Τα θυρανοίξια παραμένουν ένας ευσεβής πόθος, όμως την Πέμπτη που μας πέρασε, με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα των Μουσείων, το ολοκαίνουργο αλλά κενό κτίριο της οδού Συγγρού άνοιξε τις πόρτες του για μια εκδήλωση, την πρώτη μιας σειράς, με καθόλου τυχαία επιλεγμένο τον τίτλο «Προλεγόμενα». Συγκεκριμένα μια περφόρμανς του ελβετού χορογράφου Ντενί Σαβαρί σε συνεργασία με το Ιδρυμα Fluxum της Ελβετίας και το Flux Laboratory, με την υποστήριξη της ελβετικής πρεσβείας, ειδικά προσαρμοσμένη για τον χώρο του μουσείου, σε συνεργασία με τη χορογράφο Μαρκέλλα Μανωλιάδη και έλληνες χορευτές.
Συναντήσαμε την Κατερίνα Κοσκινά την περασμένη Τετάρτη ενώ στο Μουσείο γίνονταν πυρετώδεις προετοιμασίες για αυτό το πρώτο άνοιγμα. Αναπόφευκτα η συζήτησή μας ξεκινά από το γεγονός αυτό. «Επ’ ουδενί δεν είναι άνοιγμα, είναι μια μικρή πρώτη πρόβα» διευκρινίζει. «Θα ακολουθήσουν και άλλες οι οποίες γίνονται γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να δοκιμάσουμε το κτίριο προτού το παραλάβουμε οριστικά και επειδή έχει περάσει πολύς καιρός που παραμένει κλειστό. Αυτή την υποχρεωτική άσκηση σκεφτήκαμε να την αξιοποιήσουμε δίνοντας τη δυνατότητα στον κόσμο να παρακολουθήσει κάποιες εκδηλώσεις. Δίνει επίσης το στίγμα για το πώς θέλουμε να δουλεύουμε από ‘δώ και μπρος με καλλιτέχνες, θεσμούς, ιδρύματα, μουσεία και συνέδρια».

Πότε θα γίνουν λοιπόν τα εγκαίνια;
«Ελπίζω το συντομότερο. Δεν εξαρτάται από εμάς. Το κτίριο είναι κατασκευασμένο για να λειτουργήσει ως μουσείο αλλά δεν είναι εξοπλισμένο. Βλέπουμε τον ορίζοντα των εγκαινίων γιατί είμαστε ήδη μέσα στο μουσείο, το παραλάβαμε, είναι δικτυωμένο, έχει καταθέσει τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας ο οποίος έχει εγκριθεί πλέον από το υπουργείο Πολιτισμού και βρίσκεται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, έχουμε καλύψει κάποια παλαιότερα χρέη μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, επιχειρούμε σε συνεννόηση με την Αττικό Μετρό να περιέλθει το κτίριο στην κυριότητα του Δημοσίου και, τέλος, με τη βοήθεια του υπουργείου Πολιτισμού προσπαθούμε να καλύψουμε κενά στελέχωσης με αποσπάσεις, αναμένοντας τη διαδικασία μέσω ΑΣΕΠ. Τμηματικά το Μουσείο μπορεί να λειτουργεί μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες εργασίες εφαρμογής των μελετών, δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι κλειστό».

Οπότε μάλλον δεν θα ανοίξει το 2016.
«Δεν βλέπω το Μουσείο να μένει κλειστό το 2016. Αντιθέτως, έχουμε φτιάξει το πρόγραμμα «Προλεγόμενα» για να ανοίξει το 2016. Εκκρεμούν ο εσωτερικός κανονισμός σε ό,τι αφορά το διοικητικό κομμάτι, η στελέχωση, την οποία όμως συνδέω με τον Κανονισμό, και φυσικά η κατάλληλη χρηματοδότηση. Από την άλλη, πιστεύω ότι μπορούν να γίνουν πράγματα και με λίγα χρήματα, τουλάχιστον για ένα ξεκίνημα. Πιστεύω ότι όταν δουν ο κόσμος, οι ιδιώτες και η Πολιτεία ότι ανοίγει το Μουσείο, θα συμβάλουν, θα συντρέξουν».
