Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του αγροτικού τομέα αποτελεί το κλειδί για την ανάπτυξη του αγροτικού χώρου, όπως λέει χαρακτηριστικά στο «Βήμα» ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Βαγγέλης Αποστόλου. Ενα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η συρρίκνωση του δυσβάσταχτου και απαγορευτικού για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα κόστους παραγωγής. Οπως επισημαίνει ο κ. Αποστόλου, στην τελική ευθεία βρίσκονται παρεμβάσεις στον τομέα των εφοδίων, αλλά και της ενέργειας. Παραδέχεται ωστόσο ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι για τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο. Θα υπάρξουν εντούτοις ρυθμίσεις σχετικά με το αγροτικό ρεύμα, τους διακανονισμούς, αλλά και «έξυπνες» παρεμβάσεις για το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας μέσα από την αξιοποίηση των ΑΠΕ (Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας). Παρεμβάσεις, δεσμεύεται ο κ. Αποστόλου, θα υπάρξουν και για τον εξορθολογισμό του κοστολογίου χρήσης νερού.
Οι ρυθμίσεις που προβλέπονται στον νέο φορολογικό-ασφαλιστικό νόμο (να θεωρούνται πλέον εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα η βασική ενίσχυση, οι πράσινες και συνδεδεμένες επιδοτήσεις από 12.000 ευρώ και πάνω, η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ.) σε συνδυασμό με τα χρόνια προβλήματα που πλήττουν την αγροτική παραγωγή δημιουργούν συνθήκες εκρηκτικές στην ελληνική ύπαιθρο. Τι μπορεί να επιφυλάσσει η «επόμενη ημέρα» για τον αγροτικό χώρο;
«Εχω εξηγήσει και πάλι, με νούμερα, ότι από τον συνδυασμό του φορολογικού και του ασφαλιστικού νομοσχεδίου η μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων αγροτών θα έχει μηδενική ή ελάχιστη επιβάρυνση. Για πρώτη φορά θεσμοθετήθηκε αφορολόγητο στο εισόδημα του αγρότη και ταυτόχρονα κατοχυρώθηκε η εθνική σύνταξη. Είναι μια κατάκτηση αυτά τα πράγματα και οι αγρότες πρέπει να είναι υπερήφανοι γιατί ο αγώνας τους απέδωσε. Δεν υπάρχουν λοιπόν εκρηκτικές συνθήκες στην ελληνική ύπαιθρο λόγω Φορολογικού – Ασφαλιστικού. Υπάρχουν όμως πράγματι τα πολύ μεγάλα χρόνια προβλήματα που χαρακτηρίζουν την ελληνική αγροτική παραγωγή και τα οποία για να αντιμετωπιστούν χρειάζονται συστράτευση, εθνικοί στόχοι και εθνική προσπάθεια.
Σκοπός είναι να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα του αγροτικού τομέα και να μεγαλώσει η πίτα. Αυτό είναι το κλειδί για τον αγροτικό χώρο, αλλιώς δεν κάνουμε τίποτα… Θα διαχειριζόμαστε τη φτώχεια και τη μιζέρια μας. Αντίθετα, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει προοπτική για τον αγροτικό χώρο. Η επόμενη ημέρα μπορεί να είναι ελπιδοφόρα».

Πώς σχεδιάζετε να παρέμβετε ώστε να επιτευχθεί μείωση του ιδιαιτέρως υψηλού κόστους παραγωγής που σε συνδυασμό με το νέο Φορολογικό και την έλλειψη ρευστότητας «σφίγγει» ολοένα και περισσότερο τον «βρόχο» της αγωνίας των αγροτών; Πώς θα μπορέσετε υπό αυτές τις συνθήκες να καταστήσετε την ελληνική γεωργία ανταγωνιστική;
«Για τα θέματα της ρευστότητας, το πρώτο πράγμα που έχει σημασία είναι να γίνονται έγκαιρα οι πληρωμές και αυτό το έχουμε νοικοκυρέψει σε μεγάλο βαθμό. Θετικά θα λειτουργήσει επίσης η κάρτα του αγρότη για την οποία ενδιαφέρονται τα τραπεζικά ιδρύματα και θα δώσει τη δυνατότητα στους αγρότες να αντλούν κεφάλαια έναντι των επιδοτήσεων που δικαιούνται. Για το κόστος παραγωγής ετοιμάζουμε παρεμβάσεις στον τομέα των εφοδίων, μέσα πάντα στο πλαίσιο λειτουργίας των κανόνων της αγοράς. Στο θέμα της ενέργειας θα υπάρξουν ρυθμίσεις σε συνεργασία με τη ΔΕΗ σχετικά με το αγροτικό ρεύμα, τους διακανονισμούς κ.λπ., αλλά και έξυπνες παρεμβάσεις για το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας μέσα από την αξιοποίηση των ΑΠΕ. Δυστυχώς για τον ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο δεν μπορεί σε αυτή τη φάση να γίνει κάτι, είμαστε όμως ευτυχώς σε μια περίοδο που τα καύσιμα έχουν διεθνώς πολύ χαμηλές τιμές. Παρεμβάσεις θα υπάρξουν και για τον εξορθολογισμό του κοστολογίου χρήσης νερού, που είναι επίσης μια παράμετρος του κόστους.
