O αμερικανός δικαστής Ολιβερ Γουέντελ Χολμς είχε πει πως οι φόροι «είναι το αντίτιμο που πληρώνουμε για να ζούμε σε μια πολιτισμένη κοινωνία». Σε πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις με τη βοήθεια της Ernst & Young οι ερωτηθέντες έδειξαν να συμφωνούν: 91% δήλωσαν ότι θεωρούν τη φοροδιαφυγή κλοπή. Ταυτόχρονα όμως ένα 36% δήλωσε πως ευχαρίστως φοροδιαφεύγει όταν έχει την ευκαιρία επειδή «το κάνουν όλοι». Σύμφωνα με μελέτες, η φοροδιαφυγή στη χώρα μας είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, γεγονός που επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την πολύ άσχημη οικονομική κατάστασή της.
Πόση όμως είναι η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα; Σύμφωνα με την έρευνα της διαΝΕΟσις, τα διαφυγόντα έσοδα από τη φοροδιαφυγή των φυσικών προσώπων κυμαίνονται από 1,9% ως 4,7% του ΑΕΠ ετησίως. Από τη φοροδιαφυγή στον ΦΠΑ εκτιμάται ότι χάνουμε το 3,5% του ΑΕΠ. Οι απώλειες από το λαθρεμπόριο ποτών, τσιγάρων και καυσίμων αντιστοιχούν περίπου στο 0,5% του ΑΕΠ. Tέλος, για τα νομικά πρόσωπα τα διαφυγόντα κέρδη για τη χώρα από τη φοροδιαφυγή υπολογίζονται γύρω στο 0,15% του ΑΕΠ. Κατά συνέπεια, το μέγεθος της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα μπορεί να προσδιοριστεί σε ένα ποσοστό από 6% ως 9% του ΑΕΠ. Δηλαδή, ανάμεσα σε 11 δισ. και 16 δισ. τον χρόνο.


Οι ανάγκες του κράτους

Το ελληνικό κράτος έχει κάθε χρόνο έσοδα ύψους περίπου 50 δισ. ευρώ. Με αυτά τα έσοδα, τις ασφαλιστικές εισφορές και τα δάνεια των μνημονίων πρέπει να καλύπτει τα έξοδά του για τη λειτουργία του, την αποπληρωμή δανείων (περίπου 12 δισ. τον χρόνο), την πληρωμή συντάξεων (28 δισ. τον χρόνο), τους μισθούς των δημoσίων υπαλλήλων (περίπου 15 δισ. τον χρόνο) και, σύμφωνα με τα μνημόνια που έχει υπογράψει με τους δανειστές, από αυτά πρέπει να εξασφαλίσει και σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία για το 2015, το 88% αυτών των εσόδων του κεντρικού κράτους (δεν περιλαμβάνονται οι ασφαλιστικές εισφορές που εισπράττουν τα Ταμεία) προέρχεται από τη φορολογία και τα υπόλοιπα από άλλες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των αποκρατικοποιήσεων. Από τα φορολογικά έσοδα οι άμεσοι φόροι φέρνουν περίπου 20 δισ. ευρώ, ενώ οι έμμεσοι φόροι (ΦΠΑ, φόροι καυσίμων, καπνών κ.τ.λ.) φέρνουν περίπου 24 δισ. ευρώ. Ως γνωστόν, οι έμμεσοι φόροι είναι περισσότερο «άδικοι» γιατί πλήττουν εξίσου πλούσιους και φτωχούς. Τα φορολογικά συστήματα των περισσότερων ανεπτυγμένων χωρών στηρίζονται περισσότερο σε άμεσους φόρους παρά σε έμμεσους. Στους έμμεσους στηρίζονται περισσότερο φορολογικά συστήματα αναπτυσσόμενων ή τριτοκοσμικών χωρών.
Τα έσοδα της χώρας μειώνονται σταθερά από το 2010 και μετά, με τη μεγαλύτερη μείωση να εμφανίζεται στους έμμεσους φόρους. Στους άμεσους έχουν μειωθεί ραγδαία οι εισπράξεις από τον φόρο εισοδήματος (από 17,2 δισ. το 2008 σε 12,1 δισ. το 2015), πράγμα αναμενόμενο, καθώς έχουν μειωθεί ραγδαία και τα εισοδήματα των πολιτών. Ταυτόχρονα όμως μέσα στην κρίση αυξήθηκαν θεαματικά οι υπόλοιποι άμεσοι φόροι, ενώ προστέθηκαν και καινούργιοι (εισφορά αλληλεγγύης, ΕΝΦΙΑ), με αποτέλεσμα η μείωση των εσόδων από άμεσους φόρους για το κράτος να αμβλυνθεί.


