Είναι σαφές ότι στην Ελλάδα, η ερμηνεία του Brexit από την πλειοψηφία των πολιτικών θα ακολουθήσει την παραδοσιακή ποδοσφαιρική λογική. Όλοι θα γίνουν προπονητές και θα έχουν άποψη για το ποιος και τι έφταιξε.
Ήδη, το πιο «ενδιαφέρον» στοιχείο είναι ότι η κυβέρνηση εμφανίζεται να θέλει να διαδραματίσει ρόλο σε μία προοδευτική συμμαχία για μία καλύτερη Ευρώπη, όπως είπε ο Αλέξης Τσίπρας στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Για τον λόγο αυτό προγραμματίζονται επαφές του Πρωθυπουργού με τον γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ και τον ιταλό Πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι πριν από τη Σύνοδο Κορυφής της Τρίτης – όπως έλεγαν συνεργάτες του πριν από λίγες ώρες. Από την «παρέλαση» δεν θα λείψει και ο Πρόεδρος της Ευρωβουλής Μάρτιν Σουλτς.
Πρόκειται για φαινόμενο τουλάχιστον οξύμωρο. Ένα κόμμα και μία κυβέρνηση που πολέμησαν την Ευρώπη όσο λίγοι, που καθύβρισαν τους ηγέτες της και όσους υπήρξαν οπαδοί της, έστω ατελούς, Ενωμένης Ευρώπης στην Ελλάδα, έρχονται πλέον ως «μετά Χριστόν προφήτες» να εμφανιστούν φιλοευρωπαίοι.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς ποιος θα ακούσει τον κ. Τσίπρα και τους συνοδοιπόρους του, ανθρώπους που ελάχιστη επαφή είχαν διαχρονικά με την Ευρώπη και με τις αξίες της πριν αποφασίσουν να την… ασπαστούν το καλοκαίρι του 2015 μην έχοντας επιλογή άλλη..
Ένα από τα μονοδιάστατα συνθήματα της κυβέρνησης από την πρώτη στιγμή ανόδου στην εξουσία ήταν η έλλειψη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης που είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή σκληρών οικονομικών αποφάσεων στην Ελλάδα. Η γενικόλογη επίκληση της αλληλεγγύης υπήρξε η εύκολη απάντηση στη λιτότητα, όπως η λιτότητα χρησιμοποιείται σήμερα αφελώς για να εξηγηθεί το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος…
Η αλληλεγγύη ερμηνεύθηκε βέβαια επίσης μονοδιάστατα. Είχε εξισωθεί στο μυαλό των κυβερνώντων με πρόσβαση σε δάνεια χωρίς υποχρεώσεις.
Αλήθεια, ποια ήταν η ανάγνωση που έκανε η κυβέρνηση επί της κατάστασης στη Βρετανία; Πόσο καλά αναλύθηκε η συμφωνία που προσφέρθηκε στον Ντέιβιντ Κάμερον τον περασμένο Φεβρουάριο ώστε να αποφευχθεί το Brexit; Πως κρίθηκε αυτή η συμφωνία; Ήταν θετική για τα μεσομακροπρόθεσμα ελληνικά συμφέροντα;
Υπήρξε ένδειξη αλληλεγγύης των «27» προς τον 28ο εταίρο ώστε να βγει από τη δύσκολη θέση; Επισημάνθηκαν οι παγίδες αυτής της συμφωνίας για την… καλύτερη Ευρώπη που σήμερα «οραματίζεται» ο Πρωθυπουργός ή απλώς άρχισαν κάποιοι να ρίχνουν άσφαιρα πυρά περί δήθεν βέτο με το οποίο απείλησε τότε η Ελλάδα;
Πόσο ενεπλάκη η Αθήνα στις συζητήσεις προ του βρετανικού δημοψηφίσματος; Πόσο συχνές ήταν οι επαφές των μανδαρίνων του υπουργείου Εξωτερικών, τόσο στην Αθήνα όσο και στις Βρυξέλλες, με τους κρίσιμους παίκτες; Αντιλαμβάνεται τις επιπτώσεις που θα έχει το Brexit στην οικονομική ανάκαμψη; Γιατί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο πολιτικός του προϊστάμενος δεν προσπάθησαν να κλείσουν ταχύτερα την αξιολόγηση, κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο;
Τα πρόσωπα που σε πολιτικό και τεχνοκρατικό επίπεδο ενδιαφέρθηκαν είναι, δυστυχώς, ελάχιστα. Οι απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν βέβαια ότι κάποιος ενδιαφέρεται να μάθει και να εμφανιστεί ενεργός. Η καραμέλα είναι ότι εν μέσω αξιολόγησης και Προσφυγικού η Αθήνα δεν προλάβαινε να ασχοληθεί. Το επιχείρημα δεν στέκει καν σε κριτική. Είναι επιχείρημα ηττημένου και αδιάφορου κράτους.