Με ποιον τρόπο ακριβώς;
«Και οικονομικά, στον εμπλουτισμό της συλλογής του Μουσείου, και πρακτικά. Υπάρχουν στην Ελλάδα μεγάλοι, διεθνούς αναγνώρισης και λιγότερο γνωστοί, σημαντικοί συλλέκτες. Πιστεύω ότι είναι συγκρατημένοι από την άποψη ότι βλέπουν ανακοινώσεις χωρίς κατάληξη. Ταυτόχρονα υπάρχουν καλλιτέχνες οι οποίοι το υποστηρίζουν γιατί είναι το σπίτι τους και κυρίως ο κόσμος που αν υπήρχε η δυνατότητα εθελοντικής εργασίας θα μας βοηθούσε έμπρακτα. Δεν καλυπτόμαστε όμως νομικά –ακούμε ότι υπάρχει προς επεξεργασία νόμος για τον εθελοντισμό –και κατά συνέπεια ο εθελοντισμός στο ΕΜΣΤ συνδέεται μόνο με πρακτική εξάσκηση φοιτητών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων».
Το Μουσείο ήταν ανέκαθεν ένα πολύ φιλόδοξο πρότζεκτ, πλέον όμως η λειτουργία του δεν θα είναι εξαιρετικά πολυέξοδη, ασύμφορη, καθώς θα ανοίξει στην καρδιά της κρίσης;
«Προφανώς έχει πολλά έξοδα. Μπορεί το έργο να είναι φιλόδοξο, αλλά ξαναλέω ότι είναι και μια μεγάλη πολιτισμική εκκρεμότητα. Από τη στιγμή που το 95% του κεφαλαίου που επρόκειτο να δαπανηθεί έχει ήδη δαπανηθεί και επενδυθεί για έναν συγκεκριμένο σκοπό, το να μην ανοίγει μόνο αρνητικό είναι. Κάθε μέρα που καθυστερούμε θα παρουσιάζονται προβλήματα άλλης φύσεως, όπως συντήρησης. Η κρίση κάνει αισθητή την παρουσία της παντού. Δεν σημαίνει όμως ότι δεν πρέπει να συνεχίσουμε να προχωράμε σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό ή την τέχνη, η οποία είναι ένας πνεύμονας οξυγόνου για την κοινωνία. Απλώς αν το 2005 θα μπορούσε να γίνει μια έκθεση χωρίς μεγάλη έγνοια για τη χρηματοδότησή της, σήμερα οφείλουμε να βρίσκουμε εναλλακτικούς τρόπους να κάνουμε πράγματα ενδιαφέροντα και λιγότερο κοστοβόρα».
Την απαξία που περιβάλλει το Μουσείο εξαιτίας των συνεχών αναβολών του ανοίγματός του πώς θα την αντιπαρέλθετε;
«Κοιτάξτε, το Μουσείο δεν είναι γεφύρι της Αρτας ούτε πολύφερνη νύφη. Είναι ένα μεγάλο έργο το οποίο έχει υποστεί σε μεγάλο βαθμό την επιρροή μιας ελληνικής παθογένειας και βεβαίως τα αποτελέσματα της κρίσης. Θεωρώ ότι δεν θα υπήρχε η αίσθηση απογοήτευσης –και όχι απαξίωσης –αν δεν είχαμε βιαστεί (ας βάλω και τον εαυτό μου μέσα) να ανακοινώσουμε ότι ανοίγει. Διότι δεν αρκεί να ανακοινώνεις, πρέπει να είσαι και σε θέση. Ακόμη και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ενώ έχουν γίνει πάρα πολλά πράγματα, όπως είχαν γίνει και στο παρελθόν, δεν είμαστε 100% έτοιμοι, για τους λόγους που προανέφερα».
