Το σοκ του Brexit ήταν το διαζύγιο, με το οποίο τέλειωσε μια σχέση αγάπης-μίσους ανάμεσα στην Βρετανία και την ενωμένη Ευρώπη, που ξεκίνησε πριν από 60 χρόνια, και ήταν ταραχώδης από την αρχή.
Οταν τα έξι ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο) υπέγραψαν τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957 και ρώτησαν τη Βρετανία αν ενδιαφέρεται, η Βρετανία απάντησε ευχαριστώ, αλλά όχι ευχαριστώ.
Εχοντας εμπιστοσύνη στην ιδιαιτερότητά της, με μνήμες από μία σπουδαία αυτοκρατορία και έναν ένδοξο πόλεμο, η Βρετανία ήταν στο κάτω κάτω μια μεγάλη δύναμη, μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με μια ειδική σχέση με τις ΗΠΑ, και την Κοινοπολιτεία. Δεν έμοιαζε να χρειάζεται την Ευρώπη, και το έδειξε με την αποστολή ενός μεσαίου αξιωματούχου εμπορίου, ονόματι Ράσελ Μπρέδερτον, που παρέστη στην υπογραφή της Συνθήκης – ως παρατηρητής.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όμως, ο πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλλαν είχε συνειδητοποιήσει το λάθος (είναι το εμπόριο, stupid!) και άρχισε να κάνει ανοίγματα προς τις Βρυξέλλες.
Αλλά αυτή τη φορά, το «όχι ευχαριστώ» το είπε η Ευρώπη, πιο συγκεκριμένα η Γαλλία. Το 1963, ο Σαρλ ντε Γκωλ απέκρουσε το φλερτ. Η Βρετανία είχε «πολύ ιδιαίτερες, πολύ πρωτότυπες συνήθειες και παραδόσεις», είπε, και ήταν «πολύ διαφορετική από εμάς στην ηπειρωτική Ευρώπη» – θα αποδειχθεί ένας αγγλοσαξονικός Δούρειος ίππος στον ευρωπαϊκό στάβλο.
Ετσι μόνο το 1973, τέσσερα χρόνια μετά την αναχώρηση του ντε Γκωλ, η Βρετανία – με επικεφαλής τώρα τον πεπεισμένο ευρωπαϊστή Τεντ Χιθ – εντάχθηκε τελικά στην Ευρώπη.
Αμφιβολίες και δράμα
Το ταξίδι του μέλιτος δεν είχε καν τελειώσει όταν άρχισαν οι πρώτοι διαπληκτισμοί. Μέσα σε ένα χρόνο, η Βρετανία απαιτούσε εκ βάθρων μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και το 1975, η κυβέρνηση των Εργατικών του Χάρολντ Ουίλσον προκήρυξε δημοψήφισμα.
Επτά υπουργοί των Εργατικών έκαναν εκστρατεία υπέρ εκείνου του Brexit, αλλά μια παθιασμένη Μάργκαρετ Θάτσερ τάχθηκε υπέρ της παραμονής και τα δύο τρίτα των Βρετανών ψήφισαν τότε για να μείνουν στην Ευρώπη.
Το 1984, η Βρετανία κέρδισε την πρώτη σοβαρή διαμάχη με την Ευρώπη: η Θάτσερ υποστήριξε ότι οι ανισότητες της ΚΑΠ σήμαιναν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πλήρωνε πολύ περισσότερα από το μερίδιο που του αναλογούσε στον λογαριασμό και ήθελε πίσω τα χρήματά του. Η χώρα πήρε έτσι την επιστροφή της – αν και δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο θα ήθελε – και η Θάτσερ κέρδισε μια πρόωρη ευρωπαϊκή φήμη ως η Σιδηρά Κυρία της Βρετανίας.
Στο μεταξύ η δυναμική της σχέσης είχε αλλάξει. Οι Εργατικοί, συνειδητοποιώντας ότι η ιδέα του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ για μια κοινωνική Ευρώπη μπορεί να προστατεύει τους εργαζόμενους από τις χειρότερες επιπτώσεις του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς α λα Θάτσερ, γίνονταν όλο και πιο ευρωπαϊστές.
Το 1988, μόλις δύο χρόνια αφότου υπέγραψε την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη που σάρωσε πολλά από τα εθνικά βέτο στο δρόμο για την ενιαία αγορά, η Θάτσερ χαστούκισε στην Μπριζ τις Βρυξέλλες, Την είχαν προδώσει, είπε: Η Ευρώπη δεν ήταν απλά μια κοινή αγορά, αλλά ένα φεντεραλιστικό υπερκράτος στα σκαριά.
