EUGENE ROGAN
The Fall of the Ottomans.
The Great War in the Middle East
Εκδόσεις Basic Books, 2005,
σελ. 485, τιμή 32 δολάρια
Πέρυσι, έναν αιώνα μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια ομάδα πανισλαμιστών αυτοαποκαλούμενη Ισλαμικό Κράτος και ακολουθούμενη από χιλιάδες οπαδούς εγκαθίδρυσε σε μια περιοχή που εκτείνεται από τη Βόρεια Συρία ως το Ιράκ ένα νέο χαλιφάτο. Τα όσα συμβαίνουν στην περιοχή –αλλά και αλλού όπου υπάρχουν μεγάλες μάζες μουσουλμανικού πληθυσμού –προκαλούν σοκ και δέος. Οχι όμως στον ίδιο βαθμό σε όσους γνωρίζουν τι συνέβη στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του πολέμου εκείνου που οδήγησε στην κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στον έλεγχο της περιοχής από τις δύο εκ των τριών μεγάλων δυνάμεων οι οποίες αποτελούσαν την Αντάντ: τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Η τρίτη, η Ρωσία, το 1917 θα έμπαινε σε μιαν άλλη περιπέτεια με το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης και το μερίδιό της από το μοίρασμα των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα ήταν πολύ μικρότερο.
Την κατάρρευση και τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πραγματεύεται ο επιφανής ιστορικός Γιουτζίν Ρόγκαν στο βιβλίο του The Fall of the Ottomans (Η πτώση των Οθωμανών) που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Αυθεντία στα θέματα της Μέσης Ανατολής ο Ρόγκαν, ο οποίος διδάσκει στην Οξφόρδη, μας προσφέρει ένα πανόραμα του μεγάλου πολέμου στη Μέση Ανατολή, η σημασία του οποίου είναι εξίσου βαρύνουσα με εκείνη των όσων συνέβησαν στην Ευρώπη. Ανατρέχοντας σε αρχεία στην Τουρκία και στον αραβικό κόσμο που ως τώρα δεν αξιοποιήθηκαν από τους ιστορικούς, ο Ρόγκαν έγραψε ένα διόλου ευρωκεντρικό βιβλίο. Δεν αρκεί να γνωρίζει κανείς τα γεγονότα όπως καταγράφηκαν μόνο από τους νικητές αλλά και πώς τα αντιμετώπισαν και τα αξιολόγησαν οι ηττημένοι.
Το θέμα επομένως δεν περιορίζεται στην επιβολή του δυτικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή υπό το πρόσχημα της επίλυσης του λεγόμενου Ανατολικού ζητήματος, αλλά αφορά και τον τρόπο με τον οποίον διαμορφώθηκε ο πολιτικός χάρτης της Μέσης Ανατολής. Διαβάζοντας κανείς αυτό το εξαιρετικό βιβλίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, μολονότι πέρασε από τότε ένας αιώνας, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν.
Η παραπαίουσα αυτοκρατορία
Τον Νοέμβριο του 1914 η Οθωμανική Αυτοκρατορία συντάχθηκε με τις λεγόμενες Κεντρικές Δυνάμεις: την Αυστροουγγαρία και τη Γερμανία εναντίον της τριπλής συμμαχίας Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Είχαν όλοι τους λόγους τους. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήλπιζε ότι θα ανακτούσε μέρος των εδαφών που είχε απολέσει τον προηγούμενο αιώνα, η Γερμανία ότι εμπλέκοντας την Αγγλία θα την αποδυνάμωνε, θα της αφαιρούσε τον έλεγχο της Βόρειας Θάλασσας και θα έστρεφε εναντίον της τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Ινδίας, η Αγγλία ότι θα διατηρούσε τον έλεγχο του Σουέζ και των πετρελαίων, η Γαλλία ότι θα αποκτούσε κτήσεις στην περιοχή (όπως και συνέβη, αφού μετά το τέλος του πολέμου η Συρία και ο Λίβανος πέρασαν στον έλεγχό της) και η Ρωσία ότι θα είχε υπό την κατοχή της τις περιοχές νοτίως του Καυκάσου, τις ακτές των Οθωμανών στον Εύξεινο Πόντο και την ευκαιρία να θέσει υπό τον έλεγχό της –αν όχι να καταλάβει –τη Δεύτερη Ρώμη (δηλαδή, την Κωνσταντινούπολη).
