Ηταν πίθηκος και τώρα είναι άνθρωπος.
Εξωτερικά, βέβαια, διατηρεί την όψη του ζώου που αναγνωρίζουμε ως «πίθηκο». Φοράει όμως σμόκιν, στέκεται όρθιος στα δύο του πόδια και –το σημαντικότερο –απευθύνει εκτενέστατη αναφορά ενώπιον σεβαστού κύκλου διανοουμένων στην Ακαδημία των Επιστημών!
Ο λόγος του είναι εύστοχος, διαυγής, άριστα διατυπωμένος. Φανερώνει υψηλό επίπεδο νόησης. Ο ομιλητής αφηγείται την ιστορία του. Θυμάται την ημέρα της αιχμαλωσίας του σε μια ακτή της Γκάνας, όταν ομάδα κυνηγών τον τραυμάτισε στο μάγουλο και στον γοφό. Η πρώτη σφαίρα άφησε μια μεγάλη κόκκινη πληγή στο πρόσωπό του, χάρη στην οποία κέρδισε το όνομά του: Κόκκινος Πίτερ.
Περιγράφει το ταξίδι του προς την Ευρώπη, μέσα σε ένα κλουβί, στο αμπάρι του πλοίου. Το κλουβί ήταν «πολύ χαμηλό για να σταθώ όρθιος και πολύ στενό για να καθήσω» θυμάται. Περνούσε τον καιρό του «κλαίγοντας μάταια με λυγμούς, κυνηγώντας μύγες, γλείφοντας με απάθεια μια καρύδα, χτυπώντας το κρανίο μου στο ξύλο, βγάζοντας γλώσσα σε όποιον ερχόταν κοντά μου (…) αλλά πέρα και πάνω απ’ όλα με διακατείχε ένα βασικό συναίσθημα: καμία διέξοδος».
Το εγκλωβισμένο ζώο αποφάσισε ότι έπρεπε πάση θυσία να επιβιώσει. Ακόμη κι αν χρειαζόταν να πάει ενάντια στη φύση του, να μεταλλαχθεί και να μεταπηδήσει στο ίδιο το είδος που ευθυνόταν για τη δυστυχία του: το ανθρώπινο. «Οχι, η ελευθερία δεν ήταν αυτό που επιζητούσα. Μονάχα μια διέξοδο· δεξιά ή αριστερά ή προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση· δεν είχα καμία άλλη απαίτηση. (…) Να βγω έξω, να πάω κάπου! Μόνο να μη μείνω ακίνητος με σηκωμένα χέρια, κολλημένος πάνω σε μια ξύλινη επιφάνεια».
Ετσι ξεκίνησε τη μακρά πορεία προς τον εξανθρωπισμό του. Στην αρχή μιμούνταν τους ναύτες που τον τάιζαν. Εμαθε να φτύνει, όπως εκείνοι, να καπνίζει πίπα, όπως εκείνοι, να καταναλώνει (με απέχθεια) ολόκληρο μπουκάλι σναπς. Φτάνοντας στο Αμβούργο έγινε θεατρίνος, βρήκε δουλειά σε βαριετέ, έκανε πάταγο με τις παραστάσεις του, προσέλαβε δασκάλους… Η πρόοδός του ήταν τόσο λαμπρή ώστε όλοι άρχισαν να συζητούν γι’ αυτόν, να τον καλούν σε κοινωνικές εκδηλώσεις, σε επιστημονικές συγκεντρώσεις κ.ο.κ. «Εν κατακλείδι, σε κάθε περίπτωση, κατάφερα αυτό που έβαλα ως στόχο. Μη μου πείτε, όμως, ότι δεν άξιζε τον κόπο» λέει στους ακροατές του στην Ακαδημία.
Υπόδειγμα λογοτεχνικής ειρωνείας, το αριστουργηματικό διήγημα του Κάφκα έχει κατά καιρούς ερμηνευθεί ως αλληγορία για την αφομοίωση των Εβραίων στην Ευρώπη, την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία στην Αφρική, τον κομφορμισμό, την απώλεια της αθωότητας, την αναζήτηση πνευματικότητας του μέσου ανθρώπου, την εκπαίδευση ως πλύση εγκεφάλου, την ανθρώπινη συνθήκη, τη δημιουργική διαδικασία, την ταυτότητα του «εγώ» ως θέαμα προς κατανάλωση κ.ο.κ. Και, φυσικά, θέτει διαχρονικά ερωτήματα: Τι συνιστά τον άνθρωπο και τι το ζώο; Ποια η διαχωριστική γραμμή; Πότε γίνεσαι άνθρωπος και γιατί αυτό είναι καλύτερο ή ανώτερο από το να είσαι ζώο; Πως «παρουσιάζεις» και πως «αποδεικνύεις» την ανθρωπιά σου; Είναι καλύτερος τώρα ο Ρεντ Πίτερ που μιλάει στα μέλη της Ακαδημίας από τότε που έπαιζε στη ζούγκλα με τους ομοίους του;
Στην παράσταση της νεανικής ομάδας που φιλοξενείται στο Bios δεν απαντήθηκε κανένα από τα ερωτήματα αυτά. Οι ηθοποιοί, όλοι κάτω των 30 ετών, στάθηκαν με κέφι αλλά και τρομερή επιπολαιότητα απέναντι στο καφκικό κείμενο.
Το θέατρο-ως-παιχνίδι μπορεί να εξασφαλίζει μεγάλη δημιουργική ελευθερία κατά τη διάρκεια των δοκιμών και μια μεθυστική αίσθηση επινόησης καταστάσεων και δράσεων, ταυτόχρονα όμως, όταν δεν υπάρχουν ξεκάθαρος στόχος και ωριμότητα κρίσης, οι συντελεστές κινδυνεύουν να χαθούν μέσα σε έναν ναρκισσιστικό στρόβιλο άγουρων επιλογών. Ετσι κι εδώ, παρακολουθούμε τους συμμετέχοντες να ανεβαίνουν σε καρέκλες και βάθρα για να ερμηνεύσουν «νούμερα βαριετέ» –εμπνευσμένα από συμπληρωματικά κείμενα που έγραψαν οι ίδιοι στις πρόβες –σε μια προσπάθεια να γεννηθεί η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που θα ενισχύσει, υποτίθεται, τα νοήματα του βασικού κειμένου.Στην πράξη, όμως, το βασικό κείμενο χάνεται (ελάχιστες φράσεις «φτάνουν» στον θεατή), ο λόγος γίνεται μια άναρχη μάζα, ανεμοσκορπίσματα κι ανεμομαζώματα, που δεν οδηγούν σε καμία ατμόσφαιρα παρά μόνο σε αυτήν της χαζοχαρούμενης εκτόνωσης της σχολικής παρέας που σκαρφίστηκε καμώματα για να γελάσουν φίλοι και γνωστοί. Είπαμε: η όρεξη δεν αρκεί, παιδιά· χρειάζεται και σκέψη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