Ο Χάρης Θεοχάρης τάραξε τα νερά του Ποταμιού με την κριτική που άσκησε στον Σταύρο Θεοδωράκη στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματος. Ο πρώην κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Ποταμιού διατηρεί τις διαφωνίες του για τη στρατηγική στόχευση του κόμματος, αλλά δηλώνει ότι παραμένει Ποτάμι. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα της Κυριακής» τάσσεται υπέρ της δημιουργίας νέου φορέα στον χώρο του ριζοσπαστικού Κέντρου, «με όρους αναγέννησης και όχι συγκόλλησης» και εκτιμά ότι μετεκλογικά θα μπορούσε να υπάρξει συνεργασία με τις δυνάμεις του εξορθολογισμού, «που στην παρούσα φάση εκφράζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης».

– Ησασταν από τους πρώτους που στηρίξατε το πολιτικό εγχείρημα του Σταύρου Θεοδωράκη. Δύο χρόνια μετά, του ασκείτε κριτική για τους πολιτικούς χειρισμούς του και για τον τρόπο με τον οποίο διοικεί το κόμμα. Τι πήγε στραβά;
«To Ποτάμι γεννήθηκε από τη γενναία πρόσκληση του Σταύρου Θεοδωράκη και την ανταπόκριση της κοινωνίας. Εδωσε στέγη σε ανθρώπους πολιτικά ορφανούς και αυτό ήταν και η επιτυχία του. Η πολιτική κριτική μου αφορά τη στρατηγική κατεύθυνση του κόμματος και την ανάγκη για μια πιο ξεκάθαρη στάση απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που οδηγεί τη χώρα σε μια εθνική καταστροφή ιστορικών διαστάσεων. Πρέπει από τώρα να πούμε πως δεν μπορούμε να βάλουμε την υπογραφή μας στην κατάρρευση της χώρας. Δεν ήμασταν ξεκάθαροι ως τώρα, δεν γίναμε μετά το συνέδριο. Τα λάθη που έγιναν μετά τον Ιανουάριο μας συρρίκνωσαν από το 6% στο 4% και μετά στο 2%. Στο συνέδριο είπα πως ο πρώτος στόχος είναι να γυρίσουν όσοι έφυγαν, γύρω στις 6.500 εθελοντές –το τρίτο Ποτάμι. Ο Σταύρος απάντησε πως όποιος έφυγε δεν μας ενδιαφέρει και πως είναι ευχαριστημένος με τους 831 που ψήφισαν τελικά τους δύο υποψήφιους επικεφαλής. Αυτό είναι μια διαφορετική αντίληψη, η οποία δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη δική μου. Εγώ πιστεύω πως μόνο μια ριζική επανίδρυση μπορεί να σώσει το Ποτάμι».
– Και τι σκέπτεστε να κάνετε; Παραιτηθήκατε από κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Ποταμιού, μπορεί μελλοντικά να ανεξαρτητοποιηθείτε;
«Είμαι Ποτάμι, παραμένω βουλευτής και θα βοηθήσω με όλες μου τις δυνάμεις το κίνημα. Η θέση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου εκφράζει εν γένει τις απόψεις της ηγεσίας και ως εκ τούτου δεν θεώρησα σωστό να την κατέχω μετά την έντονη διαφωνία στρατηγικής που εξέφρασα. Για παρόμοιους λόγους δεν έθεσα και υποψηφιότητα στο συνέδριο: η εμπειρία θα ήταν τραυματική για το κίνημα και εκτίμησα πως θα ήταν και θανάσιμη. Η στάση μου θεωρώ πως ήταν έντιμη, αντίθετα με την καχυποψία που εκφράστηκε από κάποιους πως δήθεν επιδιώκω τη δημοσιότητα. Η παραίτησή μου αποδεικνύει πόσο λάθος είναι οι εκτιμήσεις τους. Εξέφρασα απόψεις για τη διάσωση του κινήματος και για έναν άλλο λόγο. Εάν η προσπάθεια φτάσει στο τέλος της, έχω χρέος –από πλευράς πολιτικής αξιοπρέπειας –να έχω μιλήσει εγκαίρως, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες αλλαγές στρατηγικής. Αλλιώς, θα είμαι συνυπεύθυνος και θα φέρω μέρος της ευθύνης».
– Επειτα από όλα αυτά, πώς είναι η προσωπική σας σχέση με τον κ. Θεοδωράκη;
«Τιμώ –και εγώ προσωπικά θα το κάνω πάντα –τον Σταύρο Θεοδωράκη για τη γενναιότητά του να πάρει την πρωτοβουλία να ιδρύσει το Ποτάμι. Κατά τα άλλα, ως τώρα είχαμε μια ευχάριστη συνεργασία».
– Σε μια πρόσφατη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Ποταμιού ταχθήκατε υπέρ της συμπόρευσης με τις κεντροαριστερές δυνάμεις. Επειτα μιλήσατε για συμμαχία με τη ΝΔ. Τελικά με ποιο πολιτικό σχέδιο συμφωνείτε; Σας φαίνεται ενδιαφέρουσα η πρόταση για ενοποίηση των ΚΟ της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και του Ποταμιού;
«Εχω ταχθεί υπέρ της δημιουργίας ενός δυνατού πολιτικά ριζοσπαστικού Κέντρου. Ενός σύγχρονου Κέντρου, που θα αποτελέσει τον τρίτο πόλο μέσα σε ένα διχαστικό κλίμα και θα λειτουργήσει ως καταλύτης για τις πολιτικές εξελίξεις. Σε αυτόν τον σκοπό θα ήθελα να βοηθάω με όλες μου τις δυνάμεις. Το Κέντρο, όμως, οφείλει να ανασυνταχθεί με όρους αναγέννησης και όχι συγκόλλησης –και τέτοια φαίνεται να είναι η πρόταση για συγκόλληση των Κοινοβουλευτικών Ομάδων -, στη βάση του ορθολογισμού, για να μπορέσει να συμμαχήσει με εκείνα τα κομμάτια του πολιτικού σκηνικού που βρίσκονται στην ίδια κατεύθυνση».
– Δηλαδή μιλάτε για νέο κόμμα;
«Προφανώς, η διαδικασία θα πρέπει να καταλήξει άμεσα σε νέο κόμμα με εκλογή αρχηγού από τη βάση».
– Αν σας πρότεινε συνεργασία ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα την απορρίπτατε;
«Σε προσωπικό επίπεδο, έχω διαψεύσει ως αποκυήματα επιστημονικής φαντασίας τα σενάρια για συμφωνία με τον κ. Μητσοτάκη. Σε πολιτικό επίπεδο, πιστεύω ότι ένα μεταρρυθμιστικό κόμμα, για να παίξει σοβαρό κοινοβουλευτικό ρόλο μετεκλογικά, μπορεί να αναζητήσει κοινό τόπο μόνο με τις δυνάμεις του εξορθολογισμού, που εκφράζονται από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην παρούσα φάση. Με δεδομένο πάντα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ταυτισμένος με τον λαϊκισμό και το ψέμα».
– Εννοείτε να υπάρξει μέτωπο των ευρωπαϊκών δυνάμεων;
«Η δημιουργία του λεγόμενου ευρωπαϊκού μετώπου ουσιαστικά θα πολώσει το πολιτικό σκηνικό, οδηγώντας σε διχαστικές ρητορικές. Το ζήσαμε και το καλοκαίρι με το δημοψήφισμα. Τα προβλήματα της χώρας είναι ακόμη σε τέτοιο βαθμό οξυμένα, που μόνο με κάποιας μορφής συνεργασίες μπορεί να αντιμετωπιστούν. Είναι αυτονόητο πως οι συνεργασίες αυτές θα είναι πολύ περισσότερο αποτελεσματικές και πολύ λιγότερο διχαστικές εάν υλοποιηθούν μετεκλογικά».