Θέλω όμως να επισημάνω ότι το μεγάλο εργαλείο του αγροτικού τομέα λέγεται Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης, τα κονδύλια του οποίου θα αρχίσουν να κατευθύνονται στην ελληνική ύπαιθρο, καθώς τα πρώτα μέτρα παρέμβασης είναι ήδη έτοιμα».

Με δεδομένο ότι αλλάζει ο ορισμός τού «κατά κύριο επάγγελμα αγρότη» πώς θα διασφαλίσετε ότι θα παραμείνει ζωντανός ο φτωχός αγρότης, ο οποίος αναγκάζεται να κάνει και άλλες εργασίες για να επιβιώσει;
«Προχωρήσαμε με τη λογική της χρυσής τομής. Επιλέχτηκε ο ορισμός του επαγγελματία αγρότη με κριτήριο να έχει τουλάχιστον το 51% του συνολικού εισοδήματος από τον γεωργικό τομέα (σε σχέση με το 35% που ισχύει σήμερα). Με το ποσοστό αυτό εξασφαλίζεται ότι πρόκειται πράγματι για κατοίκους της υπαίθρου που έχουν ως κύρια δραστηριότητα το αγροτικό επάγγελμα, και όχι γιατροί και δικηγόροι, για παράδειγμα, που κληρονόμησαν μια αγροτική περιουσία. Αλλά ταυτόχρονα με το ποσοστό αυτό αναγνωρίζεται η ανάγκη να συνεχίζουν να έχουν δραστηριότητα αγροτική και εκείνοι που ζουν στην ύπαιθρο, παράγουν, αλλά έχουν και έσοδα από άλλες δραστηριότητες (μικροί επαγγελματίες, εργαζόμενοι στον τουρισμό στα νησιά κ.λπ.). Η χώρα έχει ανάγκη την παραγωγή τους και την παραμονή τους στην ύπαιθρο στο πλαίσιο μια πολυλειτουργικής οικονομίας».
Τελικά, κύριε υπουργέ, με την προστασία της φέτας πού βρισκόμαστε;
«Το πρόβλημα, όπως ξέρετε, προκύπτει όχι στην ευρωπαϊκή αγορά αλλά σε τρίτες χώρες όπου σήμερα δεν υπάρχει καμία προστασία. Η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με διάφορες χώρες για να συνάψει διμερείς εμπορικές συμφωνίες. Σε αυτό το πλαίσιο, η προστασία που παρέχεται στην ΠΟΠ φέτα δεν θεωρούμε ότι είναι επαρκής. Εχω θέσει το θέμα πολλές φορές, το έθεσα και στο πρόσφατο Συμβούλιο Υπουργών. Συζητήσαμε πρόσφατα με τον επίτροπο Χόγκαν διεξοδικά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιθυμεί να βοηθήσει για την εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης. Πιστεύω ότι σύντομα με τη βοήθεια της Κομισιόν θα καταλήξουμε σε μια θετική απόφαση».
Πώς σκοπεύετε να αντιμετωπίσετε τις στρεβλώσεις της αγοράς, όταν ακόμη και πρωτοβουλίες, όπως είναι οι αγορές χωρίς μεσάζοντες, λειτουργούν χωρίς νομική βάση;
«Ψηφίσαμε ρύθμιση στο Σχέδιο Νόμου για τους Συνεταιρισμούς, έτσι ώστε στη συνέχεια να εκδοθεί η Κοινή Υπουργική Απόφαση με την οποία θα ρυθμίζονται τα θέματα νόμιμης λειτουργίας, για πρώτη φορά, των αγορών παραγωγών. Η κεντρική ιδέα της ρύθμισης είναι να δίνεται η δυνατότητα σε ομάδες παραγωγών να συστήνουν έναν αυτοδιαχειριζόμενο φορέα λειτουργίας της αγοράς, ο οποίος στη συνέχεια θα αδειοδοτείται με συγκεκριμένες προδιαγραφές από τους δήμους στους οποίους θα δραστηριοποιείται. Με αυτόν τον τρόπο θα μπει τάξη σε μια διαδικασία που ξεκίνησε μεν «από τα κάτω», αλλά πρέπει πλέον να θεσμοθετηθεί ώστε να τηρεί προδιαγραφές και να υπόκειται σε ελέγχους».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