Ολο και πιο απρόθυμος εταίρος, η Βρετανία – αλλά κυρίως το Συντηρητικό Κόμμα και ο αντι-ευρωπαϊκός Τύπος – έχανε πάλι την θέρμη της για την Ευρώπη.
Στα μάτια των Βρετανών επικριτών, η Γαλλία ήλεγχε τα θεσμικά όργανα και η Γερμανία κυριαρχούσε στην οικονομία. Και έννοιες όπως «κοινωνική αλληλεγγύη» μεταξύ κυβέρνησης, εργοδοτών και συνδικάτων έρχονταν σε αντίθεση με αγγλοσαξονικές πρακτικές, όπως ο αχαλίνωτος καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς.
Η αποχώρηση της Βρετανίας από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών την Μαύρη Τετάρτη το 1992 έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Και παρόλο που ο Τζον Μέϊτζορ κέρδισε opt-outs (εξαιρέσεις) για το ενιαίο νόμισμα και το κοινωνικό κεφάλαιο για τα δικαιώματα των εργαζομένων στο Μάαστριχτ, το ευρωσκεπτικιστικό τζίνι είχε βγει από το μπουκάλι, με αποτέλεσμα σκληρά λόγια, άγριες συγκρούσεις, και εμπρηστικά πρωτοσέλιδα.
Στο τέλος, ούτε καν η γοητεία του φιλοευρωπαίου Τόνι Μπλερ, που εξελέγη το 1997, δεν μπορούσε να αναθερμάνει την σχέση.
Στην επιφάνεια, βέβαια, και στα μάτια του περιστασιακού παρατηρητή, όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά. Εκτός από κάποιες κρίσεις – όπως ο καβγάς για τις εξαγωγές βοείου κρέατος κατά τη διάρκεια της κρίσης της ασθένειας των τρελών αγελάδων στη Βρετανία – η σχέση φαινόταν να κρατάει.
Ο Μπλερ επέλεξε να ξαναμπεί στο κοινωνικό κεφάλαιο, οι εκκλήσεις του για μεταρρύθμιση καταχειροκροτήθηκαν σε όλη την ήπειρο, η δέσμευσή του στην ευρωπαϊκή ιδέα ήταν αδιαμφισβήτητη. Μέχρι που τα πήγαινε καλά και με τον Ζακ Σιράκ.
Οι συνθήκες του Αμστερνταμ και της Νίκαιας, που άνοιγαν τον δρόμο για την διεύρυνση της ΕΕ, υπογράφηκαν δεόντως το 1997 και το 2001. Και τα σχέδια για ένα προτεινόμενο σύνταγμα της ΕΕ διαλύθηκαν όταν απορρίφθηκαν με δημοψήφισμα σε ιδρυτικά μέλη όπως η Γαλλία και η Ολλανδία. Αντικαταστάθηκαν από τη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Αλλά σε όλα τα χρόνια των κυβερνήσεων Μπλερ, το μεγαλύτερο μέρος του Τύπου και ένας σκληρός πυρήνας των Συντηρητικών, ωθούμενοι από ένα αντι-ευρωπαϊκό κόμμα (το UKIP, τρεις έδρες στις ευρωπαϊκές εκλογές του 1999, 12 το 2004), συνέχισαν να απαιτούν την αποχώρηση. Η ΕΕ ήταν γραφειοκρατική, αλαζονική, σπάταλη, αντιδημοκρατική, ανεπίδεκτη μεταρρυθμίσεων έλεγαν.
Σε μια σαφή ένδειξη των όσων θα επακολουθούσαν, ένας από τους βασικούς παράγοντες για την άνοδο του Ντέιβιντ Κάμερον στην ηγεσία των Τόρις το 2005 ήταν η υπόσχεσή του να αποσύρει το κόμμα από την κύρια κέντρο-δεξιά ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπέρ ενός λιγότερο «φεντεραλιστικού» κινήματος.
Με τη σχέση Βρετανίας – ΕΕ σε ραγδαία επιδείνωση για ακόμη μία φορά, ο πρωθυπουργός πλέον Κάμερον σήκωσε το απόλυτο όπλο – το βέτο – σε μια κρίσιμη σύνοδο κορυφής το 2011.
Ο Βρετανός ηγέτης ήταν αποφασισμένος να εμποδίσει μια πανευρωπαϊκή συνθήκη που αποσκοπούσε στην διάσωση του ενιαίου νομίσματος στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Κάμερον – όλο και πιο ανήσυχος για την προοπτική της απώλειας ευρωσκεπτικιστών Συντηρητικών ψηφοφόρων (και βουλευτών) προς το UKIP – υποσχέθηκε το μοιραίο δημοψήφισμα για το Brexit…