Δυσκολίες
«Σημαντική για τη χώρα η πρώτη αξιολόγηση»

– Σε περίπτωση αδιεξόδου εκτιμάτε ότι θα ήταν προτιμότερες οι εκλογές ή η συγκρότηση κυβέρνησης από την παρούσα Βουλή;

«Θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό για τη χώρα να κλείσει η πρώτη αξιολόγηση. Αν αυτό δεν το πετύχει η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα, τότε θα ήταν καλύτερο η προσπάθεια αυτή να γίνει από ένα ευρύτερο κυβερνητικό σχήμα, που όμως θα πάρει αποφάσεις και θα υλοποιήσει δεσμεύσεις. Αν δεν συμβεί ούτε αυτό, τότε μοιραία και αναπόφευκτα θα οδηγηθούμε σε εκλογές. Οι οποίες ακόμη και σήμερα μοιάζουν καλύτερες από την ακινησία της κυβέρνησης αυτής».

– Με την εμπειρία σας από τη διαπραγμάτευση με την τρόικα πιστεύετε ότι θα κλείσει σύντομα η αξιολόγηση και ότι η οικονομία θα αναστηθεί το Πάσχα;
«Δυστυχώς η αξιολόγηση συναντάει δύο ειδών δυσκολίες. Η πρώτη είναι η διαφορά της πιο τεχνοκρατικής προσέγγισης του ΔΝΤ σε σχέση με την πιο πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Γερμανία είναι προφανές πως είναι η μόνη που μπορεί να ωθήσει τις δύο πλευρές προς τον απαραίτητο συμβιβασμό. Ελπίζω αυτό να συμβεί σύντομα. Η δεύτερη είναι η ανεπάρκεια των προτάσεων της ελληνικής κυβέρνησης, δεδομένου πως η ανικανότητά της στη διακυβέρνηση συσσωρεύει προβλήματα. Εδώ το κλειδί είναι η αλλαγή πλεύσης της κυβέρνησης ώστε και να κάνει προτάσεις που μπορεί να αποτελέσουν τη βάση μιας συμφωνίας αλλά και να επιτύχει τη δραστική αύξηση της αποτελεσματικότητάς της. Αυτό το τελευταίο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη στροφή της οικονομίας προς την ανάπτυξη. Η Ανάσταση, δυστυχώς, θα περιμένει κάποιο πιο μακρινό Πάσχα…».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