Προτού όμως φτάσουμε στον πόλεμο οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έκαναν ό,τι μπορούσαν ώστε να μη διαλυθεί η παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία επί έναν σχεδόν αιώνα. Ακόμη και η Ρωσία τον Νοέμβριο του 1812 δύο φορές σταμάτησε τον στρατό της πλέον πιστής συμμάχου της, της Βουλγαρίας, έξω από την Κωνσταντινούπολη.
Αυτό ωστόσο δεν έχει να κάνει με το ότι οι Οθωμανοί θεωρούσαν την τσαρική Ρωσία τη μεγαλύτερη απειλή για τα σύνορά τους. Ο Εφραίμ Καρς, ομότιμος καθηγητής στο King’s College του Λονδίνου, υποστηρίζει πως οι Οθωμανοί δεν σύρθηκαν στον πόλεμο αλλά επέλεξαν μόνοι τους το «στρατόπεδο» που πίστευαν ότι εξυπηρετούσε τους δικούς τους στόχους –χωρίς βεβαίως να αγνοούμε τον θαυμασμό που έτρεφαν για τους Γερμανούς.
Τα κίνητρα φυσικά είναι η μία πλευρά, τα αποτελέσματα η άλλη –και σημαντικότερη. Και για τα τελευταία αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η διεξαγωγή του πολέμου και φυσικά η κατάληξή του που οδήγησε στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
«Ιερός» πόλεμος
Οι στρατιωτικές επιλογές υπήρξαν καθοριστικές αλλά εξίσου καθοριστικές ήταν και οι πολιτικές αντίστοιχες. Οταν ο κάιζερ Βίλχελμ Β’ έπεισε τους Οθωμανούς να κηρύξουν ιερό πόλεμο (τζιχάντ) εναντίον των δυνάμεων της Αντάντ, στόχευε όχι μόνο στο να στρέψει εναντίον της Βρετανίας τους ινδούς μουσουλμάνους του βρετανικού στρατού αλλά και να προκαλέσει κύμα λιποταξιών ανάμεσα στους μουσουλμάνους στρατιώτες της Γαλλίας από τις αποικίες της στην Αφρική, οι οποίοι έφθαναν τις 300.000. Τα αποτελέσματα υπήρξαν μηδαμινά. Αντίθετα, επέτυχε η πολιτική των Βρετανών να προκαλέσουν την εξέγερση των Αράβων που τελούσαν υπό οθωμανική κυριαρχία, στους οποίους υποσχέθηκαν ότι μετά τον πόλεμο θα αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους –υπόσχεση που φυσικά δεν τήρησαν.
[Ο αναγνώστης που επιθυμεί να διεισδύσει βαθύτερα θα πρέπει να καταφύγει και στο Seven Pillars of Wisdom (Οι επτά πύλες της σοφίας), το magnum opus του Τ.Ε. Λόρενς, αποκαλούμενου και Λόρενς της Αραβίας. Το βιβλίο έχει εκδοθεί από την Εστία αλλά η μετάφραση είναι δυστυχώς μέτρια.]
Κατά την κοινοτοπία, κάθε παρόν περιέχει και μεγάλο μέρος του παρελθόντος του. Με την υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου το 1878 η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχανε τα δύο πέμπτα των εδαφών της στα Βαλκάνια. Η Κύπρος και η Αίγυπτος περιέρχονταν στην κατοχή των Βρετανών και η Τυνησία των Γάλλων. Σουλτάνος τότε ήταν ο Αβδούλ Χαμίτ Β’. Ο πρώτος από τους δύο προκατόχους του είχε κόψει τις φλέβες του, ενώ ο δεύτερος εκθρονίστηκε τρεις μήνες αφότου ανέλαβε σουλτάνος. Ο Αβδούλ Χαμίτ στην αρχή παρουσιάστηκε ως μεταρρυθμιστής αλλά μετά την υπογραφή της Σύνθήκης του Βερολίνου διέλυσε το κοινοβούλιο που ο ίδιος είχε συστήσει και άρχισε να κυβερνά αυταρχικά, με αποτέλεσμα να ανατραπεί από το κίνημα των Νεοτούρκων το 1908. Ομως και οι Νεότουρκοι ονειρεύονταν όχι μόνο τη διατήρηση της αυτοκρατορίας αλλά και την ανάκτηση των απολεσθέντων εδαφών της τον προηγούμενο αιώνα.
