Είναι πάνω-κάτω γνωστό ότι εδώ και αρκετά χρόνια έχει δημιουργηθεί μια νέα, πολύ μυστηριώδης τάση στο σινεμά: ταινίες οι οποίες γυρίζονται απευθυνόμενες εκ των προτέρων σε ένα συγκεκριμένο κοινό (niche). Κάποτε η βάση ήταν το βιβλίο, συνήθως ένα βιβλίο του οποίου η μεταφορά μπορούσε να ενισχύσει τη σχέση λογοτεχνίας – κινηματογράφου. Πολύς κόσμος αναζητούσε την ταινία αν είχε διαβάσει το βιβλίο στο οποίο ήταν βασισμένη ή αναζητούσε το βιβλίο αν είχε δει πρώτα την ταινία.
Σήμερα η βάση είναι «σειρές», είτε βιβλίων όπως τα «Χάρι Πότερ» και το «Λυκόφως» είτε videogames είτε ψηφιακών παιχνιδιών. Ολες αυτές οι «σειρές» έχουν εκατομμύρια οπαδούς, μια σίγουρη πελατεία, πράγμα φυσικό, διότι όλοι τους γνωρίζουν από πολύ πριν το προϊόν της ταινίας που πρόκειται να δουν. Το κινούμενο σχέδιο «Angry birds», π.χ., που είδαμε πριν από λίγο καιρό στις αίθουσες, είχε ήδη διασκεδάσει εκατομμύρια χρήστες ανά τον κόσμο προτού περάσει στο σινεμά.
Αν όμως ένα καρτούν όπως το «Angry birds» δεν προκαλεί δυσκολία στην παρακολούθησή του από κάποιον που δεν γνωρίζει το παιχνίδι, το ερώτημα που προκύπτει είναι τι συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις όπως το «Warcraft: Η σύγκρουση δύο κόσμων» που αυτές τις ημέρες προβάλλεται δισδιάστατη αλλά και τρισδιάστατη στις αίθουσες; Αυτή η ταινία είναι τόσο «κλειστή» στο πολύ συγκεκριμένο σύμπαν της που σου είναι κυριολεκτικά αδύνατον να την παρακολουθήσεις και να καταλαβαίνεις τι γίνεται αν δεν ανήκεις κι εσύ σε αυτό το σύμπαν, όπου ένα ειρηνικό βασίλειο ονόματι Αζεροθ δέχεται την επίθεση τρομερών Ορκ πολεμιστών που εγκαταλείπουν την ετοιμοθάνατη πατρίδα τους για να αποικήσουν μια άλλη.
Ετσι ακριβώς ένιωσα παρακολουθώντας την ταινία που σκηνοθέτησε ο Ντάνκαν Τζόουνς, γιος του Ντέιβιντ Μπάουι και σκηνοθέτης της πολύ αξιόλογης και άκρως μινιμαλιστικής ταινίας επιστημονικής φαντασίας «Μoοn». Το «Warcraft» βασίζεται στην ομώνυμη best seller σειρά παιχνιδιών της Blizzard Entertainment, η οποία έχει εκατομμύρια φανατικούς παίκτες ανά τον κόσμο. Η Blizzard παρουσίασε το «Warcraft: Orcs and Humans» το 1994 και από τότε κάθε νέο «κεφάλαιο» αποτελούσε «γεγονός». Μετά τα «Warcraft II: Tides of Darkness» και «Warcraft III: Reign of Chaos», το τέταρτο κεφάλαιο, «World of Warcraft», ήταν που άλλαξε τον χάρτη στο είδος: το 2004 που κυκλοφόρησε από την Blizzard ως MMORPG αμέτρητοι παίκτες μπορούσαν να παίξουν το παιχνίδι ταυτόχρονα με άλλους σε όλον τον κόσμο. Γι’ αυτό και ο Ντάνκαν Τζόουνς, λάτρης αυτών των παιχνιδιών (εννοείται!), είχε την ιδέα πως, αφού κάθε παίκτης μπορεί να διαλέξει πλευρά, η ιστορία πρέπει να παρουσιάζεται από την οπτική και των δύο, και των «καλών» και των «κακών», ώστε ο θεατής να διαλέγει πλευρά!
Ολα αυτά όμως είναι αδύνατον να γίνουν κατανοητά σε κάποιον που δεν γνωρίζει το παιχνίδι, πόσω μάλλον να το έχει παίξει. Εκείνοι οι «άσχετοι» θεατές, λοιπόν, αν τύχει να μπουν σε αυτή την ταινία, θα βρεθούν μπροστά σε μια παρέλαση τεράτων και σε στομφώδεις ρήσεις του τύπου «από το σκοτάδι έρχεται το φως και από το φως το σκοτάδι» οι οποίες επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Θα δουν ένα τσαπατσούλικο patchwork από «Game of thrones», «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών», «Βασιλιά Αρθούρο και Ιππότες Στρογγυλής Τραπέζης» και «Απίθανο Χουλκ».
Οντα με τεράστια χέρια και φρικώδεις χαυλιόδοντες που ξεπετιούνται από το στόμα σαν παράσιτα τσαλαπατούν επί δύο ώρες την αισθητική, την ώρα που η μπάσα φωνή του αφηγητή σού δίνει την εντύπωση ότι ακούς χαλασμένη κασέτα. Μένει να δούμε πόσοι από αυτούς τους θεατές θα ανατρέξουν στο παιχνίδι μετά την παρακολούθηση της ταινίας, όπως κάποτε ανέτρεχαν στο βιβλίο όσοι είχαν αγαπήσει την ταινία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