Η Ελλάδα και οι σημερινοί κυβερνώντες γνωρίζουν τι θέλουν; Τι σημαίνει καλύτερη Ευρώπη; Απλά πιο φιλολαϊκή και… δημοψηφισματική; Διακυβερνητική η υπερεθνική; Πιο ανταγωνιστική σε ένα περιβάλλον δεδομένο και ανταγωνιστικό; Σε ποιους τομείς θα είναι καλύτερη; Ή μήπως η Αθήνα θέλει απλώς να κηρύττει περί μη κυρώσεων και διαλόγου, χωρίς σαφείς προτάσεις για τα μείζονα ζητήματα;
Γνωρίζει η σημερινή κυβέρνηση ότι το ίδιο σύνθημα περί «καλύτερης Ευρώπης» είχε χρησιμοποιήσει το 2014 η Ολλανδία με σκοπό την επιστροφή εξουσιών σε εθνικό επίπεδο υπό το μανδύα της επικουρικότητας, αλλά ήταν η τότε ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου που ανάσχεσε τις σφοδρές ολλανδικές πιέσεις; Και αλήθεια, πως μετράται και ορίζεται η «καλύτερη Ευρώπη»;
Αν υποθέσουμε ότι η Αθήνα βρει τι θέλει, πως θα το επιτύχει; Με ποιους θα συνταχθεί; Ποιοι είναι οι σύμμαχοί της στην ΕΕ σήμερα – αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν τέτοιοι; Είναι η πλήρως αποδυναμωμένη Γαλλία, στην οποία επενδύει ο Πρωθυπουργός; Έχει σκεφτεί ο κ. Τσίπρας πως θα σταθεί απέναντί του μία δεξιά γαλλική κυβέρνηση, για να μην αρχίσουμε να σκεφτόμαστε χειρότερα σενάρια;
Υπάρχει βελτίωση στη σχέση με τη Γερμανία έπειτα από την υπόθεση του Προσφυγικού ή απλώς αυτή χρησιμοποιήθηκε για πρόσκαιρα οφέλη στην αξιολόγηση; Και πως θα ζήσουμε τώρα χωρίς Podemos, στους οποίους τόσες ελπίδες επενδύθηκαν αλλά κι αυτοί όχι μόνο ήλθαν τρίτοι στις εκλογές αλλά μας είπαν και προτεκτοράτο;
Υπάρχει ένα τελευταίο σημείο. Η κυβέρνηση είναι ειλικρινώς υπέρ της Ενωμένης Ευρώπης, στην οποία η Ελλάδα εντάχθηκε πριν από όλα για λόγους ασφαλείας; Ή μήπως εξακολουθεί να σκέφτεται διαφορετικά; Έχει αναρωτηθεί τι θα σήμαινε για την Ελλάδα μία Ευρώπη πολλών ταχυτήτων και διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης; Κι αν ναι, σε ποια ταχύτητα θα έβλεπε τον εαυτό της; Θα ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί το κόστος της επιλογής της ή να αναλάβει τις θυσίες για να ανεβεί επίπεδο η χώρα μας;
Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα, δεν απαντώνται με απλουστευτικά κηρύγματα κατά της λιτότητας και ακροδεξιάς. Και παραμένει αμφίβολο αν η τρέχουσα ηγεσία ή και οι προηγούμενες έχουν ενσκήψει στις συνέπειες της εγκληματικής τους αδρανείας…