Σε αδυναμία πληρωμής επανήλθε η πλειονότητα των δανειοληπτών που ρύθμισαν τις τραπεζικές τους υποχρεώσεις τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με νέα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος στην Εκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2014-2015.
Είτε επειδή οι νέοι όροι αποπληρωμής που επιλέχθηκαν δεν ήταν τελικώς οι κατάλληλοι είτε διότι συνεχίστηκε η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των οφειλετών, επτά στα δέκα ρυθμισμένα δάνεια εμπίπτουν και με τη «βούλα» της κεντρικής τράπεζας στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Δηλαδή, πρόκειται για δάνεια που είτε έχουν εμφανίσει πάλι καθυστέρηση είτε εκτιμάται πως υπάρχει υψηλός κίνδυνος να μην αποπληρωθούν στο σύνολό τους. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, ως σήμερα έχει τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης (forborne exposures) το 13,3% του συνόλου των δανείων.
Από αυτά σε περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις (55%) έχουν εφαρμοστεί λύσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα (π.χ., κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών). Μόλις σε ένα στα πέντε ρυθμισμένα δάνεια επιλέχθηκαν λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα (π.χ., παράταση διάρκειας, μείωση επιτοκίου), ενώ στο 25% επιτεύχθηκε η οριστική διευθέτηση.
Επιπλέον, όσον αφορά τη διαχείριση των καταγγελμένων απαιτήσεων, για το 59% του πλήθους των δανείων ή το 23% των αντίστοιχων υπολοίπων οι τράπεζες δεν έχουν προχωρήσει σε καμία ενέργεια.
Το μεγαλύτερο μέρος των καταγγελμένων απαιτήσεων βρίσκεται στο στάδιο της διαγνωστικής διαδικασίας (δηλαδή, η τράπεζα έχει ξεκινήσει τη διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής ή άλλου τίτλου αναγκαστικής εκτέλεσης) και της αναγκαστικής εκτέλεσης (δηλαδή, έχει ήδη εκδοθεί διαταγή πληρωμής ή έχει εκκινήσει η διαδικασία πλειστηριασμού).
Ο νέος δείκτης
Οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες από την περυσινή χρήση να δημοσιεύουν τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (Non Performing Exposure –NPE).
Η κυριότερη διαφορά του σε σχέση με τον ορισμό των δανείων σε καθυστέρηση που χρησιμοποιούνταν ως σήμερα έγκειται στο γεγονός ότι στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα περιλαμβάνονται και ανοίγματα που είναι μεν ενήμερα ή εμφανίζουν κατά την ημερομηνία αναφοράς καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι ο οφειλέτης ενδέχεται τελικά να μην μπορέσει να εκπληρώσει πλήρως τις δανειακές υποχρεώσεις του χωρίς τη ρευστοποίηση των σχετιζόμενων εξασφαλίσεων (unlikely to pay).
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, στο τέλος Δεκεμβρίου του 2014 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε ατομική βάση ανήλθε σε 39,9% επί του συνόλου των ανοιγμάτων.
Από το σύνολο των προαναφερθέντων ανοιγμάτων:
•Το ήμισυ περίπου είναι ήδη καταγγελμένα (δηλαδή, η τράπεζα έχει καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση καθιστώντας άμεσα απαιτητό το σύνολο του δανείου εξαιτίας της ασυνέπειας του δανειολήπτη),
•Το 1/4 ανήκει στην κατηγορία όσων η εξόφληση δεν θεωρείται πιθανή (unlikely to pay).
•Το 7% (από εκείνα που δεν έχουν καταγγελθεί) βρίσκεται σε καθυστέρηση για περίοδο τουλάχιστον τριών ετών.
Οι προβληματικοί κλάδοι
Από τις επί μέρους κατηγορίες δανείων το υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων καταγράφεται στα καταναλωτικά δάνεια (51,3%) και ακολουθούν τα επιχειρηματικά δάνεια (39,8%) και τα στεγαστικά δάνεια (35,6%).
Επισημαίνεται ότι στην κατηγορία των επιχειρηματικών δανείων υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων καταγράφεται στην υποκατηγορία των δανείων προς ελεύθερους επαγγελματίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις (63%) και των δανείων προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (54%).
Αναφορικά με την κλαδική εικόνα των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων οι κλάδοι ενέργεια και πετρελαιοειδή (3,5%), ναυτιλία (28,8%) και Υγεία (33,1%) εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων συγκριτικά με τους υπολοίπους.
Αντίθετα, τα υψηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εμφανίζουν δύο υποκλάδοι της μεταποίησης, δηλαδή η κλωστοϋφαντουργία (71%) και η βιομηχανία χάρτου, ξύλου και επίπλων (63%), καθώς και ο αγροτικός κλάδος (61,4%).
Από τους κλάδους με σημαντικά υπόλοιπα δανείων το εμπόριο καταγράφει ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων 54%, οι κατασκευές 49% και η μεταποίηση 47,8%.
HeliosPlus