Δραματική τροπή πήρε το διαφαινόμενο τις τελευταίες εβδομάδες ναυάγιο των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ για την παράταση της βοήθειας προς τη χώρα. Η απόφαση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να θέσει στην κρίση του ελληνικού λαού την πρόταση και τους όρους των δανειστών για συμφωνία λέγοντας «όχι» ο ίδιος φέρνει πλέον στο προσκήνιο όλα τα δυσμενή σενάρια για την επόμενη ημέρα.
Λίγες ώρες πριν από το προγραμματισμένο για το Σάββατο ραντεβού του Eurogroup όσοι είχαν εμπλακεί στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, νομικοί σύμβουλοι και σε υψηλότερο επίπεδο πολιτικοί, εργάζονταν πάνω σε τρία σενάρια για την τύχη της χώρας μας.
Εμπιστοσύνη μηδέν


Το Plan A να υπάρξει συμφωνία, το Plan B να οδηγηθούμε σε ναυάγιο και στη συνέχεια να διακοπεί η ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες και να επιβληθούν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων και το Plan C ο Αλέξης Τσίπρας να αναζητήσει διέξοδο στις κάλπες.
Η ανάλυση όμως και των τριών σεναρίων οδηγούσε σε μία και μοναδική ασφαλή για όλους λύση:
  • Να υπάρξει συμφωνία με τους Ελληνες, δεδομένου ότι η απόσταση για τα δημοσιονομικά μέτρα ήταν πλέον τόσο μικρή που αν άλλαζες την πρόβλεψη για τον ρυθμό ανάπτυξης κατά δύο δέκατα έκλειναν όλες οι διαφορές για το μεγάλο ζητούμενο, που είναι η διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Πράγματι οι διαφορές στα μέτρα είχαν περιοριστεί στα εξής σημεία:
  • Αν θα ανεβεί ο συντελεστής ΦΠΑ στην εστίαση στο 23% και αν θα επιστρέφεται στους κατοίκους των νησιών της άγονης γραμμής η επιβάρυνση από την κατάργηση της έκπτωσης 30%.
  • Αν η μεταβατική περίοδος για την κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων και η αύξηση του ορίου ηλικίας για όλους στα 67 θα διαρκούσε ως το 2022 ή ως το 2025.
Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί οι εταίροι και η κυβέρνηση δεν τα έβρισκαν τόσες ημέρες;
Η απάντηση για όλους όσοι παρακολούθησαν το «μπρα ντε φερ» του Αλέξη Τσίπρα πρώτα απ’ όλα με την Κριστίν Λαγκάρντ και δευτερευόντως με τον «ειρηνοποιό» Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ είναι εύκολη:
1. Γιατί σε τέσσερις μήνες διαπραγματεύσεων το έλλειμμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στις τρεις πλευρές (Ελλάδα, ΔΝΤ και ΕΕ) διευρύνθηκε.
2. Γιατί ο Αλέξης Τσίπρας δεν ήθελε να επιστρέψει στην Αθήνα χωρίς να έχει εξασφαλίσει συμφωνία για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας και τη ρύθμιση του χρέους με τέτοιον τρόπο ώστε να μη χρειαστεί τον Δεκέμβριο τρίτο Μνημόνιο.
Σε αυτό το κλίμα όλα τα σενάρια ήταν στο τραπέζι των Ευρωπαίων.
Plan A: Να υπάρξει συμφωνία για παράταση του προγράμματος και η κυβέρνηση να τη φέρει στη Βουλή την Κυριακή ή το αργότερο τη Δευτέρα. Υπό αυτή την προϋπόθεση τη Δευτέρα ή την Τρίτη θα συνεδρίαζαν τα κοινοβούλια χωρών της ευρωζώνης για να εγκρίνουν την παράταση και τους νέους όρους του προγράμματος. Κανείς δεν είχε βέβαια προβλέψει τη λύση που επέλεξε ο Πρωθυπουργός για το δημοψήφισμα.
Plan B: Να μην υπογράψει η Ελλάδα, με αποτέλεσμα να εκπνεύσει το τρέχον πρόγραμμα την 1η Ιουλίου. Σε αυτή την περίπτωση τη σκυτάλη θα πάρει η ΕΚΤ. Ο κίνδυνος διακοπής της ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες και η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων θα είναι πιο κοντά από ποτέ.
Σε αυτή την περίπτωση η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι προετοιμασμένη να ανοίξει μια γραμμή έκτακτης χρηματοδότησης και να παράσχει βοήθεια (εφόσον κριθεί αναγκαία) προς την Ελλάδα.
Plan C: Να μην υπογράψει η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας άμεση προσφυγή στις κάλπες. Ολοι πίστευαν ότι οι εκλογές (και όχι το δημοψήφισμα) θα ήταν μονόδρομος για τον κ. Τσίπρα.
Σε αυτή την περίπτωση, η οποία συζητήθηκε έντονα σε πολιτικούς και νομικούς κύκλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το ερώτημα που ετέθη χωρίς να μπορεί να δοθεί απάντηση είναι «τι θα γίνει αν τελικά ο Τσίπρας κερδίσει πάλι τις εκλογές και μάλιστα βγει ενισχυμένος»; Ετσι όλοι και όλα επιστρέφουν στο Plan A, δηλαδή την ανάγκη να υπάρξει συμβιβασμός.
«Δεν φτάνουν τα λεφτά»


