Ο Πάβλος Χαμπίδης επιστρέφει στα τοπία καταγωγής του, στις παιδικές και εφηβικές μνήμες του, μετά τη μεγάλη περιπλάνηση στις μητροπόλεις του κόσμου, στο Παρίσι, στη Ρώμη, στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο, στο Τόκιο, στην Κοπεγχάγη, στη Στοκχόλμη, στην Αθήνα. «Μέχρι τώρα», λέει, «αποτύπωνα με ακουαρέλα και μελάνι στο χαρτί πόλεις που έχω ζήσει ή ζω, ή πάλι επισκέπτομαι γι’ αυτόν τον σκοπό. Είναι η πρώτη φορά που έχω να κάνω με τις μνήμες μου. Τις μνήμες της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας. Ζωγραφίζω τη βίλα Μορντώχ που για μένα είναι το «φοβερό» ΙΚΑ με τον στρουμπουλό Δατσέρη («Το παιδί έχει βρογχικά»), τη βίλα Μπιάνκα, το γυμνάσιό μου που έχει γίνει πλέον πινακοθήκη του ΜΙΕΤ, λίγα από τα τόσα και τόσα, τότε, κτίρια που επιβιώνουν στη Βασιλίσσης Ολγας. Δεν είναι τυχαίο που ξεκίνησα αυτή τη σειρά των σχεδίων από αυτή την οδό. Εκανα μόνον οκτώ σχέδια αυτολογοκρινόμενος. Δεν θα ήταν εξάλλου σωστό και θα απέβαινε εις βάρος της ισορροπίας της έκθεσης αν έκανα περισσότερα. Αλλά για μένα, η Βασιλίσσης Ολγας είναι μια λεωφόρος με ειδικό βάρος, μυθική σχεδόν. Ενα «φαράγγι» που από τις αλάνες και τα τσαΐρια στο Βότση και στο Βυζάντιο σε ξέβραζε σταδιακά στην πόλη, στο αστικό περιβάλλον, στα μαγαζιά με τις νέον πινακίδες, στα φώτα, στον καταναλωτισμό, στους καθωσπρέπει ανθρώπους, στην πολυκατοικία».
Ο ζωγράφος λειτουργεί ως οδοιπόρος που σταματά και δημιουργεί παλίμψηστα. Φαινομενικά σκιτσάρει τοπία με μελάνι και ακουαρέλα, αλλά στο βάθος φιλοτεχνεί ψυχογραφήματα του τόπου που περιηγείται, με πολύ απλές πινελιές, με πολύ λιτές γραμμές, όσο πρέπει αφαιρετικές, και γι’ αυτό τόσο άμεσα και αληθινά. Αυτή η τεχνική του Χαμπίδη ταιριάζει πολύ με την πόλη του και τον παλίμψηστο χαρακτήρα της:
«Οι μνήμες που έχω είναι Φελινικές. Θα ήθελα πολύ να κάνω μια έκθεση μόνο με την Ολγας, ξεκινώντας από το «στοιχειωμένο» σπίτι στο Ντεπό. Φυσικά θα ήταν ένα είδος μνημοσύνου. Σήμερα την κατεβαίνει κανείς αδιάφορα με μόνη προσδοκία να φτάσει επιτέλους στη ΧΑΝΘ και από εκεί όλες οι στάσεις είναι πιθανές. Τώρα που το σκέφτομαι μεγάλη ζημιά κάνουν οι μονόδρομοι. Ακρωτηριάζουν τη φύση των δρόμων, τον χαρακτήρα τους. Ξεκίνησα να σκιτσάρω τα έργα αυτής της έκθεσης σαν να κατεβαίνω από τη γειτονιά μου προς την παραλία, όπως ακριβώς έκανα στα δεκαοκτώ μου, όταν έφυγα από την πόλη μου και την Ελλάδα. Σταμάτησα στο κάστρο του Μεγάρου Μουσικής, στις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου (ούτε που σκέφτηκα ότι αντιγράφω την ιδέα ενός άλλου καλλιτέχνη, εγώ τις είδα σαν ένα αφομοιωμένο στοιχείο της γοητευτικής παραλίας), στο λιμάνι με τους γερανούς. Η Κατούνη, η Λέοντος Σοφού, η Αριστοτέλους, η Παναγία των Χαλκέων, η Καμάρα, η Ροτόντα. Τι να πρωτοπρολάβει κανείς. Η βόλτα στην Ανω Πόλη, τα παγόνια στη Μονή Βλατάδων, το Επταπύργιο, η Βενιζέλου, το Καπάνι. Δεν έκανα όλες τις διαδρομές. Μήπως είναι «φτωχό» ή «ελλιπές» το δείγμα που εκθέτω; Οταν όμως το ξανασκέφτομαι, διαπιστώνω ότι είναι μια ειλικρινής, χωρίς κομπασμούς βόλτα στα ίχνη της μνήμης».
πότε & πού:

Η έκθεση «Θεσσαλονίκη: Μνήμες του Παρόντος» θα πραγματοποιηθεί από τις 19 Μαΐου ως τις 18 Ιουνίου στην γκαλερί ΕΙΡΜΟΣ, λεωφόρος Νίκης 17 & Καρόλου Ντηλ 1, στην Παραλία της Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