Ποιοι πληρώνουν φόρους

Ποιοι είναι όμως αυτοί που πληρώνουν φόρους; Ως και τα πρώτα χρόνια της κρίσης τους φόρους τους πλήρωναν μερικοί από αυτούς που θα αποκαλούσαμε «πλούσιους». Στην Ελλάδα το 2011, το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν αναλυτικά επίσημα στοιχεία από τη ΓΓΠΣ, υποβλήθηκαν 5,7 εκατ. φορολογικές δηλώσεις, ένας αριθμός που έχει παραμείνει λίγο-πολύ αμετάβλητος τα τελευταία δέκα χρόνια. Σχεδόν οι μισές από αυτές (49%) αφορούσαν εισοδήματα κάτω των 12.000 ευρώ. Οι αυτοαπασχολούμενοι δε δήλωναν εισοδήματα κάτω από το τότε αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ σε ποσοστό 64% (δήλωναν μέσο όρο εισοδημάτων 4.300 ευρώ ο καθένας). Ολοι αυτοί οι φορολογούμενοι πλήρωσαν λιγότερο από το 1% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Με άλλα λόγια, 2,8 εκατ. πολίτες πλήρωσαν φόρο συνολικά 60 εκατ. ευρώ, δηλαδή 21,4 ευρώ ο καθένας.
Αντιθέτως, το 8% των φορολογουμένων που δήλωσαν εισοδήματα άνω των 42.000 ευρώ ετησίως, περίπου 400.000 πολίτες, πλήρωσαν το 69% των φόρων εισοδήματος φυσικών προσώπων. Παρόμοια είναι και η εικόνα στις επιχειρήσεις. Στην Ελλάδα το 2011 υπήρχαν 220.000 επιχειρήσεις που δήλωναν ετήσια κέρδη μικρότερα από 1,2 εκατ. ευρώ και μόλις 901 επιχειρήσεις που δήλωναν μεγαλύτερα κέρδη. Οι δεύτερες, που αποτελούν το 0,4% των ελληνικών επιχειρήσεων, πλήρωναν το 61% των φόρων. Οι πρώτες πλήρωναν κατά μέσον όρο 5.400 ευρώ ετησίως και οι δεύτερες πλήρωναν φόρο κατά μέσον όρο 2,1 εκατ. ετησίως.
Οι «πλούσιοι» ήταν αυτοί που σήκωναν το φορολογικό βάρος της χώρας. Και ποιοι είναι αυτοί οι πλούσιοι; Στη συντριπτική τους πλειονότητα υψηλόμισθοι μισθωτοί και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Η μεγάλη πλειονότητα των εσόδων από φόρους προερχόταν από αυτούς. Αυτό όμως δείχνει να αλλάζει. Σύμφωνα με τη διαΝΕΟσις, το φορολογικό έτος 2014 υπάρχει μια θεαματική μετατόπιση των εισοδημάτων προς τα κάτω (τα φυσικά πρόσωπα που δηλώνουν έσοδα άνω των 42.000 ευρώ δεν είναι πια το 8%, είναι μόνο το 1,68%) και μια παράλληλη μετατόπιση των φορολογικών βαρών στα μεσαία στρώματα.


Ποιοι φοροδιαφεύγουν

Υπάρχει μια αλήθεια που λίγο-πολύ ισχύει για όλες τις χώρες. Οι αυτοαπασχολούμενοι και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις φοροδιαφεύγουν. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τη Γερμανία και από την Ιταλία ως τη Βουλγαρία, παντού οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες κατά κανόνα δηλώνουν στις αρχές μικρότερο ποσοστό του εισοδήματός τους από ό,τι οι μισθωτοί ή οι μεγάλες επιχειρήσεις επειδή η πιθανότητα εντοπισμού τους είναι παντού πολύ χαμηλή.
Αυτό το φαινόμενο έχει μικρότερες συνέπειες στα φορολογικά έσοδα των περισσότερων ανεπτυγμένων χωρών για έναν απλό λόγο: επειδή οι πολύ μικρές επιχειρήσεις σε αυτές τις οικονομίες είναι λίγες και οι αυτοαπασχολούμενοι μικρό ποσοστό του εργατικού δυναμικού. Αυτό είναι πολύ κρίσιμο χαρακτηριστικό του ελληνικού φορολογικού προβλήματος: στην Ελλάδα το ποσοστό της αυτοαπασχόλησης είναι διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (34%). Σύμφωνα με μελέτες, το ποσοστό των μη δηλωθέντων εισοδημάτων των αυτοαπασχολουμένων κυμαίνεται στο 57%-58,6% ενώ για τους μισθωτούς το αντίστοιχο ποσοστό είναι 0,5%-1%.
Οι απασχολούμενοι σε πολύ μικρές επιχειρήσεις (0-9 ατόμων) στην Ελλάδα είναι διπλάσιοι από ό,τι ισχύει στην ΕΕ: ένα ιλιγγιώδες 59%. Το δε ποσοστό των εργαζομένων σε μεγάλες επιχειρήσεις (με πάνω από 250 υπαλλήλους) είναι μόλις 13% για την Ελλάδα έναντι 33% στην ΕΕ.
Το πρόβλημα εδώ είναι ότι οι μικρές επιχειρήσεις μπορούν πιο εύκολα να απασχολούν αδήλωτους εργαζομένους αποφεύγοντας την καταβολή φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών, ενώ κόβουν σπανιότερα αποδείξεις και αποδίδουν λιγότερο ΦΠΑ.
Οι δράσεις για να καταπολεμηθεί το φαινόμενο, σύμφωνα με τη διαΝΕΟσις, είναι οι εξής:
Βραχυπρόθεσμα: Μείωση συντελεστών φορολογίας, χρήση πλαστικού χρήματος και ηλεκτρονικής τιμολόγησης, αυστηρότερος φορολογικός έλεγχος και αυστηρές κυρώσεις.
Μεσοπρόθεσμα: Οργάνωση φορολογικών αρχών, τεχνολογική αναβάθμιση και διασυνδέσεις, εκπαίδευση υπαλλήλων φορολογικής διοίκησης, αύξηση αποδοχών και κινήτρων, καταπολέμηση διαφθοράς.
Μακροπρόθεσμα: Σταθερό και απλοποιημένο φορολογικό σύστημα, διαρθρωτικές αλλαγές στη δομή των επιχειρήσεων, αλλαγή παραγωγικού μοντέλου και δημιουργία φορολογικής συνείδησης.

HeliosPlus