Δεδομένου του κλίματος των καιρών, έχετε σκεφθεί ότι μπορεί να σας ασκηθεί κριτική επειδή το Μουσείο «ανοίγει» με έναν ξένο καλλιτέχνη;
«Οι έλληνες χορευτές ή η Μ. Μανωλιάδου δεν είναι καλλιτέχνες; Αφού ψάχνουμε χρηματοδότηση και τρόπο σύμπραξης με ελληνικά και ξένα ιδρύματα και είμαστε και υποχρεωμένοι να δοκιμάσουμε τις αντοχές μας και τους χώρους μας, προφανώς δραττόμεθα της δυνατότητας που μας δίνεται για συνέργεια με έναν αξιόλογο οργανισμό ο οποίος έχει παραγάγει κάτι ειδικά για την εκατονταετία του dada. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα υπήρχε πιο κατάλληλος χώρος από ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης, ειδικά για το dada, ένα ανατρεπτικό, επίκαιρο κοινωνικό κίνημα. Πρόκειται για σύμπραξη και ως τέτοια τη θεωρώ καθοριστικό στοιχείο για την εποχή μας αλλά και για τον διάλογο, που είναι προϋπόθεση της σύγχρονης τέχνης».
Θα γίνεται και η αντίστροφη πορεία, φαντάζομαι, δηλαδή θα προβάλλεται δουλειά ελλήνων καλλιτεχνών στο εξωτερικό;
«Αυτή είναι απολύτως απαραίτητη πολιτική ενός νέου μουσείου. Οι έλληνες καλλιτέχνες όλα αυτά τα χρόνια είχαν το μειονέκτημα να μην μπορούν να υποδεχθούν ή να εκθέσουν στην κατάλληλη «προθήκη» τη δουλειά τους. Ενας από τους κύριους στόχους του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης είναι να προβάλλει πρωτίστως το έργο των ελλήνων καλλιτεχνών σε σχέση με ένα παγκόσμιο γίγνεσθαι».
Πώς προέκυψε η συνεργασία με το Φλαμανδικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ΜΗΚΑ για την έκθεση που θα εγκαινιαστεί τον Οκτώβριο στο πλαίσιο των «Προλεγομένων»;
«Ξεκίνησε πέρυσι στην Μπιενάλε της Βενετίας από μια συζήτηση με τον διευθυντή του Μπαρτ Ντε Μπαρ και είναι και η αφορμή για το πρόγραμμα «Το ΕΜΣΤ στον κόσμο». Ο Μπαρτ κάνει εδώ και χρόνια δουλειά επί της ουσίας, όχι μόνο με καταξιωμένους βέλγους αλλά και με νέους καλλιτέχνες, Βέλγους και ξένους, και εκτός κέντρου, στα Βαλκάνια, στην Αφρική. Το να θέσουμε έργα ελλήνων καλλιτεχνών όλων των ηλικιών μέσα από την υφιστάμενη συλλογή σε διάλογο με έργα καλλιτεχνών της δικής τους συλλογής –όχι απαραίτητα Βέλγων –είναι πολύ ενδιαφέρον. Πιστεύω ότι η συνέργεια, εκτός από το ότι επιτρέπει στο ΕΜΣΤ να βγει προς τα έξω, να ακουστεί, να μπει σε ένα δίκτυο μουσείων, του επιτρέπει σιγά-σιγά να γνωρίσει τη συλλογή του, να κάνει περισσότερα πράγματα σε επίπεδο συμπαραγωγής, επιμερίζοντας και το κόστος. Η κατάληξη αυτού του πολιτιστικού προϊόντος δεν θα περιορίζεται αποκλειστικά στην Αθήνα αλλά θα ταξιδεύει στον κόσμο».
Με την Ντοκουμέντα θα συνεργαστείτε;
«Ελπίζουμε ότι μέχρι να ξεκινήσει η Ντοκουμέντα θα λειτουργεί πλήρως το Μουσείο και η συλλογή του θα είναι επισκέψιμη, αφενός γιατί ο κόσμος που θα ταξιδέψει ειδικά για την Ντοκουμέντα θα πρέπει να τη δει και αφετέρου γιατί έτσι θα της παρέχουμε ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης και όχι έναν χώρο που προορίζεται να γίνει κάποτε μουσείο. Προφανώς λοιπόν η Ντοκουμέντα είναι ένα επόμενο σοβαρό σχέδιο. Είμαστε σε καλή επαφή με την ομάδα της και μέσα στις επόμενες ημέρες θα δούμε ένα τελικό σχέδιο συνεργασίας».