Η ανακοίνωση του Μεγάρου Μαξίμου με την οποία απορρίφθηκε η πεντάμηνη παράταση του προγράμματος ήταν σαφής. Οπως σημείωνε, για το χρηματοδοτικό κενό των επόμενων πέντε μηνών η πρόταση των θεσμών αφορά 12 δισ. ευρώ από ευρωπαϊκούς θεσμούς συν 3,5 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ, συνολικά, δηλαδή, 15,5 δισ. ευρώ, που θα καταβληθούν ως εξής:
  • Την Τρίτη 30 Ιουνίου θα αποδοθούν τα κέρδη της ΕΚΤ του 2014 από τα ομόλογα SMP ύψους 1,8 δισ. ευρώ.
  • Στα μέσα Ιουλίου θα δοθούν στη χώρα 4 δισ. ευρώ από τον EFSF. Από αυτά τα 1,8 δισ. ευρώ θα προέρχονται από την τελευταία δόση του δεύτερου μνημονιακού δανείου και 2,2 δισ. ευρώ θα προέλθουν από μέρος των 10,9 δισ. ευρώ του ΤΧΣ. Από αυτά τα 4 δισ. ευρώ τα 3,5 δισ. ευρώ θα αποδοθούν στην ΕΚΤ για αποπληρωμή ομολόγου, ενώ τα υπόλοιπα 500 εκατ. ευρώ θα τεθούν στη διάθεση του ΕΣΠΑ.
  • Αρχές Αυγούστου 4,7 δισ. ευρώ θα αποσπαστούν από τα 10,9 δισ. ευρώ του ΤΧΣ ώστε να αποπληρωθεί το έτερο ομόλογο της ΕΚΤ.
Τέλος, τον Οκτώβριο 1,5 δισ. ευρώ από τα κέρδη της ΕΚΤ του 2015 από ελληνικά ομόλογα θα αποδοθούν στο ΔΝΤ.
Μετά την αντίδραση ότι «τα ποσά κρίνονται ανεπαρκή καθώς δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για τα ποσά που το Ελληνικό Δημόσιο έχει πληρώσει στους δανειστές του από εσωτερικό δανεισμό», έγκυρες πηγές διαβεβαίωναν ότι η συμφωνία θα καλύπτει πλήρως και αυτές τις ανάγκες. Οι πληροφορίες ήθελαν τη λύση να συνδέεται με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.


Το ΔΝΤ και η βιωσιμότητα
Η τελευταία πρόταση για το χρέος

Η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους είχε ήδη ανοίξει μεταξύ των εταίρων. Οπως μετέδωσαν διεθνή πρακτορεία, έκθεση η οποία έχει παρουσιαστεί στους βουλευτές του γερμανικού κοινοβουλίου υπογραμμίζει τις σημαντικές διαφορές του ΔΝΤ, το οποίο απορρίπτει το βασικό σενάριο της Κομισιόν για την πορεία του ελληνικού χρέους. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΔΝΤ, το ελληνικό χρέος θα είναι υψηλότερο του βασικού σεναρίου κατά 18% το 2022 καθιστώντας δυσκολότερη την αποπληρωμή του.
Βάσει των εκτιμήσεών του, η Ελλάδα θα χρειαστεί περαιτέρω επιμήκυνση των ωριμάνσεων και νέα μείωση των επιτοκίων ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα.
Κατόπιν τούτου και λίγες ώρες αργότερα έγινε γνωστό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έβαλε στο τραπέζι μια νέα πρόταση που καλύπτει τις απαιτήσεις του ΔΝΤ και μπορεί να ικανοποιήσει εν μέρει και το ελληνικό αίτημα για ελάφρυνση του χρέους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η πρόταση προβλέπει:
  • Την επιμήκυνση της μέσης διάρκειας των δανείων της Ελλάδας προς το EFSF από 32,5 χρόνια σήμερα στα 40 χρόνια.
  • Την επιμήκυνση της «περιόδου χάριτος» που ξεκίνησε το 2012 και λήγει το 2022 ως το 2026.
Επίσης προβλέπει ότι οι τόκοι των δανείων που δεν καταβάλλονται αυτή την περίοδο θα κατανεμηθούν από το 2026 ως τη λήξη των δανείων.
Οι αποφάσεις όμως του Πρωθυπουργού, ο οποίος επέστρεψε στην Αθήνα φορτισμένος από τις πολυήμερες διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες, ήταν διαφορετικές αναζητώντας διέξοδο στο δημοψήφισμα της ερχόμενης Κυριακής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