την ΕΕ. Και, θα μπορούσε κανείς να πει, ότι αυτό το σενάριο αποκρυσταλλώθηκε με το άρθρο του Μπόρις Τζόνσον στον Telegraph.

Αυτό που άρχισαν να λένε τα στελέχη του Leave από το Σάββατο ήταν ότι το Brexit «δεν είναι λόγος» να χάσει η Βρετανία την πρόσβαση στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.

Αυτό που επιπλέον έλεγαν είναι ότι δεν υπάρχει λόγος ούτε και να χάσει το Σίτι του Λονδίνου το «ευρωπαϊκό διαβατήριό» του, δηλαδή το δικαίωμα που έχουν τα βρετανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να κάνουν επί ίσοις όροις -έχοντας μείνει μακριά από την Ευρωζώνη- συναλλαγές στο ευρωπαϊκό πεδίο.

Οι εμπορικές και οικονομικές σχέσεις της παγκόσμιου μεν βεληνεκούς βρετανικής οικονομίας είναι ανεπτυγμένες πάνω στη βάση των εμπορικών και οικονομικών συμφωνιών που αποτελούν έναν από βασικούς πυλώνες του πενηνταετούς σχεδίου που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όσον αφορά τα υπόλοιπα; Ο Μπόρις Τζόνσον ανέφερε σε γενικές γραμμές στο άρθρο του ότι, ουσιαστικά, για τους Βρετανούς δεν θα πρέπει να αλλάξουν και πολλά. Ελευθερία κίνησης στην ΕΕ, ελευθερία εγκατάστασης, πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας.

Το στρατόπεδο του Brexit λοιπόν σε όλα αυτά δεν έχει καμία ένσταση: Αυτό που περιγράφει είναι στην πράξη, κατά μία έννοια, η… παράταση του υφιστάμενου πλαισίου. Μία ιδανική δηλαδή κατάσταση στην οποία η Βρετανία δεν είναι στην ΕΕ αλλά συμμετέχει στα θετικά του ευρωπαϊκού σχεδίου. Η διαφορά; «Αποδέσμευση από την σκοτεινή διαδικασία νομοθέτησης που έχει η ΕΕ» όπως έγραψε ο Τζόνσον.

Τα δύο μεγάλα «κανόνια» του Brexit επίσης, οι Τζόνσον και Γκόουβ, επίσης φρόντιζαν στις δηλώσεις του να σημειώσουν πως το Λονδίνο θα συνεχίσει να έχει «ρόλο» ως πολιτική δύναμη. Σκόπιμα οι δύο τους (βετεράνοι αρθρογράφοι όπως -σκωπτικά- σημειώνουν οι επικριτές τους) αφήνουν ασαφές σε ποιο βαθμό θα το καταφέρει αυτό το Λονδίνο χάνοντας το δικαίωμα συναπόφασης.

Η μορφή με την οποία φαίνεται ότι θα επιδιώξει όλο αυτό το μείγμα «όπως πριν, αλλά όχι ακριβώς» φαίνεται ότι είναι α λα νορβηγικά ή α λα ελβετικά, με την συμμετοχή στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (EOX/EEA).

Η συμμετοχή όμως στον EEA με βάση τα μέχρι τώρα προηγούμενα περνάει, στο σκέλος της πρόσβασης στην αγορά υπηρεσιών -το οποίο είναι και το «ευρωπαϊκό διαβατήριο» που θέλει το Σίτι- και από την αμοιβαία ελευθερία κίνησης προσώπων. Είναι το ζήτημα της «ενδοευρωπαϊκής μετανάστευσης» που είχε προκαλέσει τη δυσφορία στο βρετανικό κοινό, και στη βρετανική περίπτωση αφορά κυρίως υπηκόους από τις νεότερες χώρες μέλη στην κεντρική Ευρώπη.

Στη στρατηγική συνεργασία σε ζητήματα ασφάλειας δεν υπάρχει ιδιαίτερο ζήτημα, δεδομένου ότι ο βασικός χώρος σε αυτό το πεδίο είναι το ΝΑΤΟ και ο βαθμός προόδου του ευρωπαϊκού σχεδίου σε αυτό το πεδίο παραμένει ελάχιστος.

Το Λονδίνο έχει οικονομικά διαπραγματευτικό βάρος και είναι, σε οποιοδήποτε περιβάλλον, τόσο αναγκαίο για τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες όσο και εκείνες για το ίδιο -έτσι μπορεί να επιδιώξει στο μέγιστο, αλλά όχι εξ ολοκλήρου, την «ιδανική σχέση» που περιγράφουν πλέον οι υποστηρικτές του Brexit. Το τελευταίο όμως που διατίθενται να κάνουν οι υπόλοιποι «27» ή, ακόμη λιγότερο, οι Βρυξέλλες, είναι εκπτώσεις στην χώρα που ανοίγει την πόρτα της έξοδου, ώστε να αποφύγουν κίνητρα προς τρίτους.