Οι νέοι καλλιτέχνες που δεν συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή του Μουσείου τι χώρο θα έχουν στο νέο μουσείο;
«Το Μουσείο αυτονόητα έχει σχετικό πρόγραμμα. Αλλωστε, όπως ξέρετε, πριν από δύο-τρία χρόνια έγινε από το Μουσείο η εξαιρετική έκθεση «Εκ νέου». Αυτοί οι καλλιτέχνες αναγνωρίζουν, νομίζω, τη συμβολή του Μουσείου στην ανάδειξη και προβολή των έργων τους και ελπίζω ότι θα θέλουν να συνεχίσουν τον διάλογο. Εξάλλου είμαστε σε συνεννοήσεις με τη Σχολή Καλών Τεχνών και άλλα ιδρύματα, όπως είμαστε και με την Εθνική Πινακοθήκη, της οποίας είμαστε κατά μιαν έννοια η συνέχεια. Το ίδιο το κτίριο το Φιξ είναι ένα ορόσημο, δεν μπορεί να μη διαφύγει της προσοχής σου. Πρέπει λοιπόν να είναι ανοιχτό. Δεν θέλω να αποκλειστεί καμία μορφή τέχνης, έρευνας ή εκπαιδευτικού προγράμματος. Προφανώς η βασική μας έγνοια είναι τα εικαστικά, όμως μας ενδιαφέρει και η μουσική, το θέατρο, ο κινηματογράφος και η περφόρμανς και ο χορός».
Εχετε στο μυαλό σας κάποιο ξένο μουσείο ως πρότυπο για τη μελλοντική λειτουργία του ΕΜΣΤ;
«Οχι. Αν με ρωτήσετε όμως τι θεωρώ από την εμπειρία μου ως πετυχημένο παράδειγμα, θα σας πως το Μπομπούρ τη δεκαετία του ’80. Γιατί κατάφερε να λειτουργεί καθημερινά ως το βράδυ και να συγκεντρώνει κόσμο τόσο εντός του όσο και εκτός, στον μεγάλο χώρο που είναι μπροστά του. Εμείς έχουμε μια μαγική ταράτσα που έχει ορατότητα 360 μοιρών και επαφή με την πραγματικότητα, την καλή και την κακή, της Αθήνας. Είμαστε σε μια χώρα που έχει ένα κλίμα μοναδικό, οι υπαίθριοι χώροι του μουσείου μπορούν να χρησιμοποιούνται από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο και να μην αποκλείεται κανείς. Να υπάρχουν συνεργασίες με το Φεστιβάλ Αθηνών, την Εθνική Λυρική Σκηνή, το Φεστιβάλ Αβινιόν κ.ο.κ. Πρέπει να βρούμε τρόπους να έρχεται ο παππούς με το εγγόνι του και να περνάνε καλά και οι δυο με τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Πρέπει να καλύψουμε την απόσταση ανάμεσα στη σύγχρονη τέχνη και στον απλό πολίτη, που νομίζει ότι χρειάζεται ειδικά σεμινάρια για να την καταλάβει».
Αυτό πώς θα το καταφέρετε;
«Το Μουσείο πρέπει να βγει εκτός των τειχών γιατί δεν είναι ένα μοναστήρι. Δεν εννοώ μόνο να ταξιδέψει στο εξωτερικό αλλά και στην πόλη. Πρέπει να αξιοποιήσουμε επιφάνειες και δημόσιο χώρο σε συνεργασία π.χ. με τον Δήμο της Αθήνας προκειμένου να εξοικειώσουμε τον κόσμο μέσα από ευχάριστες πρωτοβουλίες και συνέργειες, όπως προβάλλοντας μεγάλα έργα σε τοίχους, να διοργανώσουμε φεστιβάλ πειραματικού κινηματογράφου κ.ο.κ. Η σύγχρονη τέχνη μάς δίνει τα μέσα να κάνουμε πράγματα διαθεματικά και ανοιχτά που σε άλλες εποχές δεν θα μπορούσαμε. Πρέπει να τα αξιοποιήσουμε».
πότε & πού:

«Προλεγόμενα». Η επόμενη εκδήλωση θα γίνει σε συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή την Ευρωπαϊκή Ημέρα Μουσικής (21/6).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