Η Αυτοκρατορία γέννημα του πολέμου
Για να κατανοήσει κανείς τη συμπεριφορά των Οθωμανών πρέπει, κατά τον Ρόγκαν, να αντιληφθεί ότι «η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν γέννημα του πολέμου, τα σύνορά της ορίστηκαν μέσω κατακτήσεων και συγκρούσεων». Επ’ αυτού ο Καρς υποστηρίζει ότι η στρεβλή σχέση της Μέσης Ανατολής με την πρόοδο έχει αναγάγει τη φυσική δύναμη ως το μόνο εργαλείο πολιτικής. Και ενώ ο Ρόγκαν πιστεύει ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε στον πόλεμο τον Νοέμβριο του 1914 γιατί αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο της διάλυσής της, ο Καρς υποστηρίζει ότι δεν εξαναγκάστηκε αλλά «βούτηξε με το κεφάλι μέσα στη δίνη». Διότι, όπως λέει, αφού τους Οθωμανούς τους φλέρταραν και η Αντάντ και οι Γερμανοί, γιατί εκείνοι επέλεξαν τους δεύτερους; Ο Καρς συμπεραίνει ωμά ότι η Αντάντ τους πρόσφερε λιγότερες δυνατότητες να πραγματοποιήσουν τα αυτοκρατορικά τους όνειρα, ενώ οι Γερμανοί τούς έδιναν την ευκαιρία με την καταστροφή του μεγάλου τους εχθρού, των Ρώσων, να αποκτήσει η αυτοκρατορία τους «ένα φυσικό σύνορο που θα πρέπει να περικλείει και να ενώνει όλους τους κλάδους της φυλής τους» σύμφωνα με την οθωμανική κήρυξη πολέμου εναντίον της Αντάντ.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη Μέση Ανατολή παρουσίαζε μεγάλες διαφορές από τον αντίστοιχο στην Ευρώπη. Εδώ ο πόλεμος δεν ήταν στατικός και τα στρατεύματα και από τις δύο πλευρές παρουσίαζαν μεγάλη κινητικότητα. Οι αγριότητες ήταν πρωτοφανείς, όπως και οι συνθήκες ζωής των στρατιωτών που πολλές φορές δεν μπορούσαν να θάψουν τους νεκρούς τους και αναγκάζονταν να ζουν ανάμεσα σε πτώματα στα οποία επικάθονταν σμήνη από μύγες, με αποτέλεσμα πολλοί να πεθαίνουν από τις επιδημίες. Οι ινδουιστές στρατιώτες των Βρετανών πέθαιναν από ελλιπή διατροφή, δεδομένου ότι ήταν χορτοφάγοι και το στράτευμα τρεφόταν κυρίως με κρέας αλόγων.
Συνεκτική αφήγηση
Το βιβλίο του Ρογκ κινείται σε πολλά επίπεδα, όσα και τα θέατρα των μαχών, χωρίς ο αναγνώστης να χάνεται μέσα στο πλήθος των γεγονότων και των προσώπων που περνούν από τις σελίδες του. Η συνεκτική αφήγηση πλουτίζεται από περιστατικά της ζωής στα χαρακώματα που η περιγραφή τους δεν σε αφήνει ασυγκίνητο. Τα γεγονότα μπορεί μεν να κρίνονται με κρύο αίμα, αλλά όταν περιγράφονται σου δίνουν αίσθηση της πραγματικής ζωής, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτή συνεχίζεται κάτω από τη σκιά του θανάτου.
Συγκινητικές –και κάποτε ανατριχιαστικές –είναι οι σελίδες που αναφέρονται στη γενοκτονία των Αρμενίων, αλλά ο συγγραφέας αναφέρει κι ένα γεγονός που δεν είναι γνωστό στο ευρύ κοινό: την εξόντωση 250.000 Ασσυρίων, χριστιανικού πληθυσμού, που ζούσε από αρχαιοτάτων χρόνων στη Μεσοποταμία και μιλούσε μια αραμαϊκή διάλεκτο.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Ρογκ είναι ότι η χάραξη των συνόρων όρισε τη Μέση Ανατολή ως ζώνη πολέμου την οποία εκφράζει, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, η σύγκρουση Αράβων – Ισραηλινών. Σύγκρουση που εκδηλώθηκε με τέσσερις πολέμους: το 1948, το 1956, το 1967 και το 1973. Ζώνη πολέμου παραμένει και σήμερα, παρά τις ειρηνευτικές συμφωνίες ανάμεσα στο Ισραήλ και στην Αίγυπτο το 1979 και στην Ιορδανία και στο Ισραήλ το 1994. Αλλά από τις δεκαετίες του 1940 και του 1950 ακόμη οι άραβες εθνικιστές ζητούσαν την ένωση των αραβικών κρατών προκειμένου να αλλάξει ο σχεδιασμός που είχαν επιβάλει οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Σήμερα τίποτε δεν φαίνεται να έχει αλλάξει επί της ουσίας. Και η κακή κληρονομιά του Μεγάλου Πολέμου πριν από έναν αιώνα εξακολουθεί να στοιχειώνει τη ζωή και το μέλλον της Μέσης Ανατολής.
Το σφαγείο της Καλλίπολης
Η μάχη της Καλλίπολης είναι η πιο γνωστή του πολέμου στη Μέση Ανατολή από το 1914 ως το 1918 για δύο λόγους: πρώτον, επειδή υπήρξε πραγματικό σφαγείο και, δεύτερον, επειδή, καθώς έχει ειπωθεί, σε καμία μάχη ως τότε δεν υπήρξε στρατηγικό λάθος που να μη διαπράχθηκε.
Από την αρχή του πολέμου οι Τούρκοι είχαν αποκλείσει τα Δαρδανέλια φράζοντας την έξοδο των Ρώσων στη Μεσόγειο, όπως αντίστοιχα είχαν κάνει οι Γερμανοί αποκλείοντας την έξοδό τους στη Βαλτική. Οι Ρώσοι στη συνέχεια ηττήθηκαν από τους Οθωμανούς στον Καύκασο και οι τελευταίοι, υπό την ηγεσία γερμανού στρατηγού, έφτασαν στο Βατούμ (που βρίσκεται στη σημερινή Γεωργία) και το κατέλαβαν. Τότε οι Ρώσοι ζήτησαν την επέμβαση των Συμμάχων τους στα Δαρδανέλια. Οι Βρετανοί, ακολουθώντας την πρόταση του Τσόρτσιλ, μέλους τότε του βρετανικού πολεμικού συμβουλίου και υπευθύνου για τις ναυτικές επιχειρήσεις, αποφάσισαν να στείλουν από κοινού με τους Γάλλους στόλο στην περιοχή.
Η αγγλογαλλική αρμάδα που συγκροτήθηκε φθάνοντας άρχισε να κανονιοβολεί τις θέσεις των Οθωμανών στα Δαρδανέλια, που την οχύρωσή τους όμως είχαν αναλάβει οι Γερμανοί αναπτύσσοντας συστάδες βαρέος πυροβολικού και ποντίζοντας νάρκες κοντά στην ακτή. Η επιχείρηση από θαλάσσης στις 19 Μαρτίου είχε οικτρό τέλος για τους Αγγλογάλλους που έχασαν δύο θωρηκτά.
Τον επόμενο μήνα οι Σύμμαχοι προέβησαν σε απόβαση στην Καλλίπολη (σήμερα Τσανάκαλε), στην ευρωπαϊκή πλευρά των Δαρδανελίων. Η επιχείρηση εξελίχθηκε σε πραγματικό σφαγείο. Οι Οθωμανοί, υπό την ηγεσία του Γερμανού Λίμαν φον Σάντερς, τους περίμεναν και μέσα σε οκτώ μήνες εξόντωσαν 130.000 άνδρες, ενώ άλλες 60.000 πέθαναν από τις επιδημίες. Οι δυνάμεις της Αντάντ αναγκάστηκαν στο τέλος να αποχωρήσουν. Οι συνολικές απώλειές τους ανήλθαν στις 252.000 άνδρες ενώ των Οθωμανών στις 218.000-251.000.
Η συντριπτική ήττα των στρατευμάτων της Αντάντ στην Καλλίπολη δεν αρκούσε ώστε οι Οθωμανοί να επικρατήσουν τελικά σ’ αυτόν τον Μεγάλο Πόλεμο. Το 1918 με το τέλος του πολέμου η πάλαι ποτέ κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία (και μακροβιότερη ως τότε) ήταν πλέον παρελθόν. Στις πολύμηνες μάχες της Καλλίπολης όμως αναδείχθηκε η στρατιωτική ιδιοφυΐα ενός αξιωματικού τον οποίον οι Τούρκοι ονόμασαν «ήρωα της Καλλίπολης», που θα έπαιζε καταλυτικό ρόλο στην ήττα έπειτα από λίγα χρόνια του ελληνικού στρατού στη Μικρασία και στη δημιουργία του τουρκικού κράτους. Το όνομά του: Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